Κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα και Ελληνοκινεζικές σχέσεις

Κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα και Ελληνοκινεζικές σχέσεις

Της Πολυξένης Νταβαρίνου*

Η ολοένα και πιο εμφανής κινεζική παρουσία στη χώρα μας, όπως και οι οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις της, είναι το αντικείμενο πρόσφατης μελέτης του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ), με τον τίτλο “Κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα και η συνολική εικόνα των ελληνοκινεζικών σχέσεων”. Επιχειρείται μια πρώτη αξιολόγηση και τίθενται ερωτήματα για περαιτέρω διερεύνηση των επιδιώξεων της κινεζικής πλευράς, αλλά και των πιθανών οφελών που μπορεί να προσφέρουν οι κινεζικές επενδύσεις στην ασθμαίνουσα ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, η έκθεση επιδιώκει να φωτίσει πλήθος άλλων θεμάτων που σχετίζονται με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στη χώρα μας ή τις σχέσεις της Ελλάδα με την ΕΕ και την Κίνα.

Η κινεζική παρουσία στην Ελλάδα γίνεται ιδιαιτέρως αισθητή, κυρίως μέσω επενδύσεων σε υποδομές. Εκτός από τον Πειραιά, που εξελίσσεται σε ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα λιμάνια στην Ευρώπη και τον κόσμο, η επόμενη μεγαλύτερη κινεζική επένδυση στην Ελλάδα είναι η εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ. Επιπλέον, κινεζική συμμετοχή καταγράφεται και στην κοινοπραξία υπό την Lamda Development για το Ελληνικό, το μεγαλύτερο επενδυτικό σχέδιο στη χώρα αυτή τη στιγμή. Συγχρόνως, ένας αυξανόμενος αριθμός κινεζικών εταιρειών δραστηριοποιούνται στους τομείς της ανανεώσιμης ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών, ενώ και ο τουρισμός και η αγορά ακινήτων παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους κινέζους επενδυτές. Σημειώνεται, επίσης, ότι και η China Development Bank έχει αποκτήσει πρόσβαση στην Ελλάδα, την στιγμή που οι ελληνικές τράπεζες δεν δύνανται να χρηματοδοτήσουν έργα υποδομών στη χώρα. Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές κινεζικές επενδύσεις, οι σχετικές συζητήσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης 2017-2019, που υπεγράφη μεταξύ των δυο χωρών τον Μάιο του 2017.

Σε τι στοχεύει η κινεζική παρουσία στη χώρα;

Η αυξανόμενη δραστηριότητα των κινέζων επενδυτών στη χώρα συνδέεται με την επίτευξη τουλάχιστον ενός πολύ σημαντικού στόχου της Κίνας: την κατασκευή ενός διασυνοριακού διαδρόμου μεταφορών από τη Μεσόγειο προς την Κεντρική Ευρώπη. Στη συνέχεια, η δημιουργία του διαδρόμου αυτού θα επιτρέψει στην Κίνα να επιτύχει δυο βασικούς στρατηγικούς σκοπούς της: 1) την μείωση του κόστους μεταφοράς για τα προϊόντα της και 2) την βελτιωμένη πρόσβαση και παρουσία, τόσο στην ευρωπαϊκή αγορά, όσο και στη λεκάνη της Μεσογείου.

Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι η αυξανόμενη κινεζική παρουσία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παρούσα δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας και την τρέχουσα οικονομική κρίση στη χώρα μας. Οι αναγκαίες και εν πολλοίς επώδυνες  μεταρρυθμίσεις που συντελούνται τα τελευταία χρόνια επιτρέπουν στους Κινέζους επενδυτές να επωφεληθούν από την καθυστερημένη απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας. Από την άλλη, σημειώνεται ότι αρκετά κινεζικά επενδυτικά σχέδια σκοντάφτουν  στην πολιτική αστάθεια, τη γραφειοκρατία, τη νομική αβεβαιότητα ή τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για τον θεμιτό ανταγωνισμό. Κορυφαίο παράδειγμα για την τροποποίηση των αρχικών κινεζικών επιδιώξεων αποτελεί η απόφαση της COSCO να παραμείνει εκτός διεκδίκησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, παρά την επίσημη εκδήλωση ενδιαφέροντος από τον ίδιο τον Κινέζο πρωθυπουργό Li Keqiang κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 2014.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι η στενή συνεργασία μεταξύ των διαφόρων κινεζικών εταιρειών που, στην πλειονότητα τους, είναι θυγατρικές μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων (SOEs). Γίνεται όλο και πιο σαφές ότι γύρω από την μεγάλη επένδυση της COSCO στον Πειραιά δημιουργείται ένα άτυπο κινεζικό δίκτυο με σημαντική δυναμική, για το οποίο ασφαλώς απαιτείται περισσότερη πληροφόρηση.

Η ... μιάμιση στρατηγική της Κίνας και της Ελλάδας

Η Κίνα διαθέτει μακροπρόθεσμο όραμα, αρκετά συνεκτική στρατηγική, αποφασιστικότητα για την επίτευξη των στόχων της και μια δομημένη κρατική μηχανή  για τη δρομολόγηση και τον συντονισμό των προσπαθειών της. Από την άλλη, η στρατηγική της Ελλάδας έναντι των κινεζικών επενδύσεων εμφανίζεται κάπως ασαφής και ακατέργαστη προς το παρόν, τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση έχει μεγάλες προσδοκίες σχετικά με τα προσδοκώμενα οφέλη για τη χώρα μας. Αναμένεται οι επενδύσεις των κινεζικών επιχειρήσεων να  αποφέρουν έσοδα από την πώληση μετοχών, τέλη, φόρους, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και ασφαλιστικές εισφορές.

Χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πρόκληση για την αξιοποίηση των ξένων επενδύσεων - συμπεριλαμβανομένων των κινεζικών - είναι η απουσία μιας σταθερής στάσης του ελληνικού κράτους ως προς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην εθνική οικονομία και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η μεταστροφή της παρούσας κυβέρνησης από την αρχική άρνηση στις ιδιωτικοποιήσεις στην υιοθέτηση ενός φιλεπενδυτικού αφηγήματος.

Μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου;

Κατά πόσο  η προσέγγιση μεταξύ  Ελλάδας και Κίνας θα εξελιχθεί σε «στρατηγική σχέση», είναι κάτι που θα φανεί στο προσεχές μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι φανερό ότι με την προώθηση των ελληνοκινεζικών σχέσεων η Αθήνα υπολογίζει και σε πολιτικά οφέλη ως προς τις τεταμένες σχέσεις της με τους διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας. Σημειωτέον, η Ελλάδα έχει γίνει υποψήφιο μέλος της Asian Infrastructure Investment Bank, ενώ έχει εκφράσει την επιθυμία της να ξεκινήσει συνομιλίες και με την New Development Bank, η οποία έχει συσταθεί από τις χώρες BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική). Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο μιας πιο ενεργής συμμετοχής στην πλατφόρμα 16+1 για την συνεργασία μεταξύ Κίνας και χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

Επίσης, δεν περνά απαρατήρητο και το γεγονός ότι η χώρα μας έχει ταχθεί υπέρ της Κίνας σε ευαίσθητα πολιτικά θέματα (π.χ. καθεστώς της Νότιας Σινικής Θάλασσας, ανθρώπινα δικαιώματα, κ.λπ.), κάτι που έχει προκαλέσει έκδηλη ενόχληση στην ΕΕ), ενώ στη Δύση αρχίζουν να εκφράζονται και ανησυχίες γεωπολιτικής φύσης. Σε ό,τι δε αφορά την εν εξελίξει συζήτηση για την αξιολόγηση ξένων επενδύσεων στην Ευρώπη, η Ελλάδα φαίνεται να βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στην θέση της ως χώρας-μέλους της ΕΕ και τις προτεραιότητες του Πεκίνου.

Επόμενα βήματα      

Δεδομένων των τεράστιων αναγκών της ελληνικής οικονομίας, οι κινεζικές επενδύσεις είναι - πέραν πάσης αμφιβολίας – αναγκαίες και καλοδεχούμενες, όπως άλλωστε είναι αναγκαίες και καλοδεχούμενες όλες οι ξένες επενδύσεις από νόμιμες πηγές. ?Θα ήταν, ωστόσο, χρήσιμο για τη χώρα μας η προσέλκυση και πραγματοποίησή τους να βασίζεται σε ενδελεχή αξιολόγηση και προσδιορισμό συγκεκριμένων στόχων από  την ελληνική πλευρά. Στην έκθεση του ΙΔΟΣ συμπεραίνεται ότι, ενώ οι ελληνοκινεζικές σχέσεις θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται τα επόμενα χρόνια, είναι  απαραίτητο για την Ελλάδα να βρει την χρυσή τομή, ώστε να επιτύχει μια πραγματικά αμοιβαία επωφελή συνεργασία με την Κίνα. Στο κάτω-κάτω, το σύνθημα για win-win cooperation είναι κάτι που επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία από την κυβέρνηση της φίλης Κίνας.

* Η κα Πολυξένη Νταβαρίνου είναι Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.