Την πρόβλεψη ότι το 2019 μαζί με την αυξανόμενη αλαζονεία της Τουρκίας, και την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου, θα ενταθούν από την ελληνική πλευρά και οι κραυγές δίχως ουσία, διατυπώνει στο Liberal.gr, o καθηγητής του Παντείου, Κώστας Υφαντής.
Σε μια χρονιά, όπου τα πάντα συνηγορούν πως η Τουρκία θα συνεχίσει τη γνωστή τακτική της ελεγχόμενης έντασης, είναι καταστροφική τακτική «κάποιοι να θεωρούν ότι η τουρκοφαγική και πολεμοκάπηλη ρητορική ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των πολιτών», όπως λέει ο κ. Υφαντής.
Και προσθέτει ότι παρά τα ικανοποιητικά ακόμη επίπεδα αποτροπής της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος, «η Άγκυρα γνωρίζει ότι η Αθήνα είναι επιρρεπής σε λάθη και δεν έχει υψηλή στρατηγική αντίληψη – για να το θέσω ευγενικά».
Προβλέπει επομένως ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να επιδιώκει τη «φινλανδοποίηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, δηλαδή την αποδοχή από μέρους μας ότι η άσκηση εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας δεν είναι αυτονόητη δυνατότητα για την Ελλάδα και την Κύπρο».
Αν και η ισχύς της Ελλάδας είναι φυσικά μεγαλύτερη από εκείνης των Κούρδων μαχητών, εντούτοις εκτιμά ότι μια στρατιωτική επιτυχία της Άγκυρας στη Συρία μπορεί να αυξήσει την αυτοπεποίθηση της, μαζί και την αλαζονεία της, ενώ χαρακτηρίζει το 2018 στα ελληνοτουρκικά ως μια χρονιά που αποτέλεσε πεδίο εκτόνωσης ενδοκυβερνητικών εσωτερικών εντάσεων και προσωπικών στρατηγικών πολιτικής επιβίωσης.
«Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι η πολιτική ηγεσία χτυπάει τα τύμπανα του πολέμου για να επιβιώσει πολιτικά. Τότε τι διαφορά έχουμε από την Τουρκία την οποία πολλές φορές κατηγορούμε ότι δεν διστάζει να προκαλέσει κρίσεις, εξάγοντας τα εσωτερικά πολιτικά αδιέξοδα;», διερωτάται με νόημα ο κ. Υφαντής.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
Αν επιχειρούσαμε να κάνουμε μια αποτίμηση στο κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων το 2018, ποια θα ήταν αυτή; Ποια θα λέγατε πως ήταν τα κυριότερα γεγονότα, και πως αυτά επηρέασαν τις σχέσεις των δύο χωρών;
Το 2018 ήταν μία ακόμη κακή χρονιά για την ελληνική εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις μας με την Τουρκία. Ξεκίνησε με την πλήρως αποτυχημένη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα. Η προσδοκία από αυτήν την επίσκεψη ήταν να εγκαινιαστεί μία περίοδος όπου η ένταση θα χαμήλωνε, η ρητορική της Άγκυρας θα γινόταν λιγότερο εμπρηστική και προκλητική και γενικά θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε ένα κλίμα λιγότερο συγκρουσιακό.
Αντ' αυτού, η επίσκεψη, ελάχιστα προετοιμασμένη όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος, επέτρεψε στον Πρόεδρο Ερντογάν να επαναλάβει τα περί ανάγκης αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης και να μας κουνά καθόλου διπλωματικά το δάχτυλο μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο, στο υψηλότερο δυνατό πολιτικό επίπεδο. Κανένας και καμία δεν μπορεί να είναι ευτυχής από τον τρόπο που χειριστήκαμε ένα μείζον διπλωματικό γεγονός.
Το αποτέλεσμα βεβαίως ήταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να επιβαρυνθούν με δώδεκα επιπλέον μήνες έντασης, πολιτικής έντασης στο Αιγαίο και στην Κύπρο, με την Άγκυρα να επιταχύνει τον ρυθμό αμφισβήτησης της ελληνικής και κυπριακής κυριαρχίας χρησιμοποιώντας κάθε μέσο ακόμη και προσεγγίσεις και τακτικές που κάποιοι θα χαρακτήριζαν υβριδικές.
Πάντως, αυτό που πρωτίστως σημάδεψε την διολίσθηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε επίπεδα έντασης που είχαμε αποφύγει τα προηγούμενα σχεδόν είκοσι χρόνια ήταν η υπόθεση των «οκτώ».
Σε αυτή την περίπτωση, η αδυναμία της Άγκυρας να κατανοήσει πως λειτουργεί η διάκριση των εξουσιών σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν και είναι προφανώς το κρίσιμο στοιχείο.
Εδώ ποια λάθη έγιναν από πλευράς Ελλάδας;
Καλό θα ήταν η ελληνική κυβέρνηση να γνώριζε και αυτή τι σημαίνει κράτος δικαίου και να μην διαβεβαίωνε την άλλη πλευρά ότι η παράδοση των «οχτώ» ήταν θέμα χρόνου, όπως καταγγέλθηκε από τον ίδιο τον Πρόεδρο Έρντογαν και δεν διαψεύσθηκε από την Αθήνα.
Γενικά, το 2018 ήταν ένα ακόμη έτος όπου οι σχέσεις μας με την Τουρκία δεν ακολούθησαν κάποιο ξεκάθαρο στρατηγικό σχέδιο και μάλλον αποτέλεσαν πεδίο εκτόνωσης ενδοκυβερνητικών εσωτερικών εντάσεων και προσωπικών στρατηγικών πολιτικής επιβίωσης. Και έτσι ούτε η αναγκαία αποτρεπτική στρατηγική εξυπηρετείται ούτε η μείωση της έντασης διευκολύνεται.
Για να μην είμαι άδικος, οφείλω να επισημάνω ότι εξακολούθησε να λειτουργεί η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για τον περιορισμό των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, αλλά όλοι ξέρουν ότι γι' αυτό πρέπει να ευγνωμονούμε τις Βρυξέλλες και άλλες πρωτεύουσες και όχι την πολιτική και διπλωματική δεινότητα της κυβέρνησης.
Πιστεύετε ότι τα "πολεμικά παιχνίδια" του υπ. Άμυνας Π. Καμμένου (λεονταρισμοί, δηλώσεις, κλπ), θα ενταθούν μέχρι τις επόμενες ελληνικές εκλογές; Και αν ναι, τι κινδύνους εγκυμονούν;
Δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο «πολεμικά παιγνίδια» γιατί στις στρατηγικές σπουδές αυτά τα «παίγνια» μπορεί να είναι χρήσιμο εργαλείο. Διαχρονικά, αυτό που χαρακτήριζε την ελληνική στάση στις σχέσεις μας με την Τουρκία και απέναντι στην έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας και του τουρκικού αναθεωρητισμού ήταν η στρατηγική ψυχραιμία.
Δηλαδή, υπήρχε πάντοτε η σωστή αντίληψη ότι μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε να εξουδετερώσουμε τις διπλωματικές και τυχόν στρατιωτικές προκλήσεις χωρίς να ανεβάζουμε την ένταση, χωρίς να κλιμακώνουμε την αντιπαράθεση αλλά στέλνοντας ξεκάθαρα μηνύματα αποφασιστικότητας και προβλεψιμότητας.
Με άλλα λόγια η άλλη πλευρά γνώριζε ποια θα ήταν η αντίδρασή μας αν αποφάσιζε να αναβαθμίσει την ένταση και αυτό είναι θεμελιώδες στην διαχείριση μιας κρίσης. Όταν χάναμε την ψυχραιμία μας όπως στα Ίμια τότε το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό για τα εθνικά συμφέροντα.
Τα πράγματα σήμερα είναι μάλλον ανησυχητικά. Η διπλωματική υπηρεσία, που είναι ο εκ του νόμου βασικός σύμβουλος της κυβέρνησης για την εξωτερική πολιτική, προσπαθεί να επανέλθει από το περιθώριο στο οποίο είχε τεθεί τα προηγούμενα χρόνια, και η άμυνα της χώρας υποφέρει από την δημοσιονομική αδυναμία αλλά και από πολιτική καθοδήγηση.
Φαίνεται ότι κάποιοι θεωρούν ότι η «τουρκοφαγική» και πολεμοκάπηλη ρητορική ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των πολιτών. Δεν είναι απλώς λάθος εκτίμηση αλλά και καταστροφική τακτική.
Τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων είναι σοβαροί επαγγελματίες με υψηλό αίσθημα ευθύνης και χρέους. Και επειδή η πολεμική βία είναι το αντικείμενό τους, ξέρουν καλύτερα από όλους και όλες πως δεν χωρούν κραυγές και μεγάλα λόγια αλλά σοβαρότητα, ψυχραιμία και σιωπηλή προετοιμασία.
Η πολεμοκαπηλεία είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να απαξιωθεί η πολιτική ηγεσία στα μάτια των στελεχών. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι η πολιτική ηγεσία χτυπάει τα τύμπανα του πολέμου για να επιβιώσει πολιτικά. Τότε τι διαφορά έχουμε από την Τουρκία την οποία πολλές φορές κατηγορούμε ότι δεν διστάζει να προκαλέσει κρίσεις εξάγοντας τα εσωτερικά πολιτικά αδιέξοδα;
Πώς πιστεύετε ότι θα κινηθεί το 2019 η Τουρκία σε Κύπρο και Αιγαίο αλλά και ευρύτερα η μετά και την ανάδειξή της σε ισχυρή δύναμη στη Συρία, λόγω της απόφασης Τραμπ να αποχωρήσει από τη χώρα μεγάλο μέρος από τα αμερικανικά στρατεύματα; Της δίνει μια τέτοια κίνηση την ευκαιρία να γίνει πιο επιθετική απέναντι στους υπόλοιπους γείτονές της;
Αν τα πράγματα και οι συνθήκες παραμείνουν ως έχουν, τότε δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για την τροχιά των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Τουρκία μάλλον θα συνεχίσει την τακτική της έντασης σε ελεγχόμενα από την ίδια επίπεδα επιδιώκοντας να ακυρώσει τους όποιους ελληνικούς και κυπριακούς σχεδιασμούς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Βασικός στόχος είναι η έμπρακτη αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνισμού.
Όπως έχω προβλέψει – επιτρέψτε μου την ματαιοδοξία – η Τουρκία θα προχωρήσει σε ενέργειες που θεωρεί ότι καταγράφουν de facto τις επιδιώξεις της, όπως γεωτρήσεις, παραβιάσεις και παραβάσεις των διεθνών συμφωνιών και κανόνων με αυξανόμενη συχνότητα.
Όσο θεωρεί ότι επιβεβαιώνεται η κυπριακή κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω των ερευνών ή μέσω της σύναψης στρατηγικών συνεργασιών με άλλα κράτη τόσο θα εντείνει τις δράσεις και δηλώσεις αμφισβήτησης. Και αυτές οι δράσεις και δηλώσεις θα είναι σε αρκετές περιπτώσεις χονδροειδώς ανιστόρητες όπως οι χάρτες που προσφάτως κυκλοφόρησαν. Δεν την ενδιαφέρει αν προκαλούν γέλιο ή αν δεν μπορούν να σταθούν σε κανένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Αυτό που κρύβεται πίσω από τέτοιες ενέργειες είναι μία αυξανόμενη αλαζονεία που προκύπτει από την αίσθηση ότι το χάσμα δυνατοτήτων είναι τόσο ευρύ υπέρ της ώστε να της εξασφαλίσει στο τέλος της ημέρας αυτό που πραγματικά επιδιώκει: Την σε πρώτη φάση ακύρωση των ελληνικών επιδιώξεων και κατόπιν την ευθυγράμμιση μας με τις δικές της προτιμήσεις και στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Και σε ό,τι αφορά τη Συρία, τι προβλέπετε ότι θα συμβεί;
Σε ό,τι αφορά στην Συρία, η περαιτέρω αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τις εξελίξεις για την επόμενη μέρα διευρύνει το κενό ισχύος και μάλλον θα οξύνει τους περιφερειακούς ανταγωνισμούς.
Έτσι κι αλλιώς οι ΗΠΑ ήταν ουσιαστικά απούσες. Η διαδικασία της Γενεύης έχει εξελιχθεί σε ανέκδοτο ενώ και στην πιο σοβαρή προσπάθεια στην Αστάνα πριν λίγο καιρό οι ΗΠΑ δεν συμμετείχαν καν!
Αυτό που είναι ποιοτικά διαφορετικό με την απόφαση Τραμπ είναι η οριστική εγκατάλειψη των Κούρδων της Συρίας. Είχε προηγηθεί η απόφαση να επιτραπεί στην Τουρκία να εκκαθαρίσει την περιοχή του Ιντλίμπ και όχι μόνο. Για τον Ντόναλντ Τραμπ οι Κούρδοι δεν έχουν καμία σημασία, αμφιβάλω αν γνωρίζει και αν ενδιαφέρεται να μάθει τι έχει προηγηθεί στην Συρία τα τελευταία οχτώ χρόνια.
Τα όρια πλέον της όποιας τουρκικής στρατιωτικής δράσης θα τα θέσουν οι υπόλοιποι παίκτες που παραμένουν ενεργοί αλλά και οι όποιες εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες. Για την Άγκυρα, η εξουδετέρωση των Κούρδων είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας και τώρα πια μία σχετικά εύκολη υπόθεση εφόσον δεν υπάρξουν αντιδράσεις από την Δαμασκό και την Μόσχα.
Μια στρατιωτική επιτυχία στη Συρία μπορεί να αυξήσει την αυτοπεποίθηση της Άγκυρας, αλλά βεβαίως όλοι ξέρουν ότι η Ελλάδα δεν είναι Κούρδοι μαχητές.
Με όλα μας τα προβλήματα, η ελληνική διπλωματική και στρατιωτική ισχύς διατηρείται – αν και μειωμένης αξιοπιστίας – σε ικανοποιητικά επίπεδα αποτροπής.
Αυτό που γνωρίζει όμως η Άγκυρα είναι ότι η Αθήνα είναι επιρρεπής σε λάθη και δεν έχει υψηλή στρατηγική αντίληψη – για να το θέσω ευγενικά.
Αυτό λοιπόν που επιδιώκει και θα επιδιώξει είναι η «φινλανδοποίηση» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, δηλαδή την αποδοχή από μέρους μας ότι η άσκηση εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας δεν είναι αυτονόητη δυνατότητα για την Ελλάδα και τη Κύπρο.
Δεν είναι ωστόσο αντιφατικό, από τη μια οι ΗΠΑ να στηρίζουν τον άξονα Ισραήλ-Ελλάδα-Κύπρος στην Ανατολική Μεσόγειο, και από την άλλη με τις αποφάσεις τους, να αναβαθμίζουν το ρόλο της Άγκυρας στη Συρία;
Θα ήταν ενδεχομένως αντιφατικό αν στο τιμόνι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν κάποιος άλλος Πρόεδρος που θα έβλεπε την μεγάλη εικόνα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η παραίτηση Μάττις δείχνει ότι αυτό που κάποιοι ελαφρά τη καρδία αποκαλούν «κατεστημένο της Ουάσιγκτον» δεν μπορεί να υπηρετήσει την κοντόθωρη και στενή προσέγγιση Τραμπ εγκατάλειψης των Κούρδων γιατί αυτό στέλνει λάθος μηνύματα σε νυν και μελλοντικούς συμμάχους ως προς την αμερικανική αξιοπιστία.
Επίσης αντανακλά την βαθιά καχυποψία του Πενταγώνου απέναντι στην Τουρκία. Όμως ο Λευκός Οίκος με την συναλλακτική (transactional) αντίληψη για την διεθνή πολιτική δεν ενδιαφέρεται για τέτοιες αναλύσεις και μάλλον δεν τις καταλαβαίνει.
Για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ η Συρία και ο «άξονας» Ισραήλ-Ελλάδα-Κύπρος δεν συνδέονται απαραίτητα ή μάλλον δεν χρειάζεται να συνδέονται. Στην μία περίπτωση η Συρία δεν έχει στρατηγική αξία για να επενδυθούν χρήμα και ανθρώπινο δυναμικό. Την εκκαθάριση από τους τζιχαντιστές και άλλες δυνητικές απειλές για την αμερικανική ασφάλεια μπορεί να την αναλάβει η Ρωσία, η Τουρκία, η Δαμασκός – εν πολλοίς αυτό συμβαίνει.
Η Τουρκία πήρε το μήνυμα της αμερικανικής ισχύος όταν ο Πρόεδρος αύξησε επιλεγμένα δασμούς και σχεδόν εξαέρωσε την τουρκική οικονομία και την λίρα. Η Άγκυρα «γονάτισε» και απελευθέρωσε τον Αμερικανό πάστορα Μπράνσον άρον άρον και τώρα παίρνει και το αντίδωρο της Συρίας.
Στην άλλη περίπτωση, όσο το Ισραήλ επενδύει στην σχέση με την Αθήνα και την Λευκωσία θα έχει την στήριξη της Ουάσιγκτον. Άλλωστε ο «άξονας» αυτός δεν είναι αντιτουρκικός per se αλλά αντανακλά την συγκυρία. Οι συγκυρίες όμως αλλάζουν.