Του Κώστα Μήλα*
Η ελληνική κυβέρνηση προβλέπει ότι φέτος ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί στο εξαιρετικά φιλόδοξο 2,8%, ενώ το ΔΝΤ την υπολογίζει αρκετά χαμηλότερα, και συγκεκριμένα στο 2,22%.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο, τόσο η κυβέρνηση, όσο και το ΔΝΤ, υπολογίζουν «χωρίς τον ξενοδόχο» ο οποίος, στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάνει με την τιμή του πετρελαίου.
Στο τελευταίο δίμηνο, το πετρέλαιο Brent αυξήθηκε μέχρι και 17%, φτάνοντας κάποια στιγμή, μετά και το αμερικανικό χτύπημα στον Ιρανό στρατηγό Κασέμ Σολειμανί, στα 70 δολάρια το βαρέλι, παρ' ότι τις τελευταίες ημέρες έχει υποχωρήσει κάτω από τα 65 δολάρια.
Στο παρελθόν, και συγκεκριμένα στα μέσα του 1974, η έκρηξη στην τιμή του πετρελαίου είχε οδηγήσει σε έναν αχαλίνωτο πληθωρισμό της τάξης του 26,3%, με αποτέλεσμα οι πραγματικοί μισθοί (μισθοί μείον πληθωρισμός) να φτάσουν να μειωθούν μέχρι και 7% εκείνη τη χρονιά. Το 1974 το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά περίπου 6,4%.
Αυτό συνέβη ακριβώς λόγω της μεγάλης εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από το εισαγόμενο πετρέλαιο, η αύξηση της τιμής του οποίου, αφενός μεν οδηγεί σε εισαγόμενο πληθωρισμό προκαλώντας μεγάλη ζημιά στην αγοραστική δύναμη του εργατικού εισοδήματος, αφετέρου δε, αυξάνει το κόστος παραγωγής.
Εδώ σημειώνω ότι προ 20-ετίας, είχα εκτιμήσει την συμμετοχή της εισαγόμενης ενέργειας στην ελληνική παραγωγή στο περίπου 40%.
H επιρροή της εισαγόμενης ενέργειας / πετρελαίου είναι σήμερα χαμηλότερη, ωστόσο σίγουρα εξακολουθεί να εγκυμονεί οικονομικούς κινδύνους.
Ας πάρουμε ένα απλό ποσοτικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας στο οποίο η ανάπτυξη επηρεάζεται θετικά από την διεθνή ζήτηση (την οποία προσεγγίζω από την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη) και αρνητικά τόσο από την τιμή του εισαγόμενου πετρελαίου, όσο και από τον δείκτη χρηματοοικονομικού stress της ελληνικής οικονομίας (ο οποίος, βάσει στοιχείων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καταγράφει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα.
Από το μοντέλο αυτό συμπεραίνω ότι οι χρηματοοικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα, όπως και η διεθνής ζήτηση, διαθέτουν πλέον μεγαλύτερο ειδικό βάρος επιρροής στην ελληνική οικονομία απ’ ότι το εισαγόμενο πετρέλαιο.
Όσο λοιπόν οι ελληνικές Τράπεζες προωθούν την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου τους μέσω, για παράδειγμα, του σχεδίου «Ηρακλής» -το οποίο θα συμπιέσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και, συνεπώς, τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο περαιτέρω- τόσο οι ευοίωνες χρηματοοικονομικές εξελίξεις θα λειτουργούν ως αντίβαρο στην αρνητική επιρροή του εισαγόμενου πετρελαίου.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν απειλείται τα μέγιστα το 2020 από τις διακυμάνσεις του μαύρου χρυσού, αρκεί, βεβαίως η κλιμάκωση της κρίσης Ιράν-Αμερικής να μην προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον, δεν διαφαίνεται.
* Ο Κώστας Μήλας, είναι Καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool