Του Δημήτρη Καμπουράκη
Κι όμως, στις 11 χθες το πρωί κάθισα μπροστά στην τηλεόραση και παρακολούθησα την παρέλαση της Θεσσαλονίκης. Αλλόκοτο πράγμα για μένα. Πολύ νεότερος χλεύαζα αυτό το θέαμα και στην συνέχεια μου ήταν αδιάφορο. Χθες το παρακολούθησα με ένα μείγμα συναισθημάτων που δυσκολεύομαι να διερμηνεύσω. Όχι, δεν έχασα τον πολιτικό ορθολογισμό μου, ούτε έγινα ξάφνου εθνικιστής ή μιλιταριστής.
Μπορεί τα χρόνια που περνούν και ο κόσμος που αντί να προχωρά προς τα εμπρός τρέχει ολοταχώς προς τα πίσω, να οδηγούν κάποιους από μας που περάσαμε τη ζωή μας μέσα σε ατράνταχτες βεβαιότητες να ξαναβλέπουμε τα πράγματα με καινούρια ματιά. Ο Κωστής Παπαγιώργης είχε γράψει κάποτε ότι ο άντρας στα πενήντα του, ένα πρωί που ξυρίζεται βλέπει ξαφνικά στον καθρέφτη τον πατέρα του. Δεν τον πίστεψα τότε που τον διάβασα, αλλά τελικά είχε δίκιο. Κι ο πατέρας μου, μαζί με όλη την γενιά του, παρακολουθούσε την παρέλαση κάποτε, την θαύμαζε δίχως να είναι εθνικιστής ή μιλιταριστής.
Η δική μου γενιά (αυτή της μεταπολίτευσης) καθώς και η προηγούμενη του πολυτεχνείου, αμφισβήτησαν ιδεολογικά και αισθητικά τον θεσμό των παρελάσεων. Όχι αναίτια, καθώς η χούντα και η προδικτατορική ηγεσία της χώρας χρησιμοποίησαν κατά κόρον τα εθνικά σύμβολα ως μέσα πολιτικής επιβολής τους. Υπερέβαλαν αυτοί, στο απέναντι άκρο που ήταν η υπερβολική αμφισβήτηση καταλήξαμε κι εμείς. Στο όνομα των άσχημων αναμνήσεων μιας μερίδας των πατεράδων μας που μόλις άκουγαν εμβατήρια στο ραδιόφωνο ετοίμαζαν τα μπογαλάκια τους για τα ξερονήσια, φθάσαμε γρήγορα στο σημείο να προγράψουμε τα ίδια τα εθνικά σύμβολα, που στο κάτω-κάτω δεν έφταιγαν τίποτα.
Η επόμενη από μας γενιά, αυτή της ευμάρειας και της αστακομακαρονάδας, ζώντας μέσα σε μια ψευδαίσθηση οικονομικής και εθνικής ασφάλειας, δεν αμφισβήτησε ιδεολογικά τις εθνικές εκδηλώσεις (δεν ασχολιόταν καν με τέτοιες αναζητήσεις) αλλά τις κορόιδεψε με την ευκολία του καλοπερασμένου. Δεν αμφισβήτησε το αψεγάδιαστο βήμα του στρατιωτικού λόχου ως τρόπο ζωής και σκέψης (όπως έκαναν οι προηγούμενοι της), αλλά ως αχρείαστη επίδειξη μιας πειθαρχίας που δεν συμβάδιζε πλέον με την ανεμελιά και τον πλούτο μας. Το (εύκολο) χρήμα τα αγόραζε όλα, ένας από μηχανής ευεργέτης Έλληνας θεός εργαζόταν σε όλα τα μέτωπα στην θέση ημών των χαβαλέδων.
Ο συνδυασμός αυτών δύο αντιλήψεων που κυριάρχησαν στην χώρα για πάνω από τριάντα χρόνια έφερε τους δεκαπεντάχρονους παραστάτες να μουντζώνουν τους επισήμους το 2010 κι έφθασε στο κρεσέντο του με την διάλυση της παρέλασης το 2011 από ένα όχλο οργανωμένων αγαναχτισμένων. Η άνοδος στην εξουσία των αγαναχτισμένων και το στρογγυλοκάθισμα τους στις πολυθρόνες των επισήμων, σήμανε την έναρξη υποχώρησης αυτών των απόψεων. Το τέλος των ψευδαισθήσεων σήμανε και την νέα ακμή των αμφισβητούμενων εθνικών εκδηλώσεων.
Τώρα λοιπόν που μέσα σε μια δεκαετία είδαμε τον πλούτο μας να γίνεται φτώχεια, την Ευρώπη να μην μας εγγυάται (εμπράκτως) κανένα σύνορο, τον Τούρκο να ξαναγίνεται επίφοβος σουλτάνος και τους Σκοπιανούς να παίρνουν τη βούλα του Μακεδόνα, βλέπουμε κατάματα πια την ανάγκη να ξανασκεφτούμε τι είναι και πως πρέπει να συμβολίζεται ο πατριωτισμός που θα εγγυηθεί την επιβίωση μας μέσα στις καινούριες συνθήκες. Οπότε κάθομαι στην τηλεόραση και βλέπω παρέλαση, μπας και βρω το νήμα της σκέψης μου. Δίχως ν' αλλάξω όλα όσα πίστευα, αλλά και δίχως να μένω ακίνητος σ' όλα εκείνα. Χρειάζομαι επειγόντως ένα νέο μείγμα…