Και από τη σύμπτυξη πέντε κομμάτων, μικρών και άλλοτε μεγάλων, γεννήθηκε χτες το ένα που δηλώνει ότι εκπροσωπεί την Κεντροαριστερά στην Ελλάδα. Καλώς. Μένει να μας δηλώσει και ποια ακριβώς είναι η ιδεολογία, το πολιτικό πιστεύω και ποιο το πολιτικό πρόγραμμα. Επειδή, από την ιδρυτική συγκέντρωση δεν ακούσαμε τίποτε περισσότερο από ευχολόγια, μεγαλοστομίες και τετριμμένα συνθήματα. Α! Και τα ίδια παλιά, φθαρμένα πρόσωπα. Και δεν ακούσαμε ούτε μία συγνώμη!
Στην πολιτική, όπως και στην οικοδομή δεν μπορείς να χτίσεις στέρεο οικοδόμημα από παλιά φθαρμένα υλικά. Κατ αρχήν δεν πουλάει. Δεύτερον δεν αντέχει.
Και μόνο η ενεργός παρουσία δύο πρώην πρωθυπουργών, που απαξίωσαν το όνομα και την υπόσταση του κραταιού ΠΑΣΟΚ και το μετέτρεψαν σε κομματάκι του 6% θα αρκούσε για συνταγή αποτυχίας. Όχι κατ ανάγκη εκλογικής. Αποτυχίας πολιτικής. Αποτυχία σε ενδεχόμενη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο μεν κ Σημίτης κατατροπώθηκε εκλογικά από τη δυσωδία των σκανδάλων επί πρωθυπουργίας του, για τα οποία δεν αισθάνθηκε ούτε στιγμή την υποχρέωση απέναντι στο λαό και το κόμμα του να ζητήσει συγνώμη, ακόμα και αν δεν συμμετείχε σ αυτά. Ποια είναι η ευθύνη του πρωθυπουργού αν όχι η ευθύνη της λειτουργίας της κυβέρνησής του;
Ο κ Σημίτης ακόμα και σήμερα συμπεριφέρεται σαν να ήταν άλλος από την κυβέρνησή του! Ένας άμωμος εν μέσω ληστών και καταχραστών. Ένας ανεύθυνος για τους υπουργούς του. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ο τρόπος που πρωθυπούργευσε που έδωσε το δικαίωμα σε τόσους πολλούς να ορμήξουν σε τόσα πολλά. Αυτό, ο κατά τα άλλα εύθικτος κύριος Σημίτης δεν είχε ποτέ την ευθιξία να το αισθανθεί.
Ο δεύτερος, κ Γ.Α Παπανδρέου, αφού έβαλε τη χώρα σε τροχιά καταστροφής με την ένταξή της σε επιτήρηση, αντί να ακολουθήσει σφιχτή δημοσιονομική πολιτική αμέσως μόλις εκλέχτηκε, ψήφισε την κατάργησή της χώρας από τον πίνακα των χωρών με εθνική κυριαρχία, όπως πρόβλεπε το Μνημόνιο 1, το οποίο αναπαράγεται σε όλα τα επόμενα ως προς τα βασικά εδάφια.
Επιπλέον, επέτρεψε έναν αχταρμά ασυνεννοησίας και βιλαετίων ανάμεσα στους υπουργούς του, ενώ εκείνος στήριζε τη διακυβέρνηση τη χώρας σε ένα στενό οικογενειακό κογκλάβιο! Η ακυβερνησία ήταν προφανής και ο γολγοθάς των άγριων περικοπών σε μισθούς, συντάξεις, με άνοδο της ανεργίας και ύφεση πρωτοφανής για τους κατοίκους.
Ο άνθρωπος που έχει δηλώσει, και δικαίως, ότι δεν ήθελε να γίνει πρωθυπουργός, αλλά καθηγητής πανεπιστημίου, εμφανίζεται πάλι στο πολιτικό προσκήνιο λες και ένα «αόρατο» οικογενειακό χέρι τον υποχρεώνει.
Οι άλλοτε υπουργοί και πρόεδροι του ΠΑΣΟΚ που αποτελούν το βαρύ πυροβολικό του νέου, πενταμελούς, κόμματος της κεντροαριστεράς με το όνομα Δημοκρατική Συμπαράταξη, έχουν στην πλάτη τους το πιο σημαντικό στοιχείο: Απέτυχαν να βελτιώσουν τη ζωή των πολιτών, απέτυχαν να εμπνεύσουν την εμπιστοσύνη τους για το μέλλον, απέτυχαν στα υπουργικά τους καθήκοντα.
Επιπλέον, βαρύνονται με το γεγονός ότι αρνούμενοι να εφαρμόσουν πολιτικές για την εξυγίανση του άρρωστου κρατικού μηχανισμού, εφάρμοσαν κι από πάνω πολιτικές παραπέρα εξόντωσης εισοδημάτων, επιχειρήσεων, εργαζόμενων, και απαξίωσης του πλούτου της χώρας.
Το πιο σημαντικό: Απαξίωσαν στη συνείδηση του πολίτη κάθε φιλολαϊκότητα που είχε ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του το ΠΑΣΟΚ. Έγιναν κι αυτοί για τους πολίτες εχθροί του λαού.
Ξόδεψα 500 λέξεις για όλα αυτά επειδή τα κόμματα παγκοσμίως έχουν δύο κύρια ατού: Την ιδεολογία τους και τα πρόσωπα. Η νέα Δημοκρατική Συμπαράταξη δεν έχει να προσθέσει τίποτε σε κανένα από τα δύο χαρακτηριστικά.
Τα πρόσωπα, από τα οποία απαρτίζεται είναι πολιτικώς ευνουχισμένα. Καθένας που έχει αποτύχει να προσθέσει στη χώρα υπουργεύοντας δεν θα μπορεί να επιχειρηματολογήσει πουθενά. Σε μία Έλλάδα που έχει τεράστια ανάγκη από άφθαρτες πολιτικές παρουσίες. Ο αυτόματος συνειρμός κάθε πολίτη και κάθε πολιτικού αντίπαλου θα είναι «σε είδαμε κι εσένα τι έκανες».
Επειδή, όμως, η χώρα έχει κατέβει στην πολιτική απολιτισιά με τις προσωποπαγείς πολιτικές και με την απουσία σαφών ιδεολογιών των κομμάτων και σαφών πολιτικών προγραμμάτων, ένα ακόμα συνονθύλευμα πολιτικών προσώπων με την αοριστία «Κεντροαριστερά» δεν έχει να προσφέρει τίποτε στο λαό.
Ένα τέτοιο συνονθύλευμα, χωρίς σαφές ιδεολογικό και πολιτικό πρόγραμμα είναι πέρα από σαφές πως το μόνο που έρχεται να κάνει είναι μια ακόμα διαχείριση της ίδιας πολιτικής που ακολουθεί ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ και που ακολουθούσαν τα μέλη του ΠΑΣΟΚ και της κυβερνητικής ΔΗΜΑΡ προηγουμένως.
Ποια είναι η διαφορά; Εμείς, λένε, δεν είμαστε τόσο ψεύτες και τόσο ανίκανοι όσο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Μπορεί μέχρι ένα σημείο να έχουν δίκιο ως προς το δεύτερο. Γιατί ως προς το πρώτο δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε σε ποιόν από τα δύο πολιτικά μορφώματα να δώσουμε το χρυσό μετάλλιο της ψευτιάς.
Αυτά τα χαρακτηριστικά που λένε ότι διαφοροποιούν την υπάρχουσα κατάσταση από την υποσχεμένη δεν αρκούν. Οι πολίτες έχουν ανάγκη να ξέρουν τι ακριβώς πιστεύεις κι τι θα κάνεις. Πιο πολύ κι από τους πολίτες το έχει ανάγκη η ίδια η διακυβέρνηση:
Ποια οικονομική πολιτική θα ακολουθήσεις, ποια ασφαλιστική πολιτική θα εφαρμόσεις, ποιο είναι το πρόγραμμά σου για τους εργαζόμενους, τους επιχειρηματίες, τη σχέση εισοδημάτων- φόρων, τη σχέση ασφάλειας- ελευθερίας, τη σχέση εργοδότη- εργάτη, την πολιτική για την Παιδεία, για την Υγεία, για τη Γεωργία, την εξωτερική πολιτική (χωρίς έξω οι βάσεις που έμειναν).
Όλα αυτά, και άλλα πολλά, είναι το στίγμα, η σαφής υπόσχεση ενός κόμματος στους πολίτες για να διεκδικήσει όχι απλώς την ψήφο τους. Να διεκδικήσει το καθήκον μιας ΣΟΒΑΡΗΣ διακυβέρνησης. Αλλιώς είναι μία από τα ίδια.
Ο λαός έχει φτάσει στο αμήν με το μία από τα ίδια Και τα έχει δοκιμάσει όλα τα ίδια αρκετές φορές από το 1974 και μία φορά το 2015. Στην κυριολεξία και μεταφορικά «τα έχει δει όλα».
Οι ομιλίες, οι παρουσίες και οι τοποθετήσεις στην ίδρυση της νέας Δημοκρατικής Συμπαράταξης μας λένε σαφώς ένα πράγμα: Έγινε μια συγκόλληση για να μην καλύψει το κενό του κέντρου ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για να καλυφθεί το εκλογικό κενό σε μια ενδεχόμενη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Κοινώς, να μετρήσουμε ψήφους για να' ρθουμε μια μέρα πάλι στην εξουσία. Θεμιτό. Αλλά…
Αλλά, δεν είναι αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος. Ο τόπος έχει ανάγκη από ανθρώπους και κόμματα με σαφή προσανατολισμό. Οι ΟΦΑ και τα φλού τον έχουν καταστρέψει. Και το πολιτικό σκηνικό σε επίπεδο δυνάμεων εξουσίας είναι περίπου σαφές.
Από τη μία πλευρά είναι η ΝΔ, η οποία εκπροσωπεί τη συντηρητική παράταξη, με την αντίστοιχη πολιτική σε όλους τους τομείς, συμφωνεί- δε συμφωνεί κανείς μαζί της. Η πολιτική της είναι εκφρασμένη σε όλους τους τόνους. Λίγο πιο φιλελεύθερη αλλού, λίγο πιο νεοφιλελεύθερη αλλού, δεν κάνει διαφορά. Είναι σαφής. Καθένας που την ψηφίζει ξέρει τι πιστεύει και τι να περιμένει.
Από την άλλη πλευρά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εκπροσωπεί τη μαρξιστική κομμουνιστική αριστερά στη μορφή που την καταλαβαίνουν τα στελέχη του. Στρεβλή- ξεστρευλή, αυτή είναι. Η πολιτική του είναι «τα κάνω όλα αρκεί να μη χάσω την εξουσία, γιατί ονειρεύομαι κρατώντας την να εφαρμόσω μια μέρα την κομμουνιστική πολιτική μου». Πώς θα εφαρμόσει μια μέρα πολιτική σπέρνοντας ερείπια είναι δικό του πρόβλημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σταματάει σε κάθε ευκαιρία να το θυμίζει στο λαό. Είναι ξεκάθαρος.
Μεταξύ της παραδοσιακής παράταξης και της κομμουνιστικής αριστεράς ορφανεύει ένας πολιτικός ιδεολογικός χώρος: Η σοσιαλδημοκρατία. Με σαφείς πολιτικές, ιδεολογία, στόχους, προγράμματα. Και δεν ορφανεύει μόνο στη χώρα. Ορφανεύει και στα μυαλά των πολιτικών που την επικαλούνται, αλλά δεν την προωθούν. Όπως θα' λεγε και ο παππούς Γ. Παπανδρέου «μας ερωτεύονται αλλά δεν μας παντρεύονται».
Η σοσιαλδημοκρατία, λοιπόν, που θα ήταν το μόνο αξιόμαχο και σοβαρό αντίπαλο δέος στη χαοτική μαρξιστική αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία και θα ξανάστελνε στο 3% του διανοουμενίστικου ομίλου προβληματισμού, απουσιάζει εντελώς από τη νέα Δημοκρατική Συμπαράταξη. Η οποία θέλει να είναι η συνέχεια ενός πανελλήνιου σοσιαλιστικού κινήματος παρ όλο που τα στελέχη της ευτέλισαν και το σοσιαλιστικό και το κίνημα.
Αλλά, το κυριότερο που απουσιάζει δεν είναι αυτό. Απουσιάζει αυτό που χρωστάει το κίνημα και τα στελέχη του και κυρίως οι δυο πρώην πρωθυπουργοί που καμάρωναν χαμογελαστοί σαν αθώες περιστερές αυτές τις μέρες στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας: Ένα ΣΥΓΝΩΜΗ στο λαό. Ένα ΣΥΓΝΩΜΗ που απαξίωσαν κι αυτοί την πολιτική και τον κοινοβουλευτισμό, όπως όλες οι εδώ και δεκαετίες κυβερνήσεις. Και ένα ΣΥΓΝΩΜΗ που απαξίωσαν μια ιδεολογία.
Γ. Παπαδόπουλος- Τετράδης