Της Σοφίας Βούλτεψη*
Ένα ερώτημα πλανάται αυτές τις μέρες στη χώρα: Με δέκα μονάδες στο κεφάλι ο μοναδικός καημός του Τσίπρα ήταν ο διορισμός ανώτατων δικαστικών; Πριν από τη λήξη της θητείας των προκατόχων τους και ενώ έχει επίσημα ανακοινωθεί η διενέργεια εκλογών; Αν δεν πρόκειται περί συλλογικής παραφροσύνης, τότε μάλλον ο Τσίπρας το έχει μετανιώσει και αντανακλαστικά στρέφεται κατά του πιο «αγαπημένου» στόχου του.
Ασπίδα για τη Δημοκρατία και καταφύγιο των αδυνάμων, η Δικαιοσύνη βρισκόταν πάντοτε στο στόχαστρο των καθεστώτων. Ήταν 21 Ιουνίου του 1969 όταν ο Παττακός είχε πει σε δύο συμβούλους της Επικρατείας πως το καθεστώς το οποίο εκπροσωπεί είναι «Επανάστασις» και «κόβει κεφάλια»! Και ήταν Αύγουστος του 2017 όταν ο Μαδούρο καθαίρεσε την γενική εισαγγελέα Λουίσα Ορτέγκα, επειδή κατήγγειλε αδικήματα κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας.
Την Τρίτη, 30 Ιουνίου 2015, έληγε η θητεία, λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, των προέδρων του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και δώδεκα αντιπροέδρων των ανωτάτων αυτών Δικαστηρίων. Την προηγούμενη Παρασκευή είχε προκηρυχθεί το (γελοίο) δημοψήφισμα και μια μέρα νωρίτερα είχαν κληθεί εσπευσμένα στη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής, προς ακρόαση, οι δικαστές του Αρείου Πάγου.
Μεταμεσονύκτιος διορισμός
Στις 29 Ιουνίου, πριν δηλαδή την ημερομηνία λήξης της θητείας, στις… τρεις μετά τα μεσάνυχτα, συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο και προχώρησε στην επιλογή μόνο του προέδρου του Αρείου Πάγου, της κ. Θάνου δηλαδή, τέταρτης κατά σειρά αρχαιότητας αντιπροέδρου. Και άφησαν όλες τις άλλες θέσεις κενές μέχρι τον Οκτώβριο – με αποτέλεσμα να μην υπάρχει άλλος πλην της κ. Θάνου για να αναλάβει υπηρεσιακή πρωθυπουργός στις 27 Αυγούστου 2015. Δυο χρόνια αργότερα, η κ. Θάνου θα διοριζόταν σύμβουλος του κ. Τσίπρα, δέκα μόλις μέρες μετά τη λήξη της θητείας της στον Άρειο Πάγο.
Από ανθρώπους που διορίζουν πρόεδρο του Αρείου Πάγου στις δύο τα ξημερώματα και αφήνουν ακέφαλα Συμβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο, όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς.
Και αρχίζει ο κατήφορος:
Υπουργοί και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν σταματούν να επιτίθενται στη Δικαιοσύνη. Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης φθάνει στο σημείο να μιλήσει στη βουλή για «δικαστικά πραξικοπήματα».
Στις 13 Δεκεμβρίου 2015, μετά την γενική της συνέλευση, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εκδίδει ψήφισμα στο οποίο, μεταξύ των άλλων, εκφράζει τον προβληματισμό των εισαγγελικών λειτουργών για «το φαινόμενο επανειλημμένων, ατεκμηρίωτων και αόριστων δημόσιων δηλώσεων φορέων της εκτελεστικής λειτουργίας, οι οποίες δημιουργούν την εντύπωση ότι η Δικαιοσύνη, είτε δεν λειτουργεί στο καθεστώς νομιμότητας και αυτονομίας που της επιφυλάσσει το Σύνταγμα ή ότι δεν λειτουργούσε έτσι, μέχρι πρόσφατα».
Και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη μιλά για «νομοθετικές παρεμβάσεις, παρεμβάσεις στη διοίκηση της Δικαιοσύνης, απειλές κατά δικαστών, εύνοια υπέρ συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών, δημόσιες δηλώσεις για τον τρόπο χειρισμού ορισμένων υποθέσεων».
Τον Οκτώβριο του 2016, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλος διατάσσει τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου κατά του αντιπροέδρου του ΣτΕ κ. Αθανασίου Ράντου, ο οποίος μετείχε στη σύνθεση της Ολομέλειας του ΣτΕ που έκρινε την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Ήταν μια άθλια υπόθεση υποκλοπής προσωπικών του συνομιλιών και φυσικά ο δικαστής κρίθηκε αθώος από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, όπου η κ. Θάνου είχε πρωτοστατήσει, καθώς η κυβέρνηση είχε φροντίσει να της δώσει και πειθαρχικές αρμοδιότητες.
Εκείνον τον Οκτώβριο του 2016 το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες. Ο Γ.Γ Ενημέρωσης και Επικοινωνίας κ. Λ. Κρέτσος δηλώνει πως οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν να είναι «δεσμευτικές αλλά όχι και σεβαστές». Το Γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού παρομοιάζει τους δικαστικούς λειτουργούς με παρακράτος. Η κυβερνητική εκπροσώπος κ. Γεροβασίλη, κατηγορεί το ΣτΕ ότι με την απόφασή του αυτή στερεί νοσηλευτές από τα νοσοκομεία και πόρους για τους παιδικούς σταθμούς. Η εφημερίδα «Αυγή», κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο «Ευτυχώς, δεν κυβερνούν οι δικαστές». Ο αναπληρωτής Υπουργός Υγείας Π. Πολάκης κάνει λόγο για «δικαστικό πραξικόπημα».
Τον Μάρτιο του 2017 η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς της Εισαγγελίας Αθηνών κ. Ε. Ράικου υποβάλλει την παραίτησή της καταγγέλλοντας στοχοποίησή της από φιλοκυβερνητική εφημερίδα. Κάνει λόγο για «παράκεντρα εξουσίας και διαφθοράς» που στόχο έχουν τη συγκάλυψη διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει, «την έντονη ανησυχία της για το καθημερινό πλέον φαινόμενο της απόπειρας αναχαίτισης του έργου των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών».
«Νταβατζήδες» και «θεσμικά εμπόδια»
Στις 30 Ιουνίου 2017, κατά την επίσκεψή του στο υπουργείο Υγείας, κ. Τσίπρας αποκαλεί δημόσια τη Δικαιοσύνη «θεσμικό εμπόδιο». Είχε προηγηθεί άλλη μια επίθεση Πολάκη στη Δικαιοσύνη (την χαρακτήρισε «προστασία του κάθε νταβατζή») και η Ένωση Δικαστών είχε χαρακτηρίσει την κριτική του «αστοιχείωτη». Ο δε Τσίπρας, κοιτάζοντας προς τον Πολάκη και γελώντας με νόημα, είχε φθάσει στο σημείο να πει: «Εμείς οι αστοιχείωτοι καταφέρνουμε και ξεπερνάμε πολλές φορές, ακόμα και θεσμικά εμπόδια, αυτών που έχουν ιδιαίτερη στοιχείωση και να μας στήνουν τέτοια εμπόδια, θα τα ξεπερνάμε».
Τον Δεκέμβριο του 2017, σε ψήφισμά της, η Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων επαναδιατυπώνει «την πάγια θέση του Δικαστικού Σώματος ότι η αποφυγή θεσμικών συγκρούσεων και συστηματικών επιθέσεων στους δικαστικούς λειτουργούς είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του Πολιτεύματος».
Τον ίδιο μήνα, με δικό της ψήφισμα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος τονίζει ότι «η άσκηση δημόσιας κριτικής σε δικαστικές αποφάσεις, όταν αποσκοπεί στη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης, δεν προάγει τις αρχές του κράτους δικαίου και καταδεικνύει μία Δημοκρατία που νοσεί».
Φυσικά, και οι επιθέσεις στη Δικαιοσύνη συνεχίστηκαν και οι Ενώσεις Δικαστών και Εισαγγελέων συνέχισαν να εκδίδουν ανακοινώσεις.
Εμφύλιος στη Δικαιοσύνη
Ακολούθησαν πρωτοφανείς καταστάσεις: Ανώτερη Εισαγγελική λειτουργός μηνύει τον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης για ευθεία παρέμβαση στο έργο της, πρόεδρος του Αρείου Πάγου μηνύεται για απόπειρα εκβίασης και δωροληψίας, ο υπουργός Δικαιοσύνης ασκεί πειθαρχικό έλεγχο σε Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου και σε άλλους τέσσερις ανώτατους Εισαγγελικούς λειτουργούς, σε συνέχεια αναφοράς έτερου Εισαγγελικού λειτουργού.
Ένας πραγματικός εμφύλιος στη Δικαιοσύνη που κορυφώθηκε με την υπόθεση Νοβάρτις, όταν, στις 20 Οκτωβρίου 2018, κύκλοι της επί χρόνια εισαγγελέως διαφθοράς Ελένης Ράικου καταγγέλλουν τον «Ρασπούτιν» που «εκμεταλλευόμενος την πολιτική του ισχύ, με ύφος «νταβατζή» επιχείρησε να της υποδείξει πώς πρέπει να διεκπεραιωθούν συγκεκριμένες κρίσιμες υποθέσεις απαιτώντας άλλες φορές να προβεί άμεσα στην άσκηση ποινικής δίωξης και όταν η ίδια αντέτεινε ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις νόμιμης άσκησης τους, αυτός επιτακτικά και με αφόρητη πίεση έλεγε: «άσκησε την και ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν». Και σε άλλες περιπτώσεις προσώπων που ήθελε να εξυπηρετήσει απαιτούσε και πάλι επιτακτικά την εδώ και τώρα αρχειοθέτηση των εν λόγω δικογραφιών. Η συνέχεια θα αποκαλύψει πράγματα που ξεπερνούν τη φαντασία του μέσου ανθρώπου»!
Στις 7 Νοεμβρίου 2018, η εισαγγελέας Ελένη Ράικου θα κατέθετε στο Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, αγωγή κακοδικίας κατά της συναδέλφου της Ελένης Τουλουπάκη, η οποία την διαδέχθηκε στην Εισαγγελία Διαφθοράς, επικαλούμενη παραβίαση της μυστικότητας της ανάκρισης, παραβίαση προσωπικών δεδομένων και προσβολή προσωπικότητας, σχετικά με την υπόθεση της Novartis.
Σε αυτήν την πρωτοφανή κατάσταση περιήλθε η Δικαιοσύνη επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στη λογική του «άσκησε την δίωξη και ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν».
Διότι, «το καθεστώς είναι Επανάστασις και κόβει κεφάλια»!
Και όταν το καθεστώς είναι «Επανάστασις», οι «λειτουργοί» του επιτίθενται στον Τύπο, αποδίδοντας κάθε κριτική στους «εχθρούς του λαού» και στα «συμφέροντα», καταργούν όλες τις ανεξάρτητες αρχές, νομοθετούν τον έλεγχο της ενημέρωσης, επιτίθενται στη Δικαιοσύνη και την απαξιώνουν, θεωρούν «θεσμικά εμπόδια» τις δικαστικές αποφάσεις, ευτελίζουν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Μια ιστορία από τα παλιά
Στις 28 Μαΐου του 1968, η δικτατορία των συνταγματαρχών απέλυσε από το δικαστικό σώμα τριάντα δικαστές, εκδίδοντας την πρωτοφανή και διαβόητη πλέον ΚΔ΄ Συντακτική Πράξη «Περί Εξυγιάνσεως της Τακτικής Δικαιοσύνης».
Με αυτήν, η χούντα έφθασε στο σημείο να αναστείλει το άρθρο 88 του Συντάγματος του 1952 περί ισοβιότητος και μονιμότητος των λειτουργών της Τακτικής Δικαιοσύνης.
Αναφερόταν μάλιστα ότι επί των συγκεκριμένων απολύσεων «δεν χωρεί προσφυγή ή αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ουδ' αγωγή επί αποζημιώσει ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων».
Άλλωστε, ήδη από την 24η Μαΐου 1967, είχε εκδοθεί η Δ΄ Συντακτική Πράξη, με την οποία απαγορευόταν η άσκηση ενώπιον του ΣτΕ προσφυγών κατά κάθε πράξης της Διοίκησης.
Οι τριάντα δικαστές, μεταξύ των οποίων και ο κατοπινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης, απολύθηκαν εντός τριών ημερών.
Παρά τα απαγορευτικά της χούντας, υπέβαλαν τις προσφυγές τους, ζητώντας να ακυρωθούν οι απολύσεις τους.
Οι προσφυγές έφθασαν προς συζήτηση στο ΣτΕ τον Ιούνιο του 1969. Πρόεδρος ήταν ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μιχαήλ Στασινόπουλος.
Την 21η Ιουνίου 1969, την ώρα που το ΣτΕ βρισκόταν σε διάσκεψη, ο Παττακός τηλεφώνησε απαιτώντας την διακοπή της συνεδρίασης, ώστε να μεταβούν στο γραφείο του δύο εκ των συμβούλων.
Μετά από μια αρχική άρνηση – και καθώς ο Παττακός τηλεφωνούσε και ξανατηλεφωνούσε – βρήκαν μια αφορμή να διακόψουν και οι δύο σύμβουλοι (Μαραγγόπουλος και Αγγελίδης), βρέθηκαν στο γραφείο του Παττακού.
Και αυτός τους εξήγησε πως… επιβάλλεται το ΣτΕ, σε δίκες που ενδιαφέρουν την κυβέρνηση «να συνεργάζεται μετ' αυτής κατά την έκδοσιν των αποφάσεων»!
Οι κληθέντες σύμβουλοι του απάντησαν πως αυτά είναι πρωτοφανή πράγματα και του εξήγησαν πως θα παρέβαιναν τον όρκο τους αν αυτοί που είχαν αναλάβει τον έλεγχο πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, δέχονταν εντολές ακριβώς από εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας.
Τότε ήταν που ο Παττάκος τους είπε πως το καθεστώς το οποίο εκπροσωπεί είναι «Επανάστασις» και «κόβει κεφάλια»!
Αμέσως μετά, το ΣτΕ επανήλθε στη συνεδρίασή του και την ίδια ημέρα ακύρωσε τις απολύσεις των δικαστικών. Το στρατιωτικό καθεστώς αρνήθηκε να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ.
Και όπως ήταν αναμενόμενο, η χούντα εκδίωξε τον Στασινόπουλο, εξύβρισε ολόκληρο το ΣτΕ και πολλοί σύμβουλοι, αφού τους αφαιρέθηκαν τα διαβατήρια, εκτοπίστηκαν σε απομακρυσμένα χωριά.
Εκείνες οι ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ αποτέλεσαν μια από τις γενναιότερες αντιδικτατορικές πράξεις αντίστασης, μνημεία υπεράσπισης της Δημοκρατίας και των αξιών της και έμειναν στην Ιστορία του αντιδικτατορικού αγώνα.
Με αυτές, οι γενναίοι σύμβουλοι της Επικρατείας, έδωσαν τη μάχη για το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου στην υπεράσπιση.
Ακολούθησαν και άλλες ηρωικές αποφάσεις, που εξόργισαν τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, ο οποίος στις 26 Ιουνίου επετέθη στο ΣτΕ και κάλεσε τον Στασινόπουλο να παραιτηθεί.
Εκείνος αρνήθηκε να υποβάλει παραίτηση. Αρνήθηκε ακόμη και να προσέλθει στο γραφείο του Παττακού, ο οποίος απείλησε να τον συλλάβει. Στις 27 Ιουνίου εκδόθηκε ΦΕΚ με το οποίο γινόταν αποδεκτή η παραίτηση που ο ίδιος ουδέποτε είχε υποβάλει!
Ο Στασινόπουλος ετέθη σε κατ' οίκον περιορισμό, του έκοψαν το τηλέφωνο και του απαγορεύθηκε η αλληλογραφία, ενώ το στρατιωτικό καθεστώς αρνήθηκε να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ.
Από τη σαρακοφαγωμένη έδρα…
Το ΣτΕ συνέχισε την αντίσταση και με τη νέα του σύνθεση, καθώς το θέμα των απολυμένων δικαστικών είχε και συνέχεια. Ένας από αυτούς, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Γ. Ξενάκης, υπέπεσε στην Κρήτη σε μια τροχαία παράβαση. Ήταν Οκτώβριος του 1970.
Η υπόθεση εισήχθη στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Χανίων. Και ο Πρόεδρος εκείνου του δικαστηρίου χαρακτήρισε τον Ξενάκη ως εν ενεργεία εισαγγελέα. Και έκρινε πως αρμόδιο για να αποφασίσει ήταν το Τριμελές και όχι το Μονομελές.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σόλων Γρηγοριάδης (Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας), «εκείνος ο ταπεινός, άσημος, αλλά ατρόμητος δικαστής, διακήρυξε από τη σαρακοφαγωμένη έδρα ενός επαρχιακού δικαστηρίου ότι οι ακυρωθείσες αποφάσεις του ΣτΕ είναι πάντα έγκυρες».
Η υπόθεση έφθασε στον Άρειο Πάγο. Ο οποίος, στις 26 Νοεμβρίου 1970 αποφάνθηκε πως η απόλυση των δικαστικών ήταν νόμιμη.
Ο «πόλεμος» ανάμεσα στα δύο ανώτατα δικαστήρια συνεχίστηκε.
Στα τέλη του 1970, η Ολομέλεια του Συμβουλίου εξέδιδε απόφαση σύμφωνα με την οποία το ΣτΕ διατηρεί τη δικαιοδοσία να κρίνει και να ακυρώνει διοικητικές πράξεις που ενεργούνται βάσει συντακτικών πράξεων.
Και πάλι το δικτατορικό καθεστώς αγνόησε την απόφαση του ΣτΕ.
Στις 22 Απριλίου 1970, το ΣτΕ ακύρωσε απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών με την οποία δεν χορηγήθηκε διαβατήριο σε έναν καθηγητή Ανώτατης Σχολής, ως αναιτιολόγητη.
Την επομένη, ο Παττακός έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η Διοίκησις εις τα πλαίσια του κοινού συμφέροντος οφείλει και υποχρεούται όπως λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα. Αι εις εφαρμογήν των μέτρων τούτων αποφάσεις της Διοικήσεως δέον να είναι σεβασταί από πάντα Έλληνα, συνεπώς και από τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας»…
*Η Σοφία Βούλτεψη είναι βουλευτής Β'' Αθηνών (Νότιος Τομέας), πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητική εκπρόσωπος, δημοσιογράφος