Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Ευρισκόμενη σε αγωνία να κατασκευάσει ένα ελκυστικό πολιτικό αφήγημα για τις επόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν, η κυβέρνηση παγιδεύεται – και παγιδεύει τη χώρα – σε μια ακόμη επικίνδυνη αυταπάτη.
Το νέο αφήγημα της κυβέρνησης, που έρχεται να πάρει τη θέση των εξωπραγματικών προσδοκιών για «σκίσιμο» των μνημονίων με ένα νόμο, ή των υποσχέσεων ότι η αριστερή κυβέρνηση θα έπαιζε τα νταούλια της για να χορεύουν οι αγορές, είναι το αφήγημα της λεγόμενης «καθαρής» εξόδου από το τρίτο μνημόνιο.
Τον Αύγουστο του 2018, κατά το αφήγημα αυτό, με τη λήξη του τρίτου μνημονίου, η Ελλάδα θα δανείζεται αποκλειστικά από την αγορά ομολόγων και η κυβέρνηση θα έχει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας για να ασκήσει τη δική της πολιτική, χωρίς τον ασφυκτικό μανδύα της διεθνούς επιτροπείας.
Η έξοδος από την εποχή των μνημονίων, πάντα κατά το κυβερνητικό αφήγημα, πρέπει να είναι απολύτως «καθαρή», χωρίς την επιβολή οποιασδήποτε πρόσθετης δέσμευσης. Αυτό σημαίνει ότι η Αθήνα δεν συζητεί καν την παροχή μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, όχι μόνο στην «αυστηρή» εκδοχή (γραμμή ECCL, με 12μηνο νέο μνημόνιο), αλλά ούτε καν στην πιο «χαλαρή» (γραμμή PCCL, χωρίς νέο μνημόνιο).
Αυτό το αφήγημα προορίζεται να κλείσει μια μεγάλη πολιτική «πληγή» της σημερινής κυβέρνησης, αφού από το «ατυχές» πρώτο εξάμηνο του 2015 και την υποχρεωτική αποδοχή ενός ακόμη, σκληρού μνημονίου, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πετυχαίνει πια το μείζονα πολιτικό της στόχο, οδηγώντας τη χώρα μακριά από την «καταραμένη» εποχή των μνημονίων.
Ταυτόχρονα, το νέο αφήγημα αποτελεί ένα «κλείσιμο ματιού» στους ψηφοφόρους. Τους αφήνει να φαντάζονται ότι πέρασαν τα «πέτρινα» χρόνια της λιτότητας και των εξωτερικών καταναγκασμών και τώρα μπορούν να περιμένουν ελαφρύνσεις και παροχές, όχι γενικευμένες, αλλά με «ταξικό πρόσημο» – προς τους ασθενέστερους –, δηλαδή συμβατές με την πολιτική ταυτότητα ενός αριστερού κυβερνώντος κόμματος.
Ίσως αυτές οι θεωρίες να «περπατούν» σε πολιτικές συζητήσεις καφενείων και τηλεοπτικών πάνελ, ίσως μάλιστα να έχουν μεγάλη ελκυστικότητα για ένα λαό που υπέστη τα πάνδεινα για οκτώ χρόνια και χρειάζεται ένα αφήγημα που θα επαναφέρει την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Όμως, στον πραγματικό κόσμο της οικονομίας και των αμείλικτων αγορών χρήματος και κεφαλαίου, τέτοιες θεωρίες δεν μπορούν να «περπατήσουν», όχι χωρίς να φέρνουν τη χώρα και πάλι μπροστά σε σοβαρούς κινδύνους διαταραχών της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για τους οποίους ορθώς προειδοποιεί ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας:
1. Η αντίληψη ότι δήθεν τελειώνει τον Αύγουστο η διεθνής επιτροπεία είναι εντελώς εσφαλμένη. Ορθό είναι ότι χαλαρώνει ο κλοιός της εποπτείας από τους επίσημους πιστωτές (ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ΔΝΤ), αλλά τη θέση του επόπτη παίρνουν η αγορά ομολόγων και οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, που θα αξιολογούν σε καθημερινή βάση, με καθαρά τεχνοκρατικά κριτήρια και χωρίς πολιτικές επιρροές, αν οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων αυξάνουν ή μειώνουν το ενδεχόμενο να εξυπηρετηθεί ομαλά το δημόσιο χρέος. Σε κάθε «παραστράτημα», η αγορά θα δείχνει «κίτρινη» κάρτα (αύξηση κόστους δανεισμού), ενώ αν υπάρξει υποψία νέας δημοσιονομικής εκτροπής θα δείξουν την «κόκκινη», αποκλείοντας και πάλι την Ελλάδα από το δανεισμό, όπως ακριβώς έγινε το 2010. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η επιτήρηση θα είναι πολύ αυστηρότερη ΜΕΤΑ το μνημόνιο και οι κυβερνώντες δεν θα πρέπει να ξεχνούν τι έχει δηλώσει πριν 25 χρόνια ο πολιτικός σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον, Τζέιμς Κάρβιλ: «Παλιά σκεφτόμουν ότι, αν υπάρχει μετεμψύχωση, θα ήθελα να ξαναγυρίσω στη ζωή ως πρόεδρος, πάπας ή πρωταθλητής του μπέιζμπολ. Αλλά τώρα θα ήθελα να επιστρέψω ως αγορά ομολόγων. Μπορεί να τρομοκρατεί τους πάντες».
2. Η θεωρία ότι η Ελλάδα μπορεί από τον Αύγουστο να κινηθεί στη διεθνή αγορά ομολόγων χωρίς την παραμικρή υποστήριξη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, με ένα νέο πρόγραμμα προληπτικής χρηματοδοτικής στήριξης, είναι εντελώς εξωπραγματική και επικίνδυνη, κάτι που εύκολα αντιλαμβάνονται όσοι γνωρίζουν τις λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το πρόβλημα της χώρας μετά το μνημόνιο δεν είναι μόνο το αν και πώς θα δανείζεται το Δημόσιο από την αγορά ομολόγων, όπως φαίνεται να νομίζουν οι κυβερνώντες, αλλά και πώς θα λειτουργήσει ομαλά το ταλαιπωρημένο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα μπορεί, βάσει του καταστατικού της να δανείζει τις τράπεζες με κάλυμμα ελληνικά ομόλογα, επειδή η χώρα θα βγει από το μνημόνιο με αξιολόγηση “junk” από τους οίκους και θα χρειασθεί αρκετό καιρό μέχρι να φθάσει την επενδυτική βαθμίδα. Έτσι, ο δανεισμός των τραπεζών θα πρέπει να γίνεται με τον ακριβό μηχανισμό έκτακτης χρηματοδότησης (ELA) και αυτό θα επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην κερδοφορία τους, θέτοντας εν αμφιβόλω την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων και ανοίγοντας εκ νέου τη συζήτηση για υποχρεωτική ανακεφαλαιοποίηση. Επίσης, η Ελλάδα και οι τράπεζες δεν θα επωφεληθούν από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, επειδή η χώρα δεν θα έχει υποστήριξη από τον ΕΜΣ και η αξιολόγηση θα παραμένει στο “junk”. Σε τέτοιες συνθήκες, δηλαδή χωρίς να γνωρίζει η ΕΚΤ ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό την προστασία ενός προγράμματος προληπτικής χρηματοδότησης, η πλήρης έξοδος από τα capital control θα καθυστερήσει εκ νέου, υπονομεύοντας τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ας το πούμε απλά: ο Γιάννης Στουρνάρας, όπως βεβαίως και ο Μάριο Ντράγκι, έχουν απόλυτο δίκαιο όταν λένε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να επιχειρήσει τον Αύγουστο μια «καθαρή» έξοδο από το πρόγραμμα, αλλά να συμφωνήσει μια 12μηνη παράταση της υποστήριξης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με προληπτική χρηματοδότηση.
Αν η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το τρίτο μνημόνιο ως τον Αύγουστο, θα μπορεί μάλιστα να συμφωνήσει για μια «χαλαρή» προληπτική γραμμή (PCCL), χωρίς αυστηρή επιτήρηση, που όμως θα αποτελεί την απαραίτητη εγγύηση για να βαδίσει εκ του ασφαλούς η χώρα -και το τραπεζικό σύστημα…- όσο θα προσπαθεί να «περπατήσει» στις αγορές, έχοντας πολύ χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση (υπολογίζεται ότι θα χρειασθούμε ως το 2020 για να φθάσουμε στην επενδυτική βαθμίδα).
Η σχετική χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που έχει κατακτηθεί με μεγάλους κόπους και θυσίες μετά την «υπερήφανη διαπραγμάτευση» του 2015, είναι ένα αγαθό πολύτιμο για την εθνική οικονομία. Δεν θα πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο, μόνο και μόνο για να κατασκευασθεί ένα απατηλό εκλογικό αφήγημα. Στον κόσμο της οικονομίας, όπως θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί προ πολλού ο σημερινός ένοικος του Μαξίμου, οι αυταπάτες πληρώνονται ακριβά…
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην τραπεζικό στέλεχος.