Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μετά και από το σόου τού faux Καραϊσκάκη, αυτού του καημενούλη με τα μαλλιά και τις μουστάκες, αλλά βέβαια και μετά τις καταθέσεις στον ανακριτή των προγλωσσικών αγελαίων χούλιγκαν που χτύπησαν τον Μπουτάρη τις προάλλες, καταθέσεις που θύμιζαν τον Ντάμπο το Ελεφαντάκι (αν και ο Ντάμπο έκλαιγε μόνο, δεν έβγαζε μυξούλες), όλοι μιλάνε πλέον για τη θρασυδειλία της Χρυσής Αυγής. Όλοι. Ασχέτως της δημοσκοπικής δύναμής της, ή της όποιας δύναμης πυρός που έχει. Όλοι πλέον ομολογούν συζητώντας μεταξύ τους, με χάχανα, πόσο κότες είναι αυτοί οι άνθρωποι. Πόσο κότες λυράτες. Όλοι πλέον έχουν καταλάβει (αν και άργησαν ανεπίτρεπτα, ασύγγνωστα και πολύ αργά — έτσι γίνεται πάντα με τους πολλούς βέβαια, τι να κάνουμε: οι πολλοί αργούν), όλοι, λέω, έχουν πλέον καταλάβει ότι αυτό που κυρίως ενώνει τα μέλη της νεοναζιστικής συμμορίας δεν είναι άλλο από τη δειλία. Τη λιγοψυχία. Την ανανδρία. Όπως οι σαρδέλες στη θάλασσα, που ενώνονται και γίνονται ένα συμπαγές κοπάδι για να μην τις φάνε τα μεγαλύτερα ψάρια.
Άλλωστε, τα τέτοια γκρουπούσκουλα διεθνώς γεννήθηκαν ακριβώς από τον φόβο, από το τρεμούλιασμα του δέρματος, από το χτύπημα των δοντιών μεταξύ τους. Από τον φόβο της σαρδέλας — και από τίποτε άλλο. Ο φασισμός και ο ναζισμός γεννιούνται μέσα σε καρδιές κατουρημένες από τον φόβο.
Όχι μάλιστα από ένα φόβο βασισμένο σε κάτι εξωτερικό — εδώ ξεχωρίζουν οι ναζί από τις σαρδέλες και την αθερίνα. Ποτέ ένας εξωτερικός, ένας πραγματικός φόβος, δεν γέννησε ένα φασίστα και ένα ναζί. Δεν υπάρχει τέτοιο προηγούμενο. Τον φασισμό και τον ναζισμό τούς γεννά ο φόβος από την απελπισία της αποκάλυψης ότι ο εαυτός σου είναι ένα τίποτα, και του τρομερού μίσους που ξεπετιέται αμέσως από αυτόν τον πραγματικό φόβο, και της ανάγκης σου, τότε, να κατασκευάσεις έναν εχθρό για να σου τρώει όλο το μυαλό και όλο τον χρόνο για να μη σε απασχολεί το τίποτα που ανακάλυψες ότι είσαι. Απελπισία που εννιακόσιες ενενήντα εννιά στις χίλιες φορές έχει σεξουαλικό υπόβαθρο, και μία στις χίλιες κάτι άλλο (κάτι γονιδιακό, κάτι με τα ένζυμα, κάτι ίσως στο αίμα). Τον φασισμό και τον ναζισμό τον γεννά η φάση, «Μικρός είδα τον πατέρα μου με τα σώβρακα», ή: «Πώς μπορώ να τα βγάλω πέρα στο ανοιχτό πέλαγος της ζήσης με τόσο μικρό πουλάκι;»
Εν πάση περιπτώσει, όλο αυτό —το ότι οι πάντες πλέον κατάλαβαν— έχει στ' αλήθεια μείζονα σημασία, καθώς πάνω στο ακριβώς αντίθετο έχει στηθεί όλο το επικοινωνιακό μάρκετινγκ της σπείρας. Αυτό που διατυμπανίζουν (και που δεν ισχύει) είναι η δύναμη και το θάρρος τους, η αποφασιστικότητά τους να τα βάλουν με το «κατεστημένο», να χτυπηθούν, να χτυπήσουν, να παίξουν τον Κόναν τον Βάρβαρο. Και να μας «σώσουν». Ε, δεν μπορούν. Μπορούν μόνο είτε να μυξοκλαίνε, είτε να το βάζουν στα πόδια.
Και η ανθρωπότητα μισεί όποιον το βάζει στα πόδια. Μισεί όποιον, μπροστά στα ζόρια, μυξοκλαίει.
Ω ναι, μπορούν και άλλα πράγματα: να μαζεύονται δέκα-δέκα για να τα βάλουν με έναν, επί παραδείγματι, να σούρνονται στο σκοτάδι (οι περισσότεροι δουλεύουν στη νύχτα, άλλωστε) και να βιαιοπραγούν όταν οι πραγματικοί άνθρωποι κοιμούνται, να απειλούν κρυμμένοι πίσω από ψευδώνυμα και με κλεμμένες φωτογραφίες αντί για τη μούρη τους κ.ο.κ.
Αλλά και αυτά τα μισεί η ανθρωπότητα.
Παρ' όλα αυτά όμως, παρόλο που ο φασισμός γεννιέται από τον φόβο (και από την ανομολόγητη λαχτάρα) του πέους, οι φασιστικές ομάδες κατορθώνουν διαχρονικά να συγκεντρώνουν δίπλα τους και άλλους. «Δίπλα τους» λέγοντας δεν εννοούμε τους ιδεολογικά συγγενείς τους, εκείνους που πείθονται ας πούμε για το πόσο κακοί είναι οι Εβραίοι που απεργάζονται από τα αρχαία χρόνια την καταστροφή μας, δεν εννοούμε εκείνους που πείθονται για την ανωτερότητα της φυλής και λοιπά κουραφέξαλα, αλλά όλους αυτούς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τούς στηρίζουν ή δεν τους απεχθάνονται ή δεν εκφράζουν την απέχθειά τους (που είναι το ίδιο), ανθρώπους που λίγο-λίγο πείθονται από όσα λένε, ή από όσα νομίζουν ότι λένε, ανθρώπους που όλοι τους έχουν επίσης ένα φόβο μέσα τους, ένα φόβο διαφορετικό, και όχι σεξουαλικού υποβάθρου: από τον λογικό φόβο για την απώλεια θέσεων εργασίας. Αυτά τα δυο είναι πέρα για πέρα διαφορετικά πράγματα, και πρέπει να το καταλάβουμε.
Χωρίς να θέλω επ' ουδενί να βγάλω λάδι κανέναν απολύτως από τους συμπαθούντες τη Χρυσή Αυγή (μπορεί μία φορά οι ψηφοφόροι της να ήταν απλώς παραπλανημένοι, μπορεί δύο να ήταν απλώς χαζοί, αμόρφωτοι και λίγοι στο μυαλό — αλλά από την τρίτη και μετά, και δη μετά από ομολογημένα φονικά, είναι φασίστες με τη βούλα), χωρίς να πρέπει να κάνουμε εύκολους διαχωρισμούς, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο φόβος για την απώλεια της δουλειάς —της αδυναμίας δηλαδή να εξασφαλίσεις χρήματα για να φας και για να ντυθείς, για να πληρώσεις το σχολείο των παιδιών σου και για να πας στην ταβέρνα— δεν είναι λίγο πράγμα. Για την ακρίβεια, είναι το παν: είναι ο πυρήνας της ελευθερίας. Αυτό φυσικά δεν απασχολεί τον φασίστα: ο φασίστας δεν ενδιαφέρεται ΠΟΤΕ για το ψωμί του άλλου, πόσο δε μάλλον για την ελευθερία του, την οποία μισεί με όλη τη δύναμη του είναι του. Αλλά απασχολεί όλους εμάς τούς υπόλοιπους. Και είναι ιερό.
Επιτρέψτε μου μία καταληκτική παρένθεση σχετική με τη χώρα όπου ζω εδώ και σχεδόν ένα χρόνο.
Στις τελευταίες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές, όλο το προεκλογικό παιχνίδι των λαϊκιστών εξαντλήθηκε στην κουβέντα γύρω από το Προσφυγικό, και πώς αυτό πλήττει ή θα πλήξει περαιτέρω την κραταιά μεν πλην πολλάκις προδομένη Τσεχία. Οι λαϊκιστές επέσειαν επί μήνες (στην επαρχία κυρίως, καθώς στην Πράγα ηττήθηκαν φυσικά κατά κράτος) τον φόβο των ξένων που «θα 'ρθουν και θα μας πάρουν τις δουλειές». Ακριβώς χάρη σε αυτή τη ρητορική, νίκησαν τους φιλελευθέρους και κατέλαβαν την εξουσία.
Λοιπόν, οι πρόσφυγες που ήδη μένουν στην Τσεχία είναι ΟΧΤΩ. Όχι οχτώ χιλιάδες — οχτώ σκέτο.
Και όμως οι φωνές των λαϊκιστών (ο νυν πρωθυπουργός Μπάμπις είναι ένας απολιτίκ Κροίσος που θέλει να κάνει μπίζνες με τη χώρα, ενώ ο πρόεδρος Ζέμαν, πρώην σοσιαλιστής, έχει καταντήσει ένας ακροδεξιός εθνικιστής με παραληρητικό, εξαιτίας τού αλκοόλ, λόγο) νίκησαν.
Αλλά όχι μόνο επειδή «θα 'ρθουν οι ξένοι και θα μας πάρουν τις δουλειές». Νίκησαν και για έναν άλλο, πρόσθετο λόγο. Όμως αυτά στο αυριανό σημείωμα.