Εντός των ημερών θα ξεκινήσει, όπως διαβάζουμε στις ειδήσεις, η διαβούλευση για τον νέο κατώτατο μισθό. Η κυβέρνηση εισηγείται μάλιστα η αύξηση του ΑΕΠ να συνδέεται με την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Στην περιλάλητη διαβούλευση συμμετέχει και η… «κουτσή Μαρία», αλλά, ω του θαύματος, απουσιάζουν οι άμεσα θιγόμενοι, οι άνεργοι.
Για την ανεργία βεβαίως αποφαίνονται όλοι, οι πολιτικοί, τα συνδικάτα, οι εργοδοτικές οργανώσεις, τα διάφορα ερευνητικά ινστιτούτα κ.ο.κ. Κάποιος -κατά τη γνώμη τους- ευθύνεται πάντοτε, οι μετανάστες, ο καπιταλισμός, τα μνημόνια. Τα θύματα αυτής της ακατάσχετης φλυαρίας είναι οι άνεργοι, για τους οποίους όλοι νοιάζονται, ενώ στην πραγματικότητα δεν σκοτίζεται κανείς.
Η βασική αιτία της εγκατάλειψης των ανέργων είναι ότι αυτοί δεν είναι οργανωμένοι σε κάποιο εργατικό συνδικάτο ή άλλη ισχυρή ομάδα πίεσης. Οι άνεργοι δεν ενδιαφέρουν τους πολιτικούς, τα εργατικά συνδικάτα και τις εργοδοτικές ενώσεις. Δεν θυμάται κανείς κάποια μαζική διαδήλωση ανέργων που έκλεισε το κέντρο της Αθήνας. Οι πολιτικοί σε ατομικό αλλά και κομματικό επίπεδο προτιμούν να ικανοποιούν περισσότερο συλλογικά ρουσφέτια. Στη φύση της πολιτικής βρίσκεται άλλωστε η μαζικότητα. Για τον πολιτικό θεωρείται μεγάλη σπατάλη χρόνου να ασχοληθεί με την άρση των εμποδίων στην ανεργία, πόσο μάλλον όταν για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι έτοιμος να αναλάβει το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η πρόταση για απελευθέρωση της αγοράς εργασίας από τα κανονιστικά εμπόδια της εργατικής νομοθεσίας.
Τα εργατικά συνδικάτα από τη μεριά τους ασχολούνται αποκλειστικά με την προστασία μόνο των μελών τους. Μέλη τους είναι, ως γνωστόν, μια πολύ μικρή μειονότητα εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Τα συνδικάτα δεν έχουν χρόνο για όσους αναζητούν εργασία.
Για τις εργοδοτικές ενώσεις η ύπαρξη ενός ποσοστού ανεργίας είναι ο καλύτερος τρόπος για να συγκρατούνται οι αμοιβές. Υπάρχει και κάτι ακόμη, όπως απέδειξαν οι Τζέικομπ Μίνκερ και Μάρτιν Φελντστέιν στη μνημειώδη έρευνά τους για το περιοδικό «Journal of Political Economy» με τίτλο «Temporary Layoffs in the Theory of Unemployment » (1976): τα επιδόματα του ταμείου ανεργίας ωθούν τις επιχειρήσεις να προσαρμόζονται σε μια κάμψη της ζήτησης του προϊόντος τους απολύοντας υπαλλήλους αντί να μειώνουν λ.χ. τον χρόνο εργασίας. Ετσι η περίοδος της ανεργίας χρηματοδοτείται από τους φορολογουμένους και όχι από την επιχείρηση.
Κι όμως, η ευελιξία της αγοράς εργασίας είναι το πιο αποτελεσματικό φάρμακο κατά της ανεργίας και της φτώχειας και η ώθηση ταυτοχρόνως ώστε να δημιουργούνται ευκολότερα και ταχύτερα νέες επιχειρήσεις και νέες θέσεις εργασίας. Ηδη από το 1968 ο Γέιλ Μπρόζεν παρατηρούσε στη μελέτη του «The Untruth of the Obvious» ότι το μέτρο του κατώτατου μισθού ζημιώνει τους φτωχούς και αυξάνει την ανεργία των ανειδίκευτων εργατών. Μπορεί το κίνητρο για τη θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού να είναι αγαθό, να υπαγορεύεται από τις καλύτερες ανθρωπιστικές διαθέσεις και την πρόθεση να έχουν όλοι οι εργαζόμενοι ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Ωστόσο η θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού οδηγεί αργά ή γρήγορα σε αντίθετα αποτελέσματα, καθώς μειώνει τις θέσεις εργασίας. Εκτοπίζει από την αγορά εργασίας εκείνους που θεωρητικά βοηθάει, όσους η παραγωγικότητά τους είναι χαμηλότερη από το ύψος του κατώτατου μισθού. Για όλους τους νέους ή χωρίς κάποια προσόντα ανέργους που αναζητούν εργασία ο κατώτατος μισθός αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Ο κατώτατος μισθός είναι ακόμη ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στη δημιουργία μιας καινούργιας επιχείρησης από νέους επιχειρηματίες που δεν είναι σε θέση να επωμιστούν το τόσο μεγάλο βάρος του υψηλού μισθολογικού φορτίου. Από πολύ λίγες μεγάλες επιχειρήσεις θα ακούσεις σήμερα κριτική κατά του κατώτατου μισθού, καθώς αυτός και συνολικά η υπερπροστατευτική εργατική νομοθεσία αποτελούν το ισχυρότερο όπλο των εγκατεστημένων επιχειρήσεων εναντίον των νέων επίδοξων ανταγωνιστών τους.
Το άρθρο δημοσιεύεται με τον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί το Σάββατο 29 Φεβρουαρίου