Του Κώστα Μποτόπουλου
Η άσκηση μυστικής διπλωματικής από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας σε σχέση με τη συμφωνία των Πρεσπών θέτει την κυβέρνηση ενώπιον τριών μειζόνων ζητημάτων: ενός συνταγματικού, ενός πολιτικού και ενός λειτουργικού. Το καθένα από αυτά, και σίγουρα ο συνδυασμός τους, οδηγεί σε κυβερνητική παράλυση, συνεπάγεται ανάληψη ευθυνών και οδηγεί στην έξοδο.
Από άποψη συνταγματικής τάξης, η αυτονόμηση ενός υπουργού από τις κυβερνητικές αποφάσεις σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, η μη ενημέρωση του υπουργικού συμβουλίου και του πρωθυπουργού και η προσπάθεια επιβολής μιας «νέας» γραμμής -και μάλιστα σε επίσημη συνάντηση στο εξωτερικό και σε σχέση με τη διεθνή θέση της χώρας- παραβαίνει τους βασικούς κανόνες που ισχύουν γενικά σε κοινοβουλευτικά συστήματα και ειδικά στο ελληνικό.
Το Σύνταγμα, στο άρθρο 82, θεσπίζει ρητά, στην πρώτη παράγραφο, τη συλλογική λειτουργία της κυβέρνησης και, στη δεύτερη, τον ιδιαίτερο και κεντρικό ρόλο του πρωθυπουργού - ρόλο όχι εκπροσώπου ή συντονιστή, όπως σε άλλα συστήματα, αλλά διευθυντή ορχήστρας: «εξασφαλίζει την ενότητα», «κατευθύνει τις ενέργειες», είναι υπεύθυνος για την «εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής».
Κι ένας τέτοιος διευθυντής ορχήστρας όχι μόνο οφείλει να ξέρει όλες τις νότες, αλλά και πρέπει να είναι σε θέση να επιβλέπει, και να επαναφέρει στην τάξη, κάθε όργανο και κάθε οργανοπαίχτη. Η παράκαμψη, συνεπώς, του υπουργικού συμβουλίου και του πρωθυπουργού από υπουργό, ιδίως σε κεφαλαιώδους σημασίας θέματα, δεν θέτει απλώς σε δοκιμασία τη συνοχή της κυβέρνησης, αλλά συνιστά θεσμικά μη νόμιμη ενέργεια. Αν συμβεί τέτοια παράκαμψη, το Σύνταγμα δεν αφήνει κανέναν άλλο δρόμο από την αποπομπή του διολισθήσαντος υπουργού.
Από καθαρά πολιτική άποψη, πώς μπορεί μια κυβέρνηση να συνεχίσει να ισχυρίζεται ότι ενεργεί στο πλαίσιο του συνταγματικού της ρόλου, δηλαδή ως ένα σώμα και με μια φωνή, όταν όχι μόνο εκφράζονται διαφορετικές απόψεις στο εσωτερικό της, αλλά και, πλέον, αναλαμβάνονται και συγκρουόμενες μεταξύ τους στρατηγικές πρωτοβουλίες;
Μπορεί ο αδύναμος περί τα θεσμικά πρωθυπουργός και ο υπερλαλίστατος, κατά τα άλλα, κυβερνητικός εκπρόσωπος να «αιφνιδιάστηκαν», αλλά ο σοβαρός και συγκροτημένος πρόεδρος της Βουλής το είπε καθαρά: η πρωτοβουλία του υπουργού Εθνικής Αμυνας ήταν σε «λάθος κατεύθυνση». Ποιος είναι ο πολιτικά έντιμος τρόπος να αναπροσανατολιστεί η κυβέρνηση στην «ορθή κατεύθυνση»;
Η απάντηση είναι απλή, όσο και αδυσώπητη: αποπομπή του υπουργού ή αλλαγή γραμμής. Φραστική μονάχα αποδοκιμασία, διατήρηση της ίδιας κυβερνητικής στάσης στο επίμαχο ζήτημα και επίκληση νομιμοποίησης για την επιβολή αυτής της επιλογής θα αποτελούσαν κάτι σαν πολιτική παραλλαγή του τριλλήματος του Λάιμπνιτς: εάν ισχύουν και τα τρία, τότε δεν υπάρχει Θεός (πρωθυπουργός).
Αλλά ούτε στην πράξη μπορεί πλέον να λειτουργήσει μια κυβέρνηση έτσι ανοιχτά και αντιθεσμικά διασπασμένη. Σε διεθνές ζήτημα μιλά με πολλές φωνές, άρα οι διεθνείς εταίροι, και κυρίως το άλλο μέρος της συμφωνίας, δεν ξέρουν τι να πιστέψουν. Ανήγαγε -υπό τη δική της οπτική όχι αδικαιολόγητα- τη συμφωνία των Πρεσπών σε θεμέλιο λίθο του «αφηγήματος» της και τώρα το αφήγημα αυτό καταρρέει εκ των έσω. Ο μοναχικός υπουργός διασπά το κόμμα του, την κυβέρνηση και την κυβερνητική πλειοψηφία, που και τα τρία τον «στηρίζουν». Ως το προδιαγεγραμμένο τέλος, δηλαδή ώσπου να πάρει, είτε μοναχικά είτε συλλογικά, πόδι.
*Το άρθρο ΔΗΜΟ από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 12 Οκτωβρίου.