Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Πέρασαν 6 χρόνια και 9 μήνες, από την ταπεινωτική εκείνη μέρα στο Καστελόριζο, που ένας φοβισμένος και «ανάξιος κληρονόμος» ανακοίνωνε την είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε μία από τις πιο δύσκολες περιόδους της Ιστορίας της. Είχε στην διάθεσή του ένα ολόκληρο εξάμηνο να αποτιμήσει την δραματική κατάσταση και να πείσει το πολιτικό σύστημα για μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Μία υπερκομματική ηγεσία που θα αντιμετώπιζε έγκαιρα την αποφυγή μιας νέας εθνική τραγωδίας, με την συναίνεση των κομμάτων του συνταγματικού τόξου. Δεν το έκανε. Πώς μπορούσε άλλωστε, όταν είχε κερδίσει τις εκλογές με το υπαινικτικό σύνθημα «λεφτά υπάρχουν»;
Πολλοί από μας, τότε, θεώρησαν ότι, αφού το δικό μας πολιτικό σύστημα δεν μπορεί, ίσως είναι η μεγάλη ευκαιρία να μπορέσουν κάποιοι άλλοι. Πόσο αφελείς ήμασταν! Μια προσεκτική ματιά στο παρελθόν θα έδειχνε ότι, ποτέ μα ποτέ, οι ξένοι δεν μας βοήθησαν, αν δεν είχαν εξασφαλίσει πρώτα, τα δικά τους συμφέροντα και ταυτόχρονα, τη δική μας συνεργασία. Η μόνη ίσως, καθαρή εικόνα προστασίας της ελληνικής οικονομίας ήταν η περίοδος του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου του 1898, όταν είχε τεθεί μείζον εθνικό ζήτημα με τις αποζημιώσεις που έπρεπε να καταβληθούν στην Τουρκία. Αλλά και πάλι, αν στο τέλος εκείνου του «Μνημονίου» δεν υπήρχε η πολιτική διαχείριση του Ελ.Βενιζέλου, όλα θα ήταν διαφορετικά.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πρωτόγνωρο. Είμαστε η μόνη χώρα που δεν βγήκε από το πρόγραμμα βοήθειας και η μοναδική που δεν θέλει να κάνει μεταρρυθμίσεις, ακόμα και τώρα. Δεν θέλουμε, δεν συναινούμε, δεν συνεργαζόμαστε, δεν βοηθάμε! Ως κοινωνία δεν έχουμε καταλήξει τι ακριβώς θέλουμε…
Μετά και το Eurogroup της προηγούμενης εβδομάδας, το τελεσίγραφο είναι σαφές. Η Commission που μέχρι τώρα έδειχνε με κάθε τρόπο τον «έρωτά» της στην κυβέρνηση, φαίνεται ότι άλλαξε διαθέσεις, βλέποντας τις αμφιθυμίες του ελληνικού ΥΠΟΙΚ, με το ΔΝΤ. Από δω και πέρα, ή νομοθετεί μειώσεις συντάξεων και αφορολογήτου για το 2019 και το 2020 ή οδηγεί τη χώρα σε εκλογές ή την οικονομία για δεύτερη φορά στα «βράχια».
Και όχι μόνο αυτά. Είναι μια σειρά από άλλα μέτρα που φανερώνουν την πλήρη υποταγή στις προτάσεις των δανειστών ελλείψει εθνικών πρωτοβουλιών.
Έχω την αίσθηση ότι το διάχυτο προεκλογικό κλίμα του 2017 στην Ευρώπη, καταδικάζει τελεσίδικα και την έκβαση του ελληνικού ζητήματος. Και πιο πολύ από όλους, οι Γερμανοί είναι αυτοί που βρίσκονται ενώπιον των μεγάλων αποφάσεων. Για φανταστείτε τον Σόιμπλε να προτείνει στην Bundestag, νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα! Ποιος πολιτικός θα το ψηφίσει, εν όψει εκλογών, όταν γνωρίζει εκ των προτέρων την οργή των γερμανών συνταξιούχων;
Εκτός αυτού, η ελληνική κρίση προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στον Ντόναλντ Τραμπ να βλάψει την ΕΕ και το ευρώ. Αρκεί να τραβήξει την μπρίζα του ΔΝΤ και να εγκλωβίσει τους Ευρωπαίους σε ευθύνες που ακόμα δεν μπορούν να αναλάβουν.
Στις 6 Φεβρουαρίου, θα ξέρουμε αν το ΔΝΤ θα συνεχίσει στο πρόγραμμα ή όχι. Από κει και πέρα, ο κ. Τσίπρας έχει το πολύ, δύο εβδομάδες να επιλέξει τον τρόπο που θα αποχωρήσει από την εξουσία. Είτε με εκλογές ως τον Μάρτιο είτε με «ελικόπτερο» κάποια αποφράδα μέρα του ερχόμενου καλοκαιριού… Δύσκολα, θα βρεθεί άλλη λύση, ειδικά αν το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών, ανησυχήσει τους δανειστές.
Όλοι, μέσα και έξω, βλέπουν το κακό να βρίσκεται σε εξέλιξη. Δεν υπάρχει προηγούμενο που να σώθηκε οικονομία, στην οποία το τεράστιο κράτος απορροφούσε την αφαίμαξη του παραγωγικού πλούτου. Κάποια στιγμή, οι δυνατότητες της μεσαίας τάξης εξαλείφονται από την φορολόγηση και οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στην στάση των πληρωμών.
Αυτή τη φορά ο χρόνος τελείωσε. Δεν θα κλείσουμε έβδομο έτος αλληλοεμπαιγμού. Αν συνεχίσουν το «πλιάτσικο», χωρίς πολιτικό ειρμό και κοινωνική ενσυναίσθηση, το τέλος θα είναι μοιραίο. Σε λίγες εβδομάδες, θα ξέρουμε την απόφαση. Αυτή τη φορά πρέπει, όντως, να ανησυχούμε πολύ…