Έγραφα το άρθρο του Σαββάτου στο Φιλελεύθερο, όταν ήρθε η είδηση ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να επιδοτήσει την ευρωπαϊκή οικονομία με 750 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια.
Είναι βέβαιο ότι η πανδημία του κορονοϊού θα έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στην οικονομία. Η «κληρονομιά» της, αν δεν αντιδράσουμε γρήγορα, θα είναι οικονομική κρίση, ανεργία και βαρύτατη φορολογία.
Η λύση που επιλέγει η Ε.Ε. είναι - δεδομένων των έκτακτων συνθηκών - η καλύτερη δυνατή για τον περιορισμό των συνεπειών της κρίσης. Σαφώς πιο καταστροφικό θα ήταν να «κόψει» μαζικά χρήματα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως εισηγούνται κάποιοι απερίσκεπτοι ή να αυξηθεί δραματικά η φορολογία. Αξίζει να επισημανθεί, ότι η απόφαση της Επιτροπής αποδεικνύει την έμπρακτη αλληλεγγύη των πλούσιων χωρών προς τις φτωχότερες, χωρίς να οδηγούμαστε σε επίσης εσφαλμένες πολιτικές, τύπου λ.χ. ευρωομολόγου.
Για την ελληνική οικονομία παρέχεται μια ανεπανάληπτη ευκαιρία, η οποία κρύβει ωστόσο και πολύ μεγάλους κινδύνους.
Η ευκαιρία είναι ότι θα μας δοθούν χρήματα με μόνο αντάλλαγμα την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου στο μέτρο των χρημάτων που του αναλογούν. Για να γίνει κατανοητό, τα χρήματα θα ζητηθούν από την Ελλάδα - εγγυητή μόνο, εάν και εφόσον δεν είναι σε θέση η Ε.Ε ως πρωτοφειλέτης να εξοφλήσει σε βάθος χρόνου το χρέος της. Εάν δεν διαλυθεί η Ε.Ε. ή δεν χρεοκοπήσει κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαιτέρως. Σε κάθε περίπτωση κι αυτά να συμβούν θα πρέπει να επιστρέψουμε, όσα πρόκειται να μας δοθούν υπό τους εξαιρετικούς όρους δανεισμού που θα συνομολογήσει η μάλλον φερεγγυότερη ημών Ε.Ε.
Για την ελληνική οικονομία το ποσό των 16 (μετριοπαθές σενάριο) έως 22,5 δισ. ευρώ συν το χαμηλότοκο δάνειο των 9,5 δισ. ευρώ αποτελούν «μάνα εξ ουρανού». Υπό τους εξής όρους:
- Να μην κατασπαταληθεί ούτε ένα ευρώ από τα ποσά που θα μας δοθούν από τη γραφειοκρατία, τις ομάδες πίεσης και τις κρατικοδίαιτες επιχειρηματικές φατρίες, αυτούς δηλαδή που απομυζούν δεκαετίες τώρα τους εθνικούς και ενωσιακούς πόρους.
- Να μην υποκύψουμε στη σαγήνη της απερίσκεπτης επιδοματικής πολιτικής που εισηγούνται οι πάσης φύσεως λαϊκιστές και οδηγηθούμε σε αύξηση των καταναλωτικών και των πάσης φύσεως δημοσίων δαπανών.
- Τα χρήματα να χρηματοδοτήσουν αποκλειστικά και μόνο παραγωγικές επενδύσεις και βιώσιμες επιχειρήσεις. Να δοθούν δηλαδή αποκλειστικά στην πλευρά της προσφοράς και όχι της ζήτησης. Και να δοθούν στους τομείς εκείνους, όπου μπορούν να αναδειχθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας (πρωτογενής τομέας, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ψηφιακή οικονομία κοκ.).
Το δημοκρατικό πολίτευμα ως γνωστόν είναι το καλύτερο από τα υπάρχοντα πολιτεύματα. Έχει όμως μια «Αχίλλειο πτέρνα», η οποία αρκεί για να το «σκοτώσει» οδηγώντας το σταδιακά στον ολοκληρωτισμό. Αυτό είναι η ακατάσχετη ροπή του προς σπατάλη εξαιτίας του γεγονότος κυρίως ότι οι κοινοβουλευτικοί πολιτικοί αποφασίζουν στα δημόσια οικονομικά, όχι με γνώμονα το συμφέρον της οικονομίας αλλά με γνώμονα κυρίως την επανεκλογή τους. Ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι οι πολιτικοί με τις σπατάλες στις οποίες προβαίνουν ικανοποιούν τις καλά οργανωμένες και φωνασκούσες τάξεις των κηφήνων του πληθυσμού, οι οποίες δεν πληρώνουν φόρους ή πληρώνουν συγκριτικά ελάχιστους με τις παραγωγικές τάξεις. Οι δαπάνες αποφασίζονται δηλαδή υπέρ κάποιων και πληρώνονται από τους άλλους. «Αγαπώ τη δημοκρατία αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι έχει πολλούς φτωχούς συγγενείς» έγραφε ο Ανατόλ Φράνς. Στο τέλος της ημέρας βεβαίως περισσότερο δυστυχείς και εξαθλιωμένοι είναι τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα καθώς ο περιορισμός της αποταμίευσης και ο πολλαπλασιασμός των δαπανών υπονομεύει την οικονομία και οδηγεί σε ύφεση, ανεργία και αύξηση των φόρων, εκ των οποίων τουλάχιστον οι έμμεσοι πιέζουν και αυτούς.
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω και θεωρώντας ή ελπίζοντας, ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν εμφορείται -στο βαθμό τουλάχιστον που συνέβαινε με προηγούμενες κυβερνήσεις-, από το πνεύμα της σπατάλης αλλά αντιθέτως, ότι εμφορείται σύμφωνα και με τις ελπιδοφόρες δηλώσεις του πρωθυπουργού -κατ΄αρχήν από το πνεύμα της φειδούς και της οικονομίας, τα θετικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα μπορούσαν να είναι εν ολίγοις τα εξής:
- Επιπλέον 6 με 7 δισ. ευρώ αύξηση του ΑΕΠ κάθε χρόνο από το 2021 μέχρι το 2024.
- Δημιουργία δημοσιονομικού χώρου περίπου 2,5 με 3 δισ. ευρώ που θα επιτρέψει δραστική μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών.
- Με την κατάλληλη μόχλευση ιδιωτικών πόρων (κυρίως μέσω ΣΔΙΤ) θα μπορούσαν να προστεθούν στο ΑΕΠ ακόμη 3 με 4 δισ. ευρώ.
- Μείωση της ανεργίας σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το 2024.
Για να συμβούν αυτά, τέσσερις είναι οι βασικές προκλήσεις για την ελληνική κυβέρνηση:
1. Απορροφητικότητα
2. Μόχλευση
3. Πολλαπλασιαστής μεγαλύτερος του 1 και
Πραγματική οικονομική αποτελεσματικότητα της κάθε οικονομικής δραστηριότητας.
Η μείωση της γραφειοκρατίας και της πολυνομίας, η μείωση και απλοποίηση της φορολογίας, η άρση των εμποδίων στις επενδύσεις και των κανονιστικών ρυθμίσεων σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας (ιδίως στην αγορά εργασίας), οι ιδιωτικοποιήσεις, η ανάθεση πλήθους δημοσίων υπηρεσιών σε ιδιώτες είναι οι κρίσιμες και απαραίτητες προϋποθέσεις για να ανταποκριθούμε στις τέσσερις παραπάνω προκλήσεις.
Κοντολογίς, η ευκαιρία που μας δίνεται για να αξιοποιηθεί σωστά θα πρέπει να συνδυαστεί με μέτρα φιλελεύθερης λογικής και αντιγραφειοκρατικής αντίληψης.