Του Σάκη Μουμτζή
Γνωρίζω πως αυτές τις ώρες και αυτές τις ημέρες είναι άχαρος ο πολιτικός σχολιασμός. Η διάθεση των περισσοτέρων είναι αλλού. Όμως υπάρχουμε και κάποιοι λίγοι που το «μικρόβιο» του πολιτικού σχολιασμού το έχουμε και δεν φεύγει. Μας κυνηγά παντού.
Έτσι λοιπόν σε συζητήσεις που κάνω αυτές τις ημέρες με διαδικτυακούς φίλους, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως το κύριο πρόβλημα της κυβέρνησης, για το λίαν προσεχές διάστημα, αφορά ζητήματα ασφάλειας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Για την εσωτερική ασφάλεια έχουν διατυπωθεί ενστάσεις για την πολιτική Χρυσοχοΐδη, εντός των τειχών. Φίλοι διατυπώνουν την άποψη πως μια αναγκαία πολιτική, έχει πάρει την μορφή αντιπαράθεσης ΕΛΑΣ και αντιεξουσιαστών, με τους τελευταίους να έχουν προφανές τακτικό πλεονέκτημα. Εμφανίζονται αιφνιδιαστικά, κτυπούν και εξαφανίζονται.
Προτείνουν μια τακτική αντιμετώπισης «χαμηλών τόνων», μακριά από επικοινωνιακά παιχνίδια που αναπαράγουν την ένταση.
Η διαφωνία μου με αυτήν την ένσταση είναι κάθετη και οριζόντια.
Γίνεται ολοφάνερο πως η σύγκρουση Κράτους-αντιεξουσιαστών οφείλει να είναι ολοκληρωτική, για να είναι αποτελεσματική. Αυτό άλλωστε ζητά και η πλειοψηφία των πολιτών. Η επιβολή του νόμου και της τάξης είναι δικό τους αίτημα.
Οι αντιεξουσιαστές δεν διεκδικούν απλώς την έκφραση της γνώμης τους, κάτι που είναι θεμιτό στο πολίτευμα της αστικής δημοκρατίας. Επιθυμούν να την επιβάλουν. Κάτι που, εν τοις πράγμασι, σημαίνει πως θέλουν να καταλαμβάνουν και να καταστρέφουν ιδιωτικές περιουσίες και να προπηλακίζουν ατιμώρητοι.
Σε τελευταία ανάλυση επιδιώκουν να ασκούν ανενόχλητοι την εξουσία τους σε συγκεκριμένες περιοχές και χώρους. Το ζήσαμε επί της θλιβερής υπουργίας Τόσκα, όταν το Κράτος παραιτήθηκε από συγκεκριμένες λειτουργίες του, στην περιοχή των Εξαρχείων, γιατί δεν ήθελε να τις προστατεύσει από την δράση των αντιεξουσιαστών.
Αυτή ήταν η πολιτική γραμμή της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Επί των ημερών της έγιναν εκκενώσεις κατειλημμένων κτηρίων για «τα μάτια του κόσμου». Μέσα σε 2-3 ημέρες οι καταληψίες είχαν ανακαταλάβει, ανεμπόδιστα, τον χώρο τους.
Σήμερα, επί υπουργίας Χρυσοχοΐδη, όπως φάνηκε προχθές στο Μαρούσι, τα εκκενωθέντα κτίρια φυλάσσονται.
Συνεπώς, αν υπάρχει μια ανυπόκριτη πολιτική αντιμετώπισης της ανομίας, αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από την επιβολή, με κάθε νόμιμο μέσο, του νόμου και της τάξης. Οποιαδήποτε υποχώρηση από αυτήν την πολιτική θα είναι σημαντική πολιτική ήττα για την κυβέρνηση.
Για την εξωτερική ασφάλεια έχω να πω λίγα. Το ζήτημα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων καίει και όσο λιγότερο μιλούμε τόσο το καλύτερο. Η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει την πάγια τουρκική εξωτερική πολιτική, ενισχυμένη με τις φιλοδοξίες του Ντ.Ερντογάν. Προσωπικά, επενδύω το ελάχιστο στην επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον. Δεν είναι μόνον η ιδιαίτερη σχέση Τραμπ-Ερντογάν, που θέτει χαμηλά τον πήχη. Είναι κυρίως η νέα εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, που έχει έντονα τα στοιχεία της αναδίπλωσης από την Μεσόγειο, και όχι μόνον. Είναι σαφές πως τον Τραμπ ελάχιστα τον ενδιαφέρει το ΝΑΤΟ και η ενότητα του, κάτι που αποτελούσε παράγοντα παρέμβασης των ΗΠΑ στις Ελληνοτουρκικές κρίσεις.
Φοβούμαι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης πολύ σύντομα θα κληθεί να λάβει δύσκολες αποφάσεις. Αν έρθει αυτή η ώρα, που όλοι απευχόμαστε να έρθει, ας γνωρίζει πως η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει δεύτερα Ιμια.
Με αυτές τις πρόχειρες —διόλου εορταστικές— σκέψεις, εύχομαι σε όλους τους αναγνώστες και στους εργαζόμενους στο Liberal, χρόνια πολλά.