Του Θάνου Παπαϊωάννου*
Αναμφισβήτητα ο καθένας από εμάς θα έχει τις δικές του ιδέες και προτάσεις για το ποια άρθρα του Συντάγματος θα πρέπει να αλλάξουν και προς ποια κατεύθυνση. Ο υπογράφων το άρθρο δεν αποτελεί εξαίρεση και ιδού ένας ενδεικτικός κατάλογος: τροποποίηση του άρθρου 16 παρ. 5 που απαγορεύει τα μη κρατικά πανεπιστήμια, εκσυγχρονισμός του άρθρου 24 για την προστασία του περιβάλλοντος που οδηγεί σε καταστάσεις που και την ανάπτυξη εμποδίζουν και το περιβάλλον δεν προστατεύουν, διεύρυνση του ρόλου του Κοινοβουλίου στα ευρωπαϊκά δρώμενα (άρθρα 28 και 70 επ.), αποτελεσματικότερη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας των Ανεξάρτητων Αρχών (άρθρο 101Α παρ. 2), κατάργηση της εξαιρετικά σύντομης παραγραφής για την ποινική ευθύνη των υπουργών (άρθρο 86 παρ. 3) και, βέβαια, αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την προκήρυξη πρόωρων εκλογών (άρθρο 32).
Ο καθένας μας, λοιπόν, μπορεί να διατυπώνει τέτοιες σκέψεις. Όταν όμως προχωράμε από το επίπεδο μιας απλής ακαδημαϊκής συζήτησης σε αυτό της πολιτικής πράξης των κομμάτων, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Εάν οι τρεις αναθεωρήσεις που έχουν γίνει μετά το 1975 μέχρι σήμερα στη χώρα μας δεν είναι πολλές για τα δεδομένα άλλων χωρών όπως π.χ. η Γαλλία ή η Γερμανία, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις κατά καιρούς εξαγγελίες των κομμάτων για αναθεώρηση. Προσωπικά, έχω καταμετρήσει μετά το 1986 δεκατέσσερις εξαγγελίες διαφόρων κομμάτων –συχνά κυβερνητικών- για αναθεώρηση του Συντάγματος. Τα κόμματα που είχαν τη σχετική πρωτοβουλία επιχειρούσαν να μεταφέρουν την πολιτική συζήτηση σε θέματα ανώδυνα από οικονομικής και κοινωνικής απόψεως, να αναδείξουν την ιδεολογική τους ταυτότητα σε περιόδους που οι διαφορές μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης θόλωναν από την ακολουθούμενη πολιτική και, τέλος, να διχάσουν τα άλλα κόμματα.
Ποιο το κακό θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς; Μεγάλο. Η προσπάθεια να πειστεί η κοινή γνώμη ότι η αιτία των προβλημάτων της χώρας βρίσκεται σε κάποιες διατάξεις του Συντάγματος και ότι η λύση σε αυτά θα βρεθεί μέσα από την αναθεώρησή τους είναι τουλάχιστον αποπροσανατολιστική. Τα περισσότερα από τα μείζονα ζητήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία και η κοινωνία μας συνδέονται με την κοινή νομοθεσία, τον τρόπο εφαρμογής και ερμηνείας της και βέβαια με την πολιτική πρακτική που οδηγεί σε απαξίωση θεσμούς και διαδικασίες που θεωρητικά είναι άψογοι. Η εξαγγελία, λοιπόν, μιας συνταγματικής αναθεώρησης θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη φειδώ, με στόχευση και με κατάλληλη προετοιμασία.
Πάνω από όλα, όμως, τέτοιου είδους εξαγγελίες, προϋποθέτουν ειλικρίνεια και, όταν προέρχονται από κυβερνητικά κόμματα, πραγματική βούληση συνεννόησης με τα άλλα κόμματα και ιδιαίτερα με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κάθε καλόπιστος θα μπορούσε να αναρωτηθεί: γιατί μια κυβέρνηση θα πρέπει να συνεννοηθεί με την αξιωματική αντιπολίτευση εάν μπορεί να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των 3/5 με άλλα μικρότερα κόμματα; Η απάντηση βρίσκεται στο άρθρο 110 παρ. 2 του Συντάγματος: ακόμη και εάν ψηφίσουν 180 βουλευτές σε αυτή τη Βουλή, για να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση θα πρέπει να υπερψηφιστεί από τουλάχιστον 151 βουλευτές στην επόμενη Βουλή. Και όχι μόνο αυτό: η επόμενη Βουλή θα έχει τη δυνατότητα να καθορίσει το περιεχόμενο των νέων διατάξεων κατά το δοκούν. Εάν αυτή η Βουλή έχει διαφορετική ιδεολογική ταυτότητα από την προηγούμενη, τότε μπορεί, με 151 ψήφους, να καθορίσει το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είχε κατά νου η πλειοψηφία των 180 βουλευτών της πρώτης Βουλής.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι, μέχρι τώρα, οι μόνες αναθεωρητικές προτάσεις που κατατέθηκαν από κυβερνητικούς βουλευτές και οδήγησαν σε αναθεώρηση έγιναν είτε γιατί η εκάστοτε πλειοψηφία προέβλεπε νίκη στις επόμενες εκλογές (όπως το 1985/6) είτε γιατί υπήρχε συναίνεση μεταξύ συμπολίτευσης και αξιωματικής αντιπολίτευσης για τις βασικότερες αλλαγές που έπρεπε να γίνουν (όπως το 1997/2001). Κανείς δεν πιστεύει π.χ. ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θα κατέθετε το 1985 πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος εάν φοβόταν ότι θα χάσει τις επόμενες εκλογές και ότι το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων θα το προσδιόριζε μία νέα πλειοψηφία υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Είναι λοιπόν εξαιρετικά απίθανο κάποια κυβερνητική πλειοψηφία να ξεκινήσει μια αναθεωρητική διαδικασία που διαβλέπει ότι θα ολοκληρωθεί από μια Βουλή με διαφορετική πλειοψηφία. Στα σημερινά πολιτικά δεδομένα, είναι προφανές ότι η διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, εάν ξεκινήσει, θα διαρκέσει μέχρι τις παραμονές των επόμενων εκλογών και η πρώτη φάση της θα ολοκληρωθεί μόνο στην περίπτωση που ανατραπούν δραματικά τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και διαφανεί σοβαρό ενδεχόμενο εκλογικής νίκης της κυβερνώσας παράταξης. Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ότι η αναθεωρητική διαδικασία δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ και θα αποδειχτεί ένα πουκάμισο αδειανό σε βάρος της σοβαρότητας που θα πρέπει να διέπει την κορυφαία αυτή κοινοβουλευτική διαδικασία.
Υπάρχει βέβαια και το άλλο σενάριο. Να περιοριστεί τελικά η αναθεωρητική διαδικασία μόνο σε λίγα ζητήματα όπου φαίνεται να υπάρχει, θεωρητικά τουλάχιστον, μια σύγκλιση για τα αναθεωρητέα άρθρα: το άρθρο 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών και το άρθρο 32 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Θα υπάρχει όμως και ένα ακριβό αντίτιμο: για μια τόσο μινιμαλιστική αναθεώρηση, θα αποκλειστεί η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος για τα επόμενα πέντε χρόνια, όπως προβλέπει το άρθρο 110 παρ. 6. Εάν δηλαδή, η αναθεώρηση αυτών των δύο διατάξεων ολοκληρωθεί το 2019, η χώρα μας δεν θα μπορεί να ξεκινήσει μια νέα διαδικασία αναθεώρησης πριν το 2024. Εάν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς ότι από την εκκίνησή της θα χρειαστούν άλλα δύο τουλάχιστον χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί, η χώρα θα πρέπει να ζήσει με τις υφιστάμενες διατάξεις του Συντάγματος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020. Και στο μεταξύ, τα δεδομένα στη Ευρωπαϊκή Ένωση θα αλλάζουν χρόνο με το χρόνο, τόσο σε επίπεδο θεσμικό όσο και σε επίπεδο ακολουθούμενων πολιτικών κάτι που ενδεχομένως να καταστήσει επιτακτική την ανάγκη συνταγματικών αλλαγών.
Εάν η ζημία από το δεύτερο αυτό σενάριο είναι μεγάλη, το όφελος θα είναι μικρότερο από ό,τι φαίνεται. Κι αυτό γιατί στο μεν θέμα της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας, εάν είναι ειλικρινή τα κόμματα στην ανάγκη αποσύνδεσης της εκλογής από το φάσμα των πρόωρων εκλογών, δεν χρειάζεται να αναμείνουν συνταγματική αναθεώρηση για να το πετύχουν. Αρκεί μια δημόσια πολιτική δέσμευση πως οποιαδήποτε και εάν είναι η κυβέρνηση το Μάρτιο του 2019, τα κόμματα θα μεριμνήσουν για την ολοκλήρωση της εκλογής χωρίς προσφυγή σε κάλπες. Σε ό,τι αφορά την παραγραφή της ποινικής ευθύνης υπουργών, και πάλι το όφελος είναι μικρότερο από ό,τι δείχνει: μια τέτοια ρύθμιση –με βάση τις διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές του ποινικού δικαίου- δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ και συνεπώς δε θα καλύπτει τα τυχόν αδικήματα που έχουν ήδη διαπραχθεί ή που θα διαπραχθούν μέχρι να τεθεί σε ισχύ η αναθεωρημένη διάταξη. Αξίζει για ένα τόσο μικρό όφελος να στερηθεί η χώρα μας τη δυνατότητα αναθεώρησης για τα επόμενα 7-8 τουλάχιστον χρόνια;
Τελικά, όποιο σενάριο και εάν επικρατήσει, το κόστος θα είναι μεγάλο. Στην πρώτη περίπτωση, της αναθεώρησης δηλαδή που δεν θα ολοκληρωθεί, για μια ακόμη φορά θα κυριαρχήσουν οι εντυπώσεις επί της ουσίας σε μια εποχή που η χώρα μας έχει ανάγκη όσο ποτέ τη συζήτηση επί της ουσίας. Στη δεύτερη, της περιορισμένης αναθεώρησης, το Σύνταγμα θα παγώσει στο χρόνο για πολλά χρόνια με πολύ μικρό ανταποδοτικό όφελος. Οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να το σκεφτούν καλά πριν προχωρήσουν σε μια αποπροσανατολιστική και ατελέσφορη –στην καλύτερη περίπτωση- ή και επικίνδυνη –στη χειρότερη- αναθεωρητική διαδικασία.
* Ο κ. Θάνος Παπαϊωάννου είναι Δρ. Νομικής – Γενικός Γραμματέας της Βουλής (2009-2015).