Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Μέχρι τώρα ο διακαής πόθος των Ελλήνων, ήταν το λεφτόδενδρο. Αυτό το σπάνιο δένδρο με τη μεγάλη σκιά, που επιτρέπει σε όλους να αναπαύονται γύρω από τον κορμό του. Αυτό το σπάνιο δένδρο, που αντί για φύλλα έχει πολύχρωμα κολλαριστά χαρτονομίσματα.
Αυτό το σπάνιο δένδρο που για πολλά χρόνια ποτιζόταν από τα κεφάλαια που απλόχερα προσέφεραν στην χώρα μας άλλοτε οι θεσμικοί επενδυτές μέσω της αγοράς ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, άλλοτε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και άλλοτε τα κοινοτικά προγράμματα ανάπτυξης και στήριξης. Και τώρα που το συγκεκριμένο σύστημα ποτίσματος στέρεψε, βρέθηκε νέα πηγή που δεν είναι η άλλη από τη φοροεπιδρομή επί ανύπαρκτων εσόδων, επί απομειωμένων αξιών και επί ημιθανών επιχειρήσεων. Μόνο που και αυτό το σύστημα στερεύει, όταν οι φορολογικές ανάγκες αυξάνονται δυσανάλογα σε σχέση με τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών.
Και εκεί, που μετά από σχεδόν 10 χρόνια μνημονιακής κουλτούρας, θα περίμενε κανείς να αρχίσει να αλλάζει το πρίσμα μέσα από το οποίο οι πολίτες βλέπουν τις κρατικές δαπάνες, τα φορολογικά βάρη, το ρόλο του δημοσίου και τον αγώνα του ιδιωτικού τομέα για επιβίωση, έρχεται ένα νέο γεγονός να κάνει “disrupt” (για να χρησιμοποιήσουμε έναν εξαιρετικά διαδεδομένο όρο), δηλαδή να αναστατώσει εκ νέου, την αντίληψη της διασύνδεσης των κρατικών δαπανών με τους φόρους.
Το γεγονός αυτό δεν είναι άλλο από την βροχή αναδρομικών, επιδομάτων, δώρων και αποζημιώσεων προς τους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αν μάλιστα, προσπαθήσουμε να ποσοτικοποιήσουμε αυτή τη βροχή και να αθροίσουμε τα μεγέθη, τότε δεν θα μιλάμε πλέον για βροχή, αλλά για έναν κατακλυσμό που δεν πρόκειται να αφήσει τίποτα όρθιο στο πέρασμα του, καθώς το συνολικό κόστος για την επιστροφή των αναδρομικών αγγίζει επίπεδα που τινάζουν στον αέρα όχι μόνον τον Προϋπολογισμό, όχι μόνον τα πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και το σύνολο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής μαζί με τις αποφάσεις για τη ρύθμιση του Δημοσίου Χρέους.
Τον κατακλυσμό αυτό, θα ακολουθήσει ένα τσουνάμι προσφυγών καθώς το σύνθημα “δώσε κι εμένα μπάρμπα”, λαμβάνει σάρκα και οστά πατώντας πάνω σε δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν τους μνημονιακούς νόμους, τις συμφωνίες με τους εταίρους και δανειστές και μας κατευθύνουν σε ένα πεδίο γεμάτο με δημοσιονομικές νάρκες και χαρακώματα εκτροπής της ελληνικής οικονομίας.
Το συνολικό νέο κόστος που δεν έχει συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό του 2019, εκτιμάται πως θα κυμανθεί από 7 ως 12 δισ. ευρώ. Ένα επιπλέον κόστος που θα πρέπει να διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση με τρόπο δύσκολο και επώδυνο. Δυστυχώς η επόμενη μέρα, πέρα από το άλυτο πρόβλημα της βραδυφλεγούς βόμβας που ονομάζεται ΔΕΗ και το υποκεφαλαιοποιημένο και αναποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα, θα έχει να αντιμετωπίσει και τη βροχή από λεφτά (ή μάλλον από υποσχετικές) που έρχεται για να δροσίσει την ευρύτερη κοινότητα του Δημοσίου, εις βάρος των φορολογικών υποζυγίων του ιδιωτικού τομέα και της επιχειρηματικότητας. Είναι προφανές πως αυτή η μαθηματική εξίσωση δεν βγαίνει με τίποτα.