Του Πάνου Καζάκου*
Η πρόσφατη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η συμφωνία για το συμπληρωματικό μνημόνιο και για τη εκταμίευση δόσεων προκάλεσαν κάποια αισιοδοξία για την τελική έκβαση του εγχειρήματος της προσαρμογής. Χαρακτηριστικά, το Χρηματιστήριο Αθηνών προς το παρόν ανεβαίνει και οι «αποδόσεις» των ελληνικών ομολόγων υποχωρούν. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα βγει στις αγορές νωρίτερα από όσο γενικά αναμενόταν και το σπουδαιότερο ότι η οικονομία θα ανακάμψει.
Γεγονός είναι ότι η συμφωνία με τους εταίρους στην ΕΕ δυνητικά βελτιώνει την επενδυτική ψυχολογία και προσφέρει, αν τηρηθεί, κάποια πυξίδα στην οικονομική και κοινωνική πολιτική. Γεγονός είναι επίσης ότι η οικονομία της χώρας δεν βρίσκεται πλέον σε ύφεση και άντεξε το πολιτικό σοκ του 2015 παρά τους κεφαλαιακούς ελέγχους, τη φοροκεντρική πολιτική στη συνέχεια και τις αβεβαιότητες για την τύχη των μεταρρυθμίσεων. Η ανεργία μειώνεται. Οι αντοχές αυτές ουδόλως βεβαία δικαιολογούν όσα συνέβησαν το 2015.
Όμως οι πηγές αβεβαιοτήτων και οι εκκρεμότητες είναι πολλές. Η θετική επίπτωση της συμφωνίας του Ιουνίου 2017 μπορεί να αποδειχθεί πάλι (όπως το 2014) πρόσκαιρη αν σταλούν αντιφατικά μηνύματα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και συγκεκριμένα τώρα, αν δεν προχωρήσει η εφαρμογή των 113 δράσεων του «συμπληρωματικού μνημονίου».
Εκτός τούτου, διάφορα «επεισόδια» επιβαρύνουν το γενικότερο κλίμα, π.χ. η κρίση αποκομιδής των απορριμμάτων μέσα στην τουριστική σαιζόν που ανέδειξε δομικές-θεσμικές ανεπάρκειες, οι δυσκολίες κυβέρνησης και διοίκησης να τηρούν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (παραγραφή τυχόν αδικημάτων που θα μπορούσαν να εντοπισθούν από τις λίστες Lagarde, Βερολίνου, Borjans κ.α., «μονιμοποιήσεις» συμβασιούχων κ.α.), οι τριβές γύρω από ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις (ΟΣΕ), η προβληματική σχέση μέρους της εκτελεστικής εξουσίας με τη δικαιοσύνη, την οποία ορισμένοι αξιωματούχοι αντιλαμβάνονται ως «θεσμικό εμπόδιο» εμπνεόμενοι από τις πιο αυταρχικές παραδόσεις της αριστεράς κ.α. Είναι εμφανής η κυβερνητική αμηχανία μπροστά στον μείζονα «συστημικό κίνδυνο» που πηγάζει από τη γενικότερη δυσλειτουργία των θεσμών που συνυφαίνεται με εντελώς παρωχημένες αντιλήψεις για την έννοια και την οικονομική σημασία της τήρησης του νόμου (rule of law).
Το επόμενο διάστημα προβλέπονται τέσσερις ακόμα αξιολογήσεις – τον Οκτώβριο 2017, τον Ιανουάριο, Απρίλιο και Ιούλιο 2018 και μια τελική αποτίμηση του προγράμματος τον Αύγουστο 2018. Οι επόμενες αξιολογήσεις θα φέρουν στην επιφάνεια θέματα που εκκρεμούν από καιρό όπως το ρυθμιστικό σύστημα των εργασιακών σχέσεων, ο επανυπολογισμός των συντάξεων (!), η θέσπιση ανώτατου ορίου στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου κ.α. και θα προκαλέσουν ισχυρές αντιδράσεις. Αν κατά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που μόλις συμφωνήθηκαν επαναληφθεί το δράμα των διαπραγματεύσεων του 2016 και 2017, τότε, σχεδόν αναπόφευκτα, θα τεθεί το ερώτημα πως θα αποφευχθεί το 2018 (ή αμέσως μετά) μια κατάσταση σαν εκείνη του 2015!
Συγκεκριμένα μέτρα για την επίτευξη των στόχων προσκρούουν συχνά σε πυκνά πλέγματα ειδικών συμφερόντων με προσβάσεις στους κομματικούς μηχανισμούς, παλαιοκομματικές πρακτικές, δυσλειτουργικούς νομικούς κανόνες, επικρατούσες ιδέες, και υπουργικές «συναρμοδιότητες» (τυπικό παράδειγμα οι δασικοί χάρτες).
Σε ευαίσθητες περιοχές πολιτικής διαπιστώνουμε εξελίξεις που εμπνέονται από μια αντιαναπτυξιακή φιλοσοφία, που υπηρετεί βραδυπορούσες ομάδες του γένους (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Ελευθερίου Βενιζέλου) π.χ. στην παιδεία, όπου ο ένας «σχεδιασμός» διαδέχεται τον άλλο μετά από κάθε αλλαγή υπουργού. Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να αλλάξουν πολλά στα ΑΕΙ, αλλά μερικές τουλάχιστον από τις προτεινόμενες σήμερα αλλαγές π.χ. σε θέματα ξενόγλωσσων μεταπτυχιακών, αξιολόγησης των Ιδρυμάτων, ασύλου και ανομίας, διοίκησής τους εμφορούνται από ένα πνεύμα που δεν λύνει αναγνωρισμένα προβλήματα και δεν ανταποκρίνεται στις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας.
Τέλος, το σχέδιο « Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής» προβλέπει τη σύσταση σωρείας δημοσίων φορέων αμφίβολης χρησιμότητας («Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας», «Ταμείο Επιχειρηματικών συμμετοχών», «Παρατηρητήριο Επιχειρηματικότητας», «Εθνικό Αναπτυξιακό Φορέα» κ.α.), ή επιδοτήσεις για δημόσιους φορείς ( δημοτικές επιχειρήσεις ιαματικών λουτρών) δίνοντας έτσι συνέχεια στην πρακτική της ίδρυσης δημόσιου φορέα για κάθε πρόβλημα και παραβλέποντας την τύχη παρόμοιων θεσμών στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλει στη διόγκωση του κράτους και της πολυπραγμοσύνης του. Έρχεται εν μέρει σε αντίθεση με τις απαιτήσεις μιας βιώσιμης οικονομικής προσαρμογής.
Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου κάθε μια από τις οργανώσεις συμφερόντων και κάθε ένας από τους άλλους παίκτες που ασκούν επιρροή διαμορφώνουν χωριστά και ανεξάρτητα άποψη για το τι πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους δικούς τους ορισμούς συμφερόντων. Τότε, μας προειδοποιεί η θεωρία, θα καταλήξουν σε αποφάσεις που τελικά είναι χειρότερες για όλους (ή έστω για τους περισσότερους) από εκείνες οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν αν συντονισθούν και εκτιμήσουν σωστά και από κοινού τα οφέλη και κόστη των αλλαγών. Υπάρχει λοιπόν θέμα συνεργασίας και συντονισμού από κάποια ανώτερη αρχή και αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η κυβέρνηση. Χωρίς αποφασισμένη ηγεσία με σαφές μεταρρυθμιστικό όραμα δεν θα πάμε μακριά.
Με άλλα λόγια η διαφαινόμενη ανάκαμψη είναι εύθραυστη και θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο θα συμβεί αν προκληθεί πολιτική αστάθεια. Για να το διατυπώσουμε χωρίς περιστροφές: Υπάρχει ο κίνδυνος εγκλωβισμού της χώρας στον φαύλο κύκλο της πολιτικής αστάθειας, θεσμικής χαλάρωσης και οικονομικής στασιμότητας.
*Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της επιστημονικής επιτροπής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων.