Της Κωνσταντίνας Κοτταρίδη*
Ακούσαμε εμβρόντητοι προχθές τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης να αναφέρεται στο σοβαρό πρόβλημα των τραπεζών και μια πιθανή νέα ανακεφαλαιοποίηση. Μα είναι τόσο ξαφνικό αυτό το νέο; Το πρόβλημα των τραπεζών είναι γνωστό και παραμένει από τα μεγάλα και ουσιαστικά αγκάθια της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα δεν αν αναλογιστεί κανείς ότι τέσσερα χρόνια μετά εξακολουθούν να ισχύουν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί.
Η Τρόικα έχει κρούσει επανειλημμένα τον κώδωνα του κινδύνου καθώς η μείωση των κόκκινων δανείων δεν είναι ικανοποιητική και η μη εξυπηρετούμενη έκθεση των τραπεζών καλύπτει σχεδόν το 50% του ενεργητικού τους. Οι καταθέσεις, παρότι σημείωσαν αύξηση τον Δεκέμβριο του 2018 κατά 3,1 δις ευρώ, φτάνοντας τα 134,5 δις ευρώ, παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα αν αναλογιστεί κανείς ότι τον Νοέμβριο του 2014 οι καταθέσεις βρίσκονταν στα 164,3 δις ευρώ.
Η δυσμενής κατάσταση των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων αντανακλάται χαρακτηριστικά στο Χρηματιστήριο όπου οι τράπεζες έχασαν σχεδόν το 50% της αξίας τους το 2018 και εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλες πιέσεις. Η κατάσταση των τραπεζών καθρεφτίζει την εικόνα της ελληνικής οικονομίας η οποία προσπαθεί να επιβιώσει ασθμαίνοντας. Και τούτο διότι τα κόκκινα δάνεια όπως και οι καταθέσεις σχετίζονται άμεσα με την πραγματική οικονομία.
Σε μια οικονομία που ο ιδιωτικός τομέας συμπιέζεται από την υψηλή φορολόγηση και την ισχνή ζήτηση, που το θεσμικό πλαίσιο χειροτερεύει διαρκώς όπως προκύπτει από όλες τις διεθνείς εκθέσεις και οργανισμούς αποθαρρύνοντας κάθε σοβαρή επενδυτική δραστηριότητα, που η πολιτική αβεβαιότητα σέρνεται επί μακρόν έχοντας μετακινήσει τη βαρύτητα οποιασδήποτε κυβερνητικής πρωτοβουλίας σε προεκλογικές πολιτικές διορισμών και παροχών, είναι αδύνατο να υπάρξει ουσιαστικός χώρος για την ανάπτυξη η οποία δεν μπορεί να προέλθει με επιδόματα και διορισμούς στο Δημόσιο σε καμία περίπτωση.
Χρειάζονται επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, άρα χρειάζεται να πείσουμε μεγάλους επενδυτές από τη μία και από την άλλη χρειάζεται να διαμορφώσουμε ένα ευνοϊκό θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο για την προώθηση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας παρέχοντας ταυτόχρονα κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Τα παραπάνω θα «παράξουν» νέο χρήμα στην οικονομία επιτρέποντας την αύξηση των καταθέσεων και την μείωση των κόκκινων δανείων και θα δημιουργήσουν ταυτόχρονα έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την πραγματική ανάκαμψη της οικονομίας και της εξυγίανσης των τραπεζών.
Σπασμωδικές κινήσεις και προεκλογικές πολιτικές όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού που αναγγέλθηκε πρόσφατα είναι μια ωραία, ακουστικά, πολιτική, αλλά δυστυχώς δεν έχει ερείσματα στην πραγματική οικονομία και θα επιφέρει πιο δύσκολες συνθήκες στην αγορά εργασίας σε βάρος των εργαζομένων, αυξάνοντας την ανεργία ή/και τη μαύρη εργασία. Αντίθετα, η μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, δίνουν χώρο για δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης που είναι και το ζητούμενο, τροφοδοτώντας την αγορά με χρήμα.
Ασφαλώς, στην παρούσα κατάσταση, θα πρέπει οι τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειές τους για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών προκειμένου να εξυγιάνουν τον ισολογισμό τους και να μπορέσουν να προβούν σε στήριξη της οικονομίας. Αυτό όμως από μόνο του δεν επαρκεί για να αποκτήσουν οι τράπεζες την ευρωστία τους και να αποτελέσουν έτσι κινητήριο μοχλό της οικονομίας όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη τα τελευταία χρόνια.
* Η κ. Κωνσταντίνα Κοτταρίδη είναι αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά