Και με το Σαμαρείτη και με το Χρυσαυγίτη;

Και με το Σαμαρείτη και με το Χρυσαυγίτη;

Του Μανώλη Χριστοδουλάκη*

Ο πολιτικός διάλογος στη χώρα μας τις τελευταίες μέρες κινείται γύρω από το νομοσχέδιο που τελικά υπερψηφίστηκε από τη Βουλή (με τον τρόπο που αυτό έγινε) και την επίμαχη διάταξη του άρθρου 3 αυτού αναφορικά με το δικαίωμα αλλαγής φύλλου για τους νέους άνω των 15 ετών.

Αναμφίβολα, οι πολιτικοί τακτικισμοί που ακολουθήθηκαν εκατέρωθεν, και μία ανάμεικτη ιατρο-πολιτική προσέγγιση που επιστρατεύτηκε για να στηρίξει επιχειρήματα όλων των δυνατών διαφορετικών τοποθετήσεων επί του θέματος, ερμηνεύοντας την επιστημονική τεκμηρίωση κατά το δοκούν ή αξιοποιώντας την επιλεκτικά και από τα μέρη που ισχυροποιούσαν την εκάστοτε θέση, περιέπλεξαν το πολιτικό τοπίο πολύ περισσότερο από όσο ίσως πραγματικά το θέμα απαιτεί. Και τι σημαίνει αυτό πρακτικά;

Ότι μία δημοκρατική, προοδευτική πολιτική τοποθέτηση που σέβεται τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν μπορεί παρά να θεωρεί αυτονόητη την πολιτική διασφάλιση της ελευθερίας του ατόμου να αυτοπροσδιορίζεται ως προς το φύλο, τις σεξουαλικές προτιμήσεις ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό χαρακτηριστικό, με την παράλληλη κατοχύρωση ενός θεσμικού πλαισίου αλλά και των κατάλληλων κοινωνικών δομών που στην κατεύθυνση αυτή θα διασφαλίζουν στο βέλτιστο δυνατό βαθμό την ομαλή πραγμάτωση της επιλογής του. Αυτό όσον αφορά το πολιτικό σκέλος στο οποίο όποιος προσπαθεί να προσδώσει ηλικιακά χαρακτηριστικά απλά αναζητά τρόπο να εξωραΐσει ή να αποκρύψει την πραγματική πολιτική του ταυτότητα.

Πρέπει στα 15; Μήπως είναι «έτοιμος» από τα 14; Μήπως είναι ωριμότερος στα 17 ή στα 18; Σαφώς και το θέμα δεν είναι απλά αριθμητικό αλλά κυρίως δεν είναι πολιτικό. Το θέμα αυτό αφορά αποκλειστικά και μόνο το κατά πόσον από επιστημονικής άποψης το άτομο μπορεί σε μία συγκεκριμένη ηλικία να προχωρήσει με βεβαιότητα και μη βεβιασμένα σε μια τέτοια επιλογή, σε συνδυασμό με ιατρικά χαρακτηριστικά που καθιστούν ευκολότερη και αποτελεσματικότερη από βιολογικής και ορμονολογικής ειδικότερα άποψης την αντίστοιχη χειρουργική διαδικασία. Αυτοί αποφαίνονται επιστημονικά και η πολιτεία νομοθετεί πολιτικά. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο…

Το αξιοσημείωτο όμως χαρακτηριστικό του πολιτικού διαλόγου των τελευταίων ημερών – το οποίο δυστυχώς μόνο αξιοσημείωτο δεν είναι για τη χώρα μας – είναι ο τρόπος με τον οποίο κάποιοι αντιλαμβάνονται το ρόλο τους αναφορικά με τη λειτουργία της πολιτείας και του κράτους, επαναφέροντας για ακόμα μία φορά στο προσκήνιο το θέμα του διαχωρισμού μεταξύ κράτους και Εκκλησίας. Ο λόγος σαφώς γίνεται για τους εκπροσώπους της τελευταίας, οι οποίοι αυτοανακηρυσσόμενοι σε τοποτηρητές των πολιτικών εξελίξεων και φύλακες των παραδόσεων, των θεσμών και των ηθών, διεκδικούν με θράσος την πολιτική τους παρέμβαση αλλά και την επιβολή ως νόμο του κράτους το εντέχνως ερμηνευμένο θρησκευτικό τους δόγμα, απειλώντας μάλιστα και με μηνύσεις όσους λένε απλά τα αυτονόητα. Και ο προβληματισμός που υπεισέρχεται στο σημείο αυτό είναι διττός, από τη μία πλευρά, ίσως και πιο τεχνοκρατικά, θεωρείται αδιανόητο πως ένα σύγχρονο κράτος που θέλει – ακόμα ευτυχώς – να τοποθετείται στη συστοιχία εκείνων του δυτικού κόσμου και της Ευρωπαϊκής κοινότητας και όχι των θεοκρατικών καθεστώτων της Ανατολής, δεν έχει προχωρήσει ακόμα στο θεσμικό διαχωρισμό του από τη θρησκευτική εξουσία και την Εκκλησία.

Από την άλλη πλευρά όμως είναι και θέμα ουσίας. Γιατί ποια θρησκεία αποδέχεται την περιθωριοποίηση της διαφορετικότητας και την αντιμετώπιση των ατόμων αυτών ως παρά φύσιν; Ποιο θρησκευτικό δόγμα που εξυψώνει στη ρητορική του την έννοια της αγάπης και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων στέκεται ικανό να εξειδικεύσει ποιοι την δικαιούνται; Ποιος εκπρόσωπος της θεωρεί τον εαυτό του επαρκή έναντι του παντοδύναμου Θεού που ο ίδιος διατείνεται ότι εκφράζει, ώστε να μπορεί να τον καταστήσει επιλεκτικό έναντι χαρακτηριστικών που κάποιοι δεν επέλεξαν;

Η απάντηση δυστυχώς είναι απλή… Αυτοί ακριβώς που με την ίδια άνεση που απορρίπτουν με τις πράξεις τους το περιεχόμενο του κηρύγματος τους, τη μία μέρα συντάσσονται με τους Χρυσαυγίτες και την επόμενη διαλαλούν την αγάπη του Χριστιανισμού. Αυτοί που θα αντιμετωπίσουν το μετανάστη ως ξένο και τον ομοφυλόφιλο ως «ανώμαλο». Φυσικά και δεν είναι όλοι, είναι όμως αποδεκτοί από όλους…

Και για να επιστρέψουμε και στην πολιτική ουσία, είναι αντίστοιχα αυτοί που χάριν της θρησκευτικά χειραγωγούμενης εκλογικής τους πελατείας είναι διατεθειμένοι – μόνο στα λόγια φυσικά – να ρίξουν κυβερνήσεις, όταν δεν απουσιάζουν στη Βραζιλία, αυτοί που προκειμένου να τεκμηριώσουν τον πολιτικό τους λόγο επιστρατεύουν ως επιχείρημα την ιστορία των πρωτόπλαστων, αυτοί που προκειμένου να διατηρήσουν τις ισορροπίες της συντηρητικής τους κομματικής βάσης κάνουν την επιστήμη επιστημονική φαντασία και μιλάνε για εξωγήινους, αυτοί που με το περιτύλιγμα του γραφικού εκφέρουν στο Κοινοβούλιο μεσαιωνικά λογύδρια και ακόμα, αυτοί που υπό την ομπρέλα του αντικαπιταλισμού συντάσσονται με τις πλέον συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις.

Με αυτούς απέναντι, λοιπόν, ίσως και να είμαστε στη σωστή πλευρά…

*O κ. Μανώλης Χριστοδουλάκης είναι Υποψήφιος διδάκτωρ Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στον τομέα της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας και τις Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες Υγείας, Κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Πολιτικών Επιστημών και Πολιτικής Οικονομίας από το London School of Economics, Απόφοιτος Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ του ΕΜΠ.