Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ανατολική Μεσόγειο: ο ιστορικός συμβιβασμός. Τρέμουν οι πολεμοκάπηλοι, οι πατριδοκάπηλοι, οι έμποροι των όπλων του θανάτου, όλοι γενικώς οι δόλιοι δρώντες που εχθρεύονται την ειρήνη.
Είναι όμως έτσι; Ιστορικός συμβιβασμός Ελλάδας – Τουρκίας ως προς τι ακριβώς; Για να αποτελέσουν οι διερευνητικές επαφές (61ος γύρος) προοίμιο ουσιαστικού διαλόγου και διαπραγμάτευσης και να μην αποδειχθεί απατηλή και δυνητικά επικίνδυνη η ευφορία που διακατέχει ορισμένους κύκλους, η προσπάθεια επανόδου σε διάλογο με την Άγκυρα θα πρέπει να συνδυαστεί με συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Ανέκαθεν, η Αθήνα θεωρούσε ότι το πλαίσιο στο οποίο διεξάγονται οι διερευνητικές επαφές είναι το δίκαιο της θάλασσας. Όχι γενικώς το διεθνές δίκαιο, οι διεθνείς θεσμοί και οι διεθνείς νόρμες – για ζητήματα που άπτονται π.χ. άλλων διεκδικήσεων της Τουρκίας – αλλά το δίκαιο της θάλασσας. Αυτή πρέπει να είναι μια από τις προϋποθέσεις και σήμερα. Ούτε είναι δυνατόν οι συνομιλίες να αφορούν τα πάντα και να διαρκούν για πάντα. Όταν π.χ. το 2011 ο Γιώργος Παπανδρέου – σαφέστατα με αγαθές προθέσεις απέναντι στο διάλογο – προσπάθησε να προχωρήσει με τον Ερντογάν, έκανε επίσης σαφές ότι δεν θα επρόκειτο για διαδικασία που θα διαρκούσε για πάντα. Με τα λόγια του τότε Υπουργού Εξωτερικών Δ. Δρούτσα, «η υπομονή έχει τα όριά της. Μετά τις εκλογές στην Τουρκία περιμένουμε αποφάσεις. Είτε να κλείσει το θέμα είτε να πάμε στη Χάγη. Εκεί θα κριθεί και η αξιοπιστία του κ. Ερντογάν, μεταξύ των λόγων και των πράξεών του».
Όμως η πραγματικότητα ήταν και παραμένει ότι ούτε μόνο θέματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ επιθυμεί να συζητήσει η Άγκυρα, ούτε την Χάγη αποδέχεται ως λύση αν δεν καταλήξουν κάπου οι συνομιλίες. Άλλωστε και το 2015-2016, με τον 59ο και τον 60ο γύρο των διερευνητικών επαφών, οι εξαιρετικά ανοικτές στην εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων ελληνικές προσεγγίσεις εκείνης της περιόδου δεν βρήκαν ανταπόκριση. Και αναφερόμαστε στην περίοδο πριν το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία.
Αλλά οι ουσιαστικότερες προϋποθέσεις δεν είναι αυτές που αναφέρονται στις συνομιλίες. Είναι αυτές που αφορούν τις συνθήκες μέσα στις οποίες κάθε φορά διεξάγονται οι συνομιλίες. Χρειαζόμαστε βελτίωση στην προσλαμβανόμενη ισορροπία δυνάμεων, κάτι στο οποίο η Γαλλία – της οποίας η στρατηγική στην Μεσόγειο και την Αφρική δεν είναι συμβατή με τις νέο-Οθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν – προσφέρθηκε να βοηθήσει με τρόπο απτό και άμεσο.
Στο ίδιο πλαίσιο αλλά με διαφορετικό (ευρύτερο) χρονικό ορίζοντα, το χτίσιμο αποτελεσματικότερης ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος θα πρέπει να είναι βασικό μέλημα του χρόνου τον οποίο κερδίζουμε με τις επαφές και συνομιλίες. Όχι διότι επιθυμούμε να αποτύχουν, αλλά διότι οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη και αυτό το σενάριο. Η στενότερη διμερής συνεργασία με τις ΗΠΑ μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο σε αυτό το πεδίο, ακόμη περισσότερο εάν οι εκλογές του Νοεμβρίου οδηγήσουν σε αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο.
Ουσιαστική (και γι αυτό δύσκολη) προϋπόθεση συνιστούν και οι εσωτερικές συνθήκες στην Τουρκία. Είτε μέσα από οικονομική έκρηξη είτε λόγω πολιτικής κρίσης, μόνο μια Τουρκία που αλλάζει ή εν πάση περιπτώσει τροποποιεί το μοντέλο εξωστρεφούς εθνικιστικής κινητοποίησης με τις νέο-Οθωμανικές βλέψεις του στον μουσουλμανικό κόσμο, μόνο μια τέτοια Τουρκία θα μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον εταίρο για μια βιώσιμη ειρήνη.
Πράγμα που, με τη σειρά του, σημαίνει ότι οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τις υπερφίαλες προσεγγίσεις που προσβλέπουν σε οριστικές λύσεις στα προβλήματα και τις διαφορές.
Όπως έχω εξηγήσει κατ' επανάληψη, αυτό που στρατηγικά έχει λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δεν υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Κάθε αποκλιμάκωση είναι προφανώς καλοδεχούμενη. Αλλά η επίτευξη σχετικής ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε μια γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις αποτελεί προϋπόθεση για διάλογο και –εάν οι εξελισσόμενες συνθήκες ευνοήσουν– για βιώσιμη ειρήνη. Τώρα είναι ώρα για εγρήγορση, για εντατικοποίηση των διπλωματικών προσπαθειών, για κτίσιμο συμμαχιών του αύριο και για ενίσχυση της αποτροπής.
Εν κατακλείδι, οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για μια ουσιαστική και αμοιβαία αποδεκτή πρόοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αφορούν είτε τη διαμόρφωση καλύτερων συνθηκών στην προσλαμβανόμενη ισορροπία δυνάμεων είτε τις εξελίξεις στην ίδια την Τουρκία. Σε όλα τα πολιτικά συστήματα μπορεί να υφίσταται και εκμετάλλευση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι όμως εντελώς λανθασμένο και επικίνδυνα παραπλανητικό να αποδίδεται σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τα αδιέξοδα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε έναν υποτιθέμενο ελληνικό «μαξιμαλισμό». Όπως έγινε με την Ιταλία και την Αίγυπτο, η Ελλάδα ξέρει να συμβιβάζεται επ' αμοιβαίο όφελος με χώρες που συνδιαλέγονται και επιζητούν την ειρηνική συμβίωση. Το πρόβλημα με την Τουρκία βρίσκεται στην Τουρκία.
* O Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο