του Σάκη Μουμτζή
Ο Γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ ( 1922-1984) επεξεργάστηκε την πολιτική γραμμή του «ιστορικού συμβιβασμού» στις αρχές της δεκαετίας του 70, βασισμένος πάνω στις παραδόσεις της Ιταλικής πολιτικής ζωής, που ήταν ποτισμένες με το πνεύμα της συνεργασίας και των συναινέσεων, οι οποίες είχαν τις ιστορικές ρίζες τους στην Αντιφασιστική Ενότητα.
Αντιλήφθηκε λοιπόν, ο πρόωρα χαμένος ηγέτης, πως η πολυπλοκότητα των προβλημάτων της Ιταλικής κοινωνίας, καθιστούσε αναγκαία την συνεργασία των δύο μεγάλων πολιτικών ρευμάτων της, των χριστιανοδημοκρατών και των κομμουνιστών, για την επίλυση αυτών των προβλημάτων.
Αντιλήφθηκε δηλαδή, πως ο Καθολικισμός ήταν ριζωμένος βαθιά μέσα στα λαϊκά στρώματα και καμία λύση δεν μπορούσε να δοθεί ερήμην του, πολύ δε περισσότερο εναντίον του. Γι΄αυτό τα δύο συλλογικά υποκείμενα- του Καθολικισμού και του εργατικού κινήματος- όφειλαν να παραμερίσουν όσες διαφορές μπορούσαν να παραμερίσουν και να εκπονήσουν ένα πρόγραμμα Εθνικής Ανόρθωσης, με το οποίο θα ανασυγκροτείτο η Ιταλία. Αυτή η αμοιβαία σύγκλιση, αυτή η Εθνική συνεννόηση των δύο μεγάλων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της Ιταλικής κοινωνίας, ονομάστηκε «ιστορικός συμβιβασμός.»
Αυτά μου έρχονται στην μνήμη τους τελευταίους μήνες, καθώς παρατηρώ την υπόγεια στήριξη που παρέχει ένα τμήμα της συντηρητικής παράταξης στην συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μια στήριξη αδιαμφισβήτητη, που δεν γνωρίζουμε τους όρους υπό τους οποίους εδόθη, τα ανταλλάγματα και τις προϋποθέσεις της. Συνεπώς μόνον εικασίες μπορούμε να κάνουμε, εκ της παρατηρήσεως των γεγονότων και να βγάλουμε συμπεράσματα κατ΄εκτίμηση.
Να ξεκαθαρίσω ευθύς εξ αρχής πως-γενικά- βλέπω απολύτως θετικά την πολιτική συνεργασία ενός τμήματος του συντηρητικού χώρου με την Αριστερά. Είναι προφανές πως αποκλιμακώνονται οι πολιτικές εντάσεις, αποφεύγονται οι πολώσεις, δημιουργείται ένα κλίμα συναίνεσης δύο ιστορικά αντίπαλων χώρων. Ανευρίσκονται κοινοί τόποι. Τα οφέλη τόσο ευδιάκριτα που δεν υπάρχει λόγος περαιτέρω ανάλυσης.
Όλα αυτά όμως υπό μια σημαντική προϋπόθεση, που –δυστυχώς- δεν συντρέχει στην περίπτωση μας. Την ύπαρξη δηλαδή μιας πολιτικής συμφωνίας των δύο πλευρών που θα είναι γνωστή σε όλον τον λαό για να γνωρίζουμε τις αμοιβαίες υποχωρήσεις, τις εκατέρωθεν δεσμεύσεις, τα όρια και τους σκοπούς αυτής της συνεργασίας. Σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας στήριξης που παρέχεται με δηλώσεις φίλων και συγγενών, με υπονοούμενα και μισόλογα, με διορισμούς σε κυβερνητικές θέσεις ανθρώπων του πρώην πρωθυπουργού και με εμφύλιες βολές κατ΄αυτών που αντιπαλεύουν σθεναρά την συγκυβέρνηση. Ο θρίαμβος της παραπολιτικής. Σε μια προηγμένη δημοκρατικά χώρα οι πολιτικές συνεργασίες γίνονται στο φως της ημέρας, με διαφάνεια, μπροστά στην κοινή γνώμη, που επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει επειδή είναι ενημερωμένη. Και οι συνεργαζόμενοι κρίνονται γι΄αυτό τους το τόλμημα.
Η αδιαφάνεια, το παρασκήνιο, η καμαρίλα, πρακτικές που ταλαιπώρησαν την πολιτική ζωή του τόπου μας, φαίνεται πως κυριαρχούν και σήμερα. Και οι δύο πλευρές- ο ΣΥΡΙΖΑ και η καραμανλική Δεξιά- δεν αισθάνονται άνετα με αυτήν την συνεργασία και γι΄αυτό δεν εμφανίζουν τους πολιτικούς όρους της, αν υφίστανται. Γιατί υπάρχει και η θλιβερή εκδοχή η πολιτική συμφωνία να αρχίζει και να τελειώνει στην προστασία της υστεροφημίας του πρώην πρωθυπουργού και στην τακτοποίηση «κολλητών» σε κάποιες θέσεις. Φτηνά πράγματα, ανάξια σχολιασμού και κατώτερα των δύσκολων στιγμών που διέρχεται η χώρα.
Αν όμως-κάτι που δεν το πιστεύω- όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας των σχολιαστών, θα μπορούσε ο πρώην πρωθυπουργός, εδώ και πολύ καιρό, με μια ανακοίνωση δέκα λέξεων να βάλει τα πράγματα στην θέση τους και να συμμαζέψει τους παρατρεχάμενους του. Όσο δεν το κάνει, επιβεβαιώνει την ύπαρξη του «ιστορικού συμβιβασμού» αλά γκρέκα.