Έχω επαναλάβει αναρίθμητες φορές, τα τελευταία χρόνια, πως υπάρχει ένα και μόνο αποφασιστικό ζήτημα που μπορεί να επιτρέψει μία ανατροπή των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας, της Ευρώπης και γενικότερα του χριστιανικού κόσμου – δυτικού και ορθόδοξου. Και αυτό δεν είναι οι οικονομικές αντιθέσεις, όπως πολλοί φαντάζονται.
Πολύ σημαντικότερο είναι η μετατροπή της Τουρκίας –κάτω από την ηγεσία του Ερντογάν– σε διεκδικητή της ηγεσίας όχι απλώς των «μουσουλμάνων» αλλά του ισλαμισμού. Και ο ισλαμισμός είναι η διεκδίκηση της κυριαρχίας των μουσουλμάνων πάνω στους υπόλοιπους πληθυσμούς. Στις δυτικές κοινωνίες, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 –όπως είχε γίνει σε ένα βαθμό και στη Ρωσία μετά τον πόλεμο στο Αφγανιστάν– ο ισλαμισμός αναδεικνύεται σταδιακώς ως η κυρίαρχη εσωτερική αντίθεση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Και αυτό το δημιούργησε η «ανέμελη», για να μην πω εγκληματική, συμπεριφορά των αρχουσών ελίτ μπροστά στην ενίσχυση των μουσουλμανικών μεταναστευτικών ρευμάτων, για λόγους αποκλειστικά οικονομικούς και εκμετάλλευσης ενός φτηνού εργατικού δυναμικού – λέγε με Μέρκελ και Ένωση Γερμανών Βιομηχάνων.
Συμπεριφορά η οποία παρέβλεπε ένα θεμελιώδες γεγονός ότι αυτοί οι πρόσφυγες και μετανάστες δεν είναι απλά κρέας για τα εργοστάσια, αλλά αποτελούν φορείς ενός πολιτισμικού προτύπου. Ενός προτύπου που όχι μόνο δεν είναι συμβατό με εκείνο των χριστιανικών χωρών αλλά τείνει αναπόφευκτα να αποκτήσει και επιθετικά, χωριστικά χαρακτηριστικά. Και αυτό καθώς η Ευρώπη, και στην Ανατολή και στη Δύση, βρίσκεται σε πληθυσμιακή αλλά και πολιτισμική και οικονομική υποχώρηση ενώ το ισλάμ ενισχύεται με ραγδαίους ρυθμούς, δημογραφικά και οικονομικά. Ούτως ή άλλως, το ισλάμ είναι από τη φύση του μία πολιτική θρησκεία, μια και έχει επεκταθεί μέσα από τη στρατιωτική κατάκτηση, ενώ ο Μωάμεθ ήταν ταυτόχρονα προφήτης και πολεμιστής, σε αντίθεση με τον «αμνό του Θεού».
Επομένως, η αποκλειστική ταύτιση με μία θρησκεία που διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά οδηγεί σχετικά εύκολα στην προσχώρηση στον ισλαμισμό, ιδιαίτερα μέσα στο «εχθρικό» και στην πραγματικότητα ανεκτικό πεδίο του χριστιανικού κόσμου και των δυτικών κοινωνιών. Εκεί η θρησκεία παύει να είναι –αν ήταν ποτέ στο ισλάμ– ένα απλό ατομικό ή συλλογικό γεγονός και τείνει να μεταβληθεί σε πολιτική ιδεολογία, δηλαδή σε ισλαμισμό. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ξεπεραστεί ένα ορισμένο πληθυσμιακό επίπεδο και συγκροτηθούν κοινότητες αρκετά ισχυρές ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Αυτές οι κοινότητες τείνουν να αποκτήσουν χωριστικά χαρακτηριστικά, όπως επεσήμανε ο πρόεδρος Μακρόν, δηλαδή συγκροτούν πολιτικο-θρησκευτικές μειονότητες στο εσωτερικό των χωρών υποδοχής. Γι’ αυτό εξάλλου και δεν προσομοιάζουν καθόλου με τα μεταναστευτικά ρεύματα άλλων λαών και άλλων εποχών, όπως επί παραδείγματι των Ελλήνων, των Ιταλών ή των Ιρλανδών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ή των Ιταλών, των Ισπανών και των Πολωνών στη Γαλλία ή τη Γερμανία. Αυτοί οι πληθυσμοί, ακόμα και όταν κρατούν μία αναφορά στη χώρα προέλευσής τους και στις παραδόσεις τους, εντάσσονται οργανικά στις χώρες υποδοχής.
Αντίθετα, στη σημερινή συγκυρία, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί με τους μεγάλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, στους οποίους ο ισλαμισμός εύκολα μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε σύνθεση εκεί μπορεί να γίνει εφικτή μόνο από τη στιγμή που οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί θα πάψουν να ορίζονται πολιτικο-ιδεολογικά με βάση τη θρησκευτική ταυτότητα αποκλειστικά, ή προνομιακά, και θα ορίζονται κατ’ εξοχήν με βάση τις πολιτικές ή ευρύτερες ιδεολογικές τους αντιλήψεις.
Αυτό ήδη συμβαίνει εν μέρει, όλο και περισσότερο, μέσα στις μουσουλμανικές χώρες, όπου ο ισλαμισμός βρίσκεται ήδη σε υποχώρηση, επί παραδείγματι στις χώρες όπου κυριαρχεί επί πολλά χρόνια, όπως στο Ιράν. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο σε πολλούς αναγνώστες, αρκεί να δει κανένας τη θεματική του νέου ιρανικού σινεμά.
Εν κατακλείδι, η ιδεολογική αλλαγή που μπορεί να κάνει ικανούς τους μουσουλμάνους να συμβιώνουν με άλλους πληθυσμούς, όταν συγκροτούν σημαντικές κοινότητες στο εσωτερικό τους, δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί και προϋποθέτει τη μείωση των μεταναστευτικών ρευμάτων και μια γενικευμένη πάλη ενάντια στα χωριστικά φαινόμενα. Και αυτό το καταλαβαίνουν πλέον με οδυνηρό τρόπο οι κυβερνήσεις και οι ελίτ χωρών όπως η Γαλλία. Κατά συνέπεια, η αντίδραση του Μακρόν απέναντι στον ακραίο ισλαμισμό, που τόσες και τόσες φορές τα τελευταία χρόνια έχει αιματοκυλίσει τη Γαλλία, αποτελεί ένα σημείο τομής για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες συνολικά.
Πέρα από τις άλλες γενικότερες συνέπειές του, το συγκεκριμένο γεγονός έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα, καθώς ο Ερντογάν εμφανίζεται ως ο ηγέτης του ισλαμιστικού κινήματος σε διεθνή κλίμακα· και, στον βαθμό που οι σουνίτες μουσουλμάνοι αποτελούν το 90% του μουσουλμανικού πληθυσμού παγκοσμίως, μπορεί επάξια να διεκδικεί αυτή τη θέση έναντι του μειοψηφικού σιιτικού ισλάμ των μουλάδων. Ο Ερντογάν, εμφανιζόμενος ως ο κατ’ εξοχήν υπερασπιστής του ευρωπαϊκού ισλαμισμού, οδηγείται σε άμεση αντιπαράθεση με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και αυτοαποκλείεται σταδιακά από την ευρωπαϊκή οικογένεια, που τόσο ασύγγνωστα και μικρομπακάλικα είχε δεχθεί να εντάξει την Τουρκία στους κόλπους της. Επομένως, μία τέτοια στάση οδηγεί αναπόφευκτα –βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα– σε σύγκρουση με την Ευρώπη. Και αυτό το γεγονός μπορεί να μεταβάλει την Ελλάδα σε πραγματικό ευρωπαϊκό σύνορο, αρκεί και η Ελλάδα να δείξει πως είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί τον εαυτό της και την ευρωπαϊκότητά της.
Αυτή η διαπίστωση μας καλεί κατ’ αρχάς σε μία άμεση, εδώ και τώρα, σύμπηξη στρατιωτικής συμμαχίας με τη Γαλλία. Παράλληλα, μπορεί να απαντήσει και σε όλους εκείνους που θεωρούν την είσοδο μουσουλμανικών μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα ως «ευκαιρία» είτε οικονομική είτε –άκουσον, άκουσον– ακόμα και «πολιτισμική».
Εάν η Γαλλία αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα, ευρισκόμενη στο κέντρο της Ευρώπης, κατανοούμε τί μπορεί να σημαίνει για την Ελλάδα μια τέτοια εξέλιξη, μια προϊούσα ενίσχυση μουσουλμανικών πληθυσμών κάτω από την αιγίδα του ισλαμισμού της Τουρκίας. Εξάλλου, ήδη, σημαντικές αραβικές χώρες, όπως η Αίγυπτος, με πλειοψηφικά μουσουλμανική ταυτότητα, απορρίπτουν τον ισλαμισμό των Αδελφών Μουσουλμάνων και του Ερντογάν και συμμαχούν μάλλον με την Ελλάδα.