Οι ΗΠΑ, όπως και η Ιταλία, ανήκουν στις απειροελάχιστες χώρες του πλανήτη με σύστημα δύο βουλών, όπου δεν κυριαρχεί πολιτικά η Κάτω Βουλή, αλλά τα δύο σώματα είναι περίπου ισοδύναμα. (Αντίθετα στη Γαλλία, για παράδειγμα, όχι απλώς η Γερουσία δεν παρέχει -όπως παρέχει στην Ιταλία- ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, απαραίτητη στα συστήματα όπου υπάρχει η κοινοβουλευτική αρχή, αλλά και δεν μπορεί καν να εμποδίσει την Βουλή να νομοθετήσει, ακόμη και ενάντια στη βούληση των Γερουσιαστών).
Μάλιστα στις ΗΠΑ η Γερουσία θεωρείται ανώτερη της Βουλής των Αντιπροσώπων (όχι μόνο από πλευράς κύρους ή λόγω της ευρύτερης κατά κανόνα εκλογικής βάσης των Γερουσιαστών): Πέραν της –πλέον όχι τελείως τυπικής- επικύρωσης μόνο από αυτήν του διορισμού ανώτατων κρατικών λειτουργών, υπουργών και δικαστών, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για έγκριση των συνθηκών, αρά και των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας, ως γνωστόν δε αρνήθηκε στον πρόεδρο Ουίλσον την επικύρωση της συνθήκης των Βερσαλλιών. (Βέβαια ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός περνάει πρώτα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, κάτι που συνιστά συγκριτικό πλεονέκτημα γι’ αυτήν).
Σύμφωνα με τη αρχική διατύπωση του Συντάγματος των ΗΠΑ τους Γερουσιαστές τούς όριζαν οι πολιτειακές βουλές, αλλά η 17η συνταγματική τροπολογία τούς κατέστησε μετά το 1913 εκλεγόμενους απευθείας από τον λαό. (Σημειωτέον, και τα μέλη του εκλεκτορικού κολεγίου, που εκλέγει τον πρόεδρο της χώρας, μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα από τις πολιτειακές βουλές ορίζονταν σε πολλές πολιτείες -στη δε Ν. Καρολίνα έως το 1860).
Σήμερα, λοιπόν, παραμένει εκκρεμής η διαμόρφωση των κοινοβουλευτικών συσχετισμών στη Γερουσία: Υπολείπεται –θα γίνει στις 5 Ιανουαρίου- η εκλογή των δύο Γερουσιαστών της Τζόρτζια, οπότε θα κριθεί η πλειοψηφία του σώματος (και σε τελική ανάλυση η πλήρης κυριαρχία των Δημοκρατικών, οι οποίοι με 222 έδρες επί συνόλου 435 διατήρησαν, έστω μειωμένη, την πλειοψηφία της Βουλής). Αυτό συμβαίνει γιατί η Τζόρτζια είναι από τις δυο-τρεις πολιτείες όπου για την ανάδειξη Γερουσιαστή δεν αρκεί η σχετική, αλλά απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία των ψηφιζόντων πολιτών και τέτοια δεν υπήρξε στις 3 Νοεμβρίου, αφού στη μία περιφέρειά της κατέβηκαν διασπασμένοι οι Ρεπουμπλικάνοι, στη δε άλλη υπήρχε και ένας «libertarian» υποψήφιος. (Ο λόγος που η πολιτεία αυτή αναδεικνύει ταυτόχρονα και τους δύο Γερουσιαστές της είναι πως, πέραν της τακτικής γερουσιαστικής εκλογής, υπάρχει και έκτακτη, που προκλήθηκε από την προ μηνών παραίτηση, για λόγους υγείας, του κατόχου της μίας γερουσιαστικής έδρας).
Οι μέχρις ώρας συσχετισμοί δυνάμεων καθιστούν τη συγκεκριμένη εκλογή κρίσιμη, επειδή έχουν εκλεγεί 50 ρεπουμπλικάνοι Γερουσιαστές, 46 Δημοκρατικοί και δύο -ο Σάντερς και ο Κινγκ- συνεργαζόμενοι με αυτούς. Άρα, αν το κόμμα του Μπάιντεν κερδίσει τις δύο έδρες της πολιτείας, ο πιθανότερος συσχετισμός ψήφων θα είναι 50-50 και κατά τη συνταγματική πρόβλεψη η ψήφος της αντιπροέδρου Χάρις θα διαμορφώνει την πλειοψηφία. (Ο λόγος που τότε οι ψηφοφορίες στη μελλοντική Γερουσία θα καταλήγουν συνήθως 50-50 είναι πως πλέον υπάρχει πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το παρελθόν πειθαρχία στις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων. Παλαιότερα, ο Κέννεντυ, πχ, έχοντας δημοκρατική πλειοψηφία στο Κογκρέσο, δυσκολευόταν περισσότερο στην υπερψήφιση των νομοσχεδίων του απ’ ό,τι ο Αιζενχάουερ που στα έξι έτη της θητείας του δεν διέθετε ρεπουμπλικάνικη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.)
Το τελευταίο ερώτημα, όμως, είναι: Συμφέρει άραγε τον Μπάιντεν να έχει το δημοκρατικό κόμμα την πλειοψηφία και στη Γερουσία, οπότε θα είναι εκβιάσιμος από την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του; Ή μήπως θα είναι καλύτερο, για την προώθηση της πολιτικής του, να διαπραγματεύεται -αυτός ο μάστορας της σύνθεσης- με τη μετριοπαθή πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων, επιταχύνοντας έτσι και την «αποτραμποποίηση» του GOP; (Με τίμημα, βέβαια, οι πρόεδροι των επιτροπών να είναι ρεπουμπλικάνοι…).
Πάντως ο νέος πρόεδρος σίγουρα θα πανηγυρίσει αν εκλέξει τους δύο Γερουσιαστές της Τζόρτζια. Δεν είναι όμως βέβαιο πως θα χαρεί κιόλας.