Από τον Φεβρουάριο του 1972, όταν ο τότε πρόεδρος Νίξον επισκέφθηκε την Κίνα, μετά την έντονη μυστική διπλωματία του Χένρι Κίσιντζερ, οι σινο-αμερικανικές σχέσεις παρουσίασαν μέχρι σήμερα πολλά σκαμπανεβάσματα. Αμερικανοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Ουάσινγκτον δεν μπόρεσε να ακολουθήσει μία συνεκτική στρατηγική απέναντι στην Κίνα ακόμα και όταν άρχισε να διαβλέπει ηγεμονικές φιλοδοξίες, όχι μόνο σε περιφερειακό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η κρίση της πανδημίας Covid-19 με τις διαφαινόμενες πλέον σοβαρές ευθύνες της κινεζικής ηγεσίας, τόσο για την εμφάνιση του ιού όσο κυρίως για την καθυστερημένη ενημέρωση και την παραπληροφόρηση της διεθνούς κοινότητας, βάρυναν κι άλλο τις ήδη… βεβαρημένες σχέσεις ΗΠΑ - Κίνας, που κατά κάποιους ίσως μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Το πρώτο καμπανάκι χτύπησε» για την Ουάσινγκτον όταν η Κίνα αύξησε αιφνιδιαστικά το 2007 τις αμυντικές της δαπάνες κατά περίπου 25%, ενώ το 2008 γίνεται ο μεγαλύτερος πιστωτής των ΗΠΑ κρατώντας πλέον στα χέρια της κρατικά ομόλογα αξίας 600 δισ. USD. Σήμερα τα αμερικανικά κρατικά και εταιρικά ομόλογα συν μετοχές ξεπερνούν περίπου τα 3,3 τρισ. (1/7 δηλαδή του αμερικανικού ΑΕΠ). Λόγω και της αλληλεξάρτησης των δύο οικονομιών, κατά την οικονομική κρίση του 2008 οι δύο χώρες συνεργάστηκαν στενά. Το 2010 η Κίνα γίνεται η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και από το 2012 αρχίζουν σοβαρές εντάσεις στο εμπορικό πεδίο.
Η εποχή Σι Τζινπίνγκ
Τον Νοέμβριο 2012 συντελείται στην Κίνα μια τεράστια πολιτική αλλαγή. Στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΚ αντικαθίσταται περίπου το 70% των ατόμων που είχαν ηγετικές θέσεις. Μία όχι και πολύ γνωστή φιγούρα μέχρι τότε, ο 49χρονος Σι Τζινπίνγκ γίνεται πρόεδρος, γ.γ. του ΚΚΚ και πρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, δηλαδή ουσιαστικός αρχηγός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, όπως ακόμα ονομάζονται οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις. Οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Κίνας γίνονται πλέον εμφανείς.
Τον Δεκέμβριο 2107 εκδίδεται στην Ουάσινγκτον η Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας. Η Κίνα περιγράφεται ως «αναθεωρητική δύναμη που μπορεί να διαβρώσει την ασφάλεια και την ευημερία των ΗΠΑ και να δημιουργήσει έναν κόσμο αντίθετο στα συμφέροντα των ΗΠΑ», ενώ στην Εθνική Αμυντική Στρατηγική που ακολουθεί προσδιορίζεται ως στρατηγικός ανταγωνιστής.
Και ενώ τον Ιανουάριο διαφαίνεται μια χαλάρωση, με την υπογραφή της Πρώτης Φάσης της Εμπορικής Συμφωνίας Κίνας - ΗΠΑ, ξεσπάει η πανδημία και από τα αρχικά καλά λόγια του προέδρου Τραμπ φτάνουμε σε μια ψυχροπολεμική ρητορική. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του αμερικανικού κατεστημένου θεωρεί την Κίνα ζωτική και εκτιμάται ότι στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές οι σχέσεις με την Κίνα θα είναι βασικό θέμα.
Παγκόσμιος «παίκτης»
Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεν έκρυψε ότι θέλει να κάνει… «την Κίνα μεγάλη ξανά». Πέντε χρόνια αργότερα, στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΚ, τον Οκτώβριο του 2017, επεσήμανε καταχειροκροτούμενος ότι το κινεζικό έθνος έχει πλέον ανορθωθεί, ευημερεί και αποκτά δύναμη. Μελετητής του Θουκυδίδη, ο Σι αρχίζει να υλοποιεί τους γεωπολιτικούς στόχους του προσεκτικά για να αποφύγει τη λεγόμενη «θουκυδίδειο παγίδα», η οποία αυξάνει τον κίνδυνο σύγκρουσης μεταξύ μιας ήδη μεγάλης και κυρίαρχης δύναμης και μιας ανερχόμενης. Οπως συνέβη με την άνοδο της Αθήνας και το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πόλεμου.
Η φράση «ασιατικές λύσεις σε ασιατικά προβλήματα», την οποία επαναλαμβάνει η κινεζική ηγεσία σε κάθε ευκαιρία, δείχνει τη γεωπολιτική αντίληψη για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και συνιστά μια επανάληψη του Δόγματος Mονρόε το 1823, με το οποίο η Αμερική απέκλεισε όλο το δυτικό ημισφαίριο από τον ανταγωνισμό των τότε μεγάλων δυνάμεων. Άραγε η Κίνα με την ανάπτυξη ενός πολυδιάστατου πλέγματος δυνατοτήτων ήπιας και σκληρής ισχύος επιχειρεί να επανακαθορίσει κάποιους από τους κανόνες του διεθνούς συστήματος;
Αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν ότι η στρατηγική της εδράζεται σε δύο «δρόμους». Ο πρώτος αποσκοπεί στην κυριαρχία της ευρύτερης περιφέρειας προκειμένου να αποτελέσει εφαλτήριο για έναν παγκόσμιο ρόλο. Ο δεύτερος επιχειρεί να υπερφαλαγγίσει το σύστημα συμμαχιών και εταιρικών σχέσεων των ΗΠΑ και της παρουσίας τους, αναπτύσσοντας διπλωματική, πολιτική και κυρίως οικονομική επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα και «οπλοποιώντας» την παγκοσμιοποίηση.
Η υψηλή στρατηγική της Κίνας στηρίζεται σημαντικά στο τιτάνιο πρόγραμμα «Belt and Road Imitative» (BRI) που αναγγέλθηκε το 2013. Πρόκειται για τη συγκρότηση ενός νέου χερσαίου και θαλάσσιου «Δρόμου του Μεταξιού» από την Κίνα μέσω Ευρασίας και ΝΑ Ασίας στις άλλες ηπείρους, κατασκευάζοντας και χρηματοδοτώντας υποδομές και ελέγχοντας έτσι το δίκτυο του παγκόσμιου εμπορίου και της οικονομίας. Η μετατροπή της οικονομικής σε πολιτική επιρροή, η τεχνολογική υπεροχή και η κυριαρχία στους διεθνείς οργανισμούς, όπως έχει κάνει με τον ΠΟΥ και άλλες υπηρεσίες του ΟΗΕ, είναι επίσης σημαντικά… «εργαλεία», που «φοβίζουν» τους Αμερικανούς.
Η «Λευκή Βίβλος», που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2019, απαντάει με προσεκτική «γλώσσα» στην Αμερικανική Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας και χαρακτηρίζει την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων καθαρά αμυντικού σκοπού. Συγκρίνει τις αμερικανικές δαπάνες, που ανέρχονται στο 3,5% ΑΕΠ, με τις κινεζικές του 1,3% (οι αμερικανικές υπηρεσίες θεωρούν ότι είναι τριπλάσιες) και προβάλλεται η ειρηνική συνεργασία.
Το 2017 ολοκλήρωσε την πρώτη υπερπόντια ναυτική βάση της στο Τζιμπουτί, ενώ κατασκευάζει και δεύτερη στην Καμπότζη. Οι Ε.Δ. της, επισήμως το ένοπλο τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αριθμούν σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών (IISS), 975.000 οπλίτες. Απέκτησε πρόσφατα το δεύτερο αεροπλανοφόρο της, ναυπηγείται ένα τρίτο και υπάρχει σχεδίαση για τη ναυπήγηση και τέταρτου. Όμως υπολείπεται σημαντικά έναντι των 11 αμερικανικών, υψηλότερων δυνατοτήτων αεροπλανοφόρων, κατηγορίας Nimitz και Ford.
Στον οπλοστάσιό της έχει εκατοντάδες βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς και βλήματα εναντίον αεροπλανοφόρων με βεληνεκές 1.250 μιλίων, ενώ αναπτύσσει νέα, με βεληνεκές 2.500 μιλίων. για να κρατήσει τα «εχθρικά» αεροπλανοφόρα ακόμα μακρύτερα. Εκτιμάται ότι διαθέτει 290 πυρηνικές κεφαλές, έναντι 6.185 των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), αλλά το Πεκίνο έχει διακηρύξει ότι δεν θα χρησιμοποιήσει το πυρηνικό οπλοστάσιο παρά μόνο σε περίπτωση που δεχθεί πυρηνική προσβολή.
Πώς μπορούν οι ΗΠΑ να εμπλέξουν το ΝΑΤΟ;
Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο τον Δεκεμβρίου 2019, έπειτα από ασφυκτικές αμερικανικές πιέσεις, η Συμμαχία αναγνώρισε για πρώτη φορά ότι «η αυξανόμενη πολιτική επιρροή της Κίνας και οι διεθνείς πολιτικές της αποτελούν προκλήσεις για τη Συμμαχία και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από κοινού». Ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, έσπευσε να δηλώσει ότι αυτό δεν σημαίνει πως θα πάει το ΝΑΤΟ στη Θάλασσα της Κίνας, αλλά ότι η Κίνα «έρχεται κοντύτερα σ' εμάς» και μάλιστα στον «κυβερνοχώρο» και στις 5G τηλεπικοινωνίες. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ευρώπη μετά την πανδημία αντιμετωπίζουν πλέον την Κίνα επιφυλακτικά και ίσως να μοιράζονται κάποιες από τις ανησυχίες των ΗΠΑ. Κάποιες όμως!
Δεν είναι εύκολη μια ουσιαστική εμπλοκή του ΝΑΤΟ στον στρατηγικό ανταγωνισμό ΗΠΑ - Κίνας. Απαιτείται συναίνεση (consensus), μιας και η Κίνα για τις περισσότερες χώρες της Συμμαχίας δεν θεωρείται απειλή για την ασφάλειά τους και φυσικά είναι απρόθυμες να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ σε έναν σκληρό ανταγωνισμό με την Κίνα. Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα και Ολλανδία θα έρχονταν σε πολύ δύσκολη θέση.
Δεν αποκλείεται μάλιστα να δημιουργηθούν και προβλήματα συνοχής στο θέμα αυτό. Ίσως η πρόσφατη αναγγελία για απόσυρση 9.000 Αμερικανών στρατιωτών από τη Γερμανία να συνδέεται και με την άρνησή της να συμμετάσχει σε μία Σύνοδο G7 που θα είχε στο «μενού» και την Κίνα και στην επιμονή της να συγκληθεί τελικά μία Σύνοδος Κορυφής Ε.Ε. - Κίνας.
Πλέον της πολιτικής στήριξης των ΗΠΑ μέσω διακηρύξεων της Συμμαχίας που μάλλον δεν… «κοστίζει», θα αναζητηθεί η μέθοδος του «όσο… τόσο»! Σαν πρώτο και πιο… ανώδυνο μέτρο θα ήταν η ενίσχυση των σχέσεων, που έτσι και αλλιώς υπάρχουν εδώ και κάποια χρόνια, με τις χώρες του Ινδο-Ειρηνικού όπως η Κορέα, η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία και η Ιαπωνία, οι οποίες μέχρι τώρα είναι εστιασμένες σε συμβουλευτικό επίπεδο.
Η οποιαδήποτε συνεργασία στον τομέα των πληροφοριών, οι κοινές ασκήσεις στην περιοχή και η συγκρότηση μικρού ΝΑΤΟϊκού επιτελείου στην Αμερικανική Διοίκηση του Ινδο-Ειρηνικού μπορεί να συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός Συμβουλίου ΝΑΤΟ - Κίνας, σαν αυτό που δημιουργήθηκε με τη Ρωσία το 1997. Από τη μία θα αναγνωρίσει την πραγματικότητα με την παγκόσμια επιρροή της Κίνας και την αναγκαιότητα συνεργασίας με αυτή, όπως π.χ. σε επιχειρήσεις κατά της πειρατείας, και από την άλλη θα δείξει ότι σε αυτό τον ανταγωνισμό μπορεί να έχει απέναντι σχεδόν όλη τη Δύση.
Συμπεράσματα, Προοπτική
Με τους νεκρούς από την πανδημία στις ΗΠΑ να φθάνουν τις 100.000 και με τις προεδρικές εκλογές πλέον πολύ κοντά, η διοίκηση Τραμπ στέκεται μάλλον μπερδεμένη απέναντι στην Κίνα. Και ακόμα πιο μπερδεμένος φαίνεται να είναι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, πρώην αντιπρόεδρος Μπάιντεν. Ένας Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, των δύο μεγαλυτέρων οικονομιών του κόσμου, και με εμπλοκή όλης της Δύσης θα είναι σημαντικό λάθος και η έκβασή του μη προβλέψιμη. Η παγκόσμια κατάσταση είναι τελείως διαφορετική από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης και φυσικά πολύ πιο πολύπλοκη.
Είναι αφελές να πιστεύεται από κάποια κέντρα στις ΗΠΑ ότι με πίεση θα μπορούσε να καταρρεύσει το κομμουνιστικό καθεστώς όπως και συνέβη με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία σημειωτέον ήταν μία αφύσικη «αυτοκρατορία» που εξαπλώθηκε με βία. Ίσως πάλι ο πρόεδρος Τραμπ να θέλει να εξαναγκάσει την Κίνα σε μια συνθηκολόγηση αμερικανικού χρέους, ώστε να μειωθεί δραστικά η εξάρτηση των ΗΠΑ από αυτήν, ρισκάροντας όμως και το μέλλον των αμερικανικών πολυεθνικών που είναι βαθιά αλληλεξαρτώμενες με την Κίνα, με αντίκτυπο στην αξία τους στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Η Αμερική μόνη της δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα Κίνα και Ρωσία, χώρες που παρεμπιπτόντως έχουν μεταξύ τους σημαντική συνεργασία και στον αμυντικό τομέα και γι' αυτό άρχισε να κάνει «σκόντο» στον… Πούτιν. Μάλλον ο Αμερικανός πρόεδρος, παρά την απέχθειά του, θα αναγκαστεί να επιστρέψει στο σύστημα συμμαχιών και εταιρικών σχέσεων και παράλληλα να αποκαταστήσει το διεθνές γόητρό του. Με τις σημερινές συνθήκες, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, ακόμα και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και αναθεωρούν σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις τους με την Κίνα, έχουν σοβαρές επιφυλάξεις για την κλιμάκωση του ανταγωνισμού με ουσιαστική εμπλοκή της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να βάλουν σε λογικές διαστάσεις την ανταγωνιστικότητα της Κίνας, αλλά και οι Κινέζοι από τη μεριά τους οφείλουν να μετριάσουν τις παγκόσμιες φιλοδοξίες, την περιφερειακή επιθετικότητα και τον αναθεωρητισμό τους και να αποφύγουν εντάσεις με άλλες χώρες, όπως με την Ταϊβάν (που τη θεωρεί επαρχία της) και προσφάτως με την Ινδία. Και οι δύο χώρες είναι πολύ μεγάλες για να κυριαρχήσει η μία στην άλλη.
Η Κίνα για το εγγύς μέλλον τουλάχιστον θα παραμείνει μία περιφερειακή δύναμη, η οποία προσπαθεί να μειώσει την αμερικανική επιρροή και να αυξήσει τη δική της, και θα ήταν υπερβολικό να πιστέψουμε ότι προσπαθεί να ανατρέψει την υφιστάμενη παγκόσμια τάξη.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββάτο