Μια διαφορετική οργάνωση και έμφαση στη διαχείριση των περιστατικών covid στους απλούς θαλάμους νοσηλείας με την κατάλληλη στελέχωση και τον κατάλληλο εξοπλισμό, θα μπορούσε να μειώσει τη ροή ασθενών στην Εντατική, μειώνοντας αντίστοιχα και τις πιέσεις στο σύστημα υγείας.
Στην ανάγκη διαχείρισης της ασθένειας με νέα ηπιότερα αλλά και φθηνότερα μέσα, αναφέρεται ο καθηγητής Πνευμονολογίας του ΑΠΘ, Εντατικολόγος Ιωάννης Στανόπουλος, επισημαίνοντας ότι από την είσοδο στην εντατική και μετά, ο χρόνος νοσηλείας μακραίνει, οπότε οι κλίνες δεν μπορούν να απελευθερωθούν έγκαιρα για την κάλυψη μεγαλύτερου αριθμού ασθενών.
Σε συνέντευξή του στο Liberal.gr, o κ. Στανόπουλος, υπογραμμίζει ότι η θεραπεία στην εντατική χρειάζεται απόλυτα εξειδικευμένο προσωπικό που αντιμετωπίζει συχνά το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας.
Συνέντευξη στην Άννα Παπαδομαρκάκη
Αυτοί που νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση είναι το 20% των νοσηλευομένων. Μπορεί να μειωθεί το ποσοστό αυτό; Και με ποιόν τρόπο;
Ναι, πράγματι από το σύνολο των νοσηλευομένων, ένας στους πέντε χρειάζεται διασωλήνωση. Το ποσοστό αυτό είναι μεγάλο και θα μπορούσε να μειωθεί.
Το κλειδί για να έχουμε καλύτερη έκβαση στα περιστατικά είναι οι κλινικές που νοσηλεύουν ασθενείς με κορονοϊό. Εκεί είναι κρίσιμο να παρακολουθούνται στενά οι ασθενείς. Να υπάρχουν συσκευές μη επεμβατικού αερισμού και οξυγόνου υψηλής ροής, θάλαμοι αρνητικής πίεσης. Χρειάζεται και ικανός αριθμός ιατρών και νοσηλευτών, ώστε να επεμβαίνουν εγκαίρως σε περίπτωση επιδείνωσης, να προστατεύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα μετάδοσης του ιού και να μη φτάνουν στα όρια της εξάντλησης.
Υπάρχουν συσκευές -σχετικά φθηνές- με οξυγόνο υψηλής ροής, πολύ παραπάνω από αυτό που δίνουμε με τους συμβατικούς τρόπους οξυγονοθεραπείας, με ρινική κάνουλα, πολύ χαμηλότερου κόστους από τους αναπνευστήρες.
Τα μηχανήματα μη επεμβατικού αερισμού έχουν μια σειρά μάσκες που εφαρμόζουν πολύ καλά στη μύτη και το στόμα, και έχουν καλή εφαρμογή στο πρόσωπο του ασθενή ώστε να μπορούν να μεταφέρουν οξυγόνο με θετική πίεση, χωρίς να χρειάζεται διασωλήνωση.
Φυσικά, οι συσκευές αυτές, ήταν γνωστές από την αρχή της πανδημίας. Όμως επιλέχθηκε να μην χρησιμοποιηθούν για λόγους διασποράς του ιού μέσα στο νοσοκομείο. Θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε θαλάμους αρνητικής πίεσης, που όμως δεν έχουμε αρκετούς. Τώρα όμως, γνωρίζουμε πώς να προφυλαχθούμε από διασπορά. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η διασπορά του αερολύματος με τις μεθόδους αυτές είναι μικρότερη από την αναμενόμενη. Ειδικά για την ρινική συσκευή οξυγόνου υψηλής ροής, η τοποθέτηση χειρουργικής μάσκας στον ασθενή φαίνεται ότι παρέχει ικανοποιητική προστασία.
Εκτός από τις συσκευές αυτές, θα μπορούσαν να βοηθήσουν απλές παρεμβάσεις που βασίζονται στη Φυσιολογία, όπως η νοσηλεία των ασθενών για αρκετές ώρες σε πρηνή θέση.
Αλλιώς, με το συμβατικό τρόπο οξυγονοθεραπείας, έχουμε ένα όριο πέρα από το οποίο η οξυγόνωση του αίματος γίνεται τόσο δύσκολη, που οι γιατροί δεν μπορούν να βοηθήσουν άλλο τους ασθενείς, παρά μόνο με την εισαγωγή των τελευταίων στις μονάδες εντατικής θεραπείας για διασωλήνωση, για να δώσουν το απαραίτητο οξυγόνο, με αναπνευστήρα. Αυτό σε ένα ποσοστό, θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Η αποφυγή της διασωλήνωσης, βέβαια, προϋποθέτει αναγνώριση του προβλήματος και την ανάλογη οργάνωση στο νοσοκομείο.
Πόσο καιρό διαρκεί κατά μέσο όρο η νοσηλεία, τόσο στις κλινικές, όσο και στις ΜΕΘ;
Για τις εντατικές που μπορώ να μιλήσω, διαρκεί αρκετές ημέρες, εφόσον εκδηλωθεί το σύνδρομο βαριάς αναπνευστικής ανεπάρκειας. Κυμαίνεται μεταξύ 3-4 εβδομάδων. Και αυτός ο χρόνος δεν μπορεί να μειωθεί, γιατί πρέπει το σύνδρομο να κάνει ένα κύκλο, μέχρις ότου ο πνεύμονας να αρχίσει να αυτοϊάται. Αυτός είναι ένας χρόνος αρκετών ημερών, εβδομάδων. Γι΄ αυτό και υπολείπονται οι αποσωληνώσεις.
Βέβαια, αρκετοί που είχαν διασωληνωθεί καθ΄ υπερβολήν και δεν είχαν αναπτύξει τη βαριά μορφή του Συνδρόμου Οξείας Αναπνευστικής Δυσχέρειας, μπορούν να αποσωληνωθούν πιο νωρίς.
Μπορεί η μέση νοσηλεία να είναι μικρότερη στην πραγματικότητα. Όμως αυτό συμβαίνει γιατί κάποιοι θα μπορούσαν να αποφύγουν τη διασωλήνωση - αν είχαμε τα παραπάνω μέσα - οπότε ενδεχομένως είναι δυνατόν να τους αποσωληνώσουμε σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Βέβαια το θέμα είναι πολύπλοκο, αφορά τον κάθε ασθενή ξεχωριστά και απαιτείται και ιδιαίτερα εξειδικευμένο προσωπικό με εμπειρία στο συγκεκριμένο σύνδρομο - με τη γρίπη είχαμε δει ανάλογα περιστατικά. Όλοι οι εντατικολόγοι είμαστε σχετικά εξοικειωμένοι με αυτό το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας που αναπτύσσει ο ιός, γιατί είναι ένα από τα πιο σοβαρά σύνδρομα που αντιμετωπίζουμε σε μια ΜΕΘ. Γιατί και με τον μηχανικό αερισμό χρειάζεται να έχεις συγκεκριμένο πρωτόκολλο για να παρέχεις το σωστό αερισμό χωρίς να βλάψεις τον ασθενή. Και το φαινόμενο μπορεί να προκύψει από οποιονδήποτε ιό ή μικρόβιο, από σήψη άλλης αιτιολογίας ή από ένα σοβαρό τραυματισμό. Όλα αυτά μπορούν να καταλήξουν στο συγκεκριμένο σύνδρομο της καταιγίδας των κυτταροκινών, δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο πανδημικό ιό.
Φημολογείται ότι στη Θεσσαλονίκη, οι ασθενείς σταθεροποιούνται και παραπέμπονται να ακολουθήσουν αγωγή με οξυγόνο στο σπίτι. Συμβαίνει πράγματι; Έχουν υποτροπιάσει ασθενείς που πήραν εξιτήριο; Υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης του ιού στο οικείο τους περιβάλλον;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα. Παρότι δεν γνωρίζω για τις νοσηλείες στις κλινικές Covid, παρά μόνο για την νοσηλεία σε ΜΕΘ, εντούτοις, δεν υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω διασποράς του ιού από αυτούς που επιστρέφουν σπίτι. Κι αυτό γιατί η μετάδοση γίνεται μέχρι 10 μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων αν αυτά είναι ήπια ή μέτρια. Συνήθως, έχουν περάσει οι ημέρες όπου ο ασθενής μπορεί να μεταδώσει τον ιό. Οι ασθενείς έρχονται στο νοσοκομείο περίπου μια εβδομάδα μετά τα πρώτα συμπτώματα και παραμένουν για ένα 10ήμερο περίπου, οπότε μέχρι τότε έχει περάσει ο χρόνος όπου ο ιός μεταδίδεται. Μπορούν έτσι να επιστρέψουν στο σπίτι, χωρίς άλλο κίνδυνο. Ακόμη και θετικό να είναι το τεστ, αυτό θα αναγνωρίζει κομμάτια του RNA του ιού και όχι τον ιό τον ίδιο. Αν και συνήθως το εξιτήριο δίνεται μόνο με αρνητικό τεστ.
Τώρα σε ότι αφορά τους ασθενείς με βαριά νόσηση, συμπεριλαμβανομένης και της διασωλήνωσης, πρέπει να περάσουν 20 μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων για να επιστρέψει με ασφάλεια στο σπίτι. Όμως ούτως ή άλλως οι ασθενείς που αποσωληνώνονται μεταφέρονται ξανά σε απλούς θαλάμους και παραμένουν στο νοσοκομείο, γιατί δεν μπορούν να πάρουν άμεσα εξιτήριο. Οι οδηγίες των διαφόρων υγειονομικών οργανισμών παρουσιάζουν κάποιες διαφοροποιήσεις, καθώς η μελέτη της πανδημίας συνεχίζεται.