Ιωακείμ Γρυσπολάκης: Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και είναι ο κύριος εκφραστής του Λαϊκισμού

Ιωακείμ Γρυσπολάκης: Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και είναι ο κύριος εκφραστής του Λαϊκισμού

Σε άρθρο του με τίτλο «Η πολιτική τυραννία των (πέντε) λέξεων στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22/7/2018 ο Πάνος Ιωακειμίδης αναφέρει ότι «. . . ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τον Ιούλιο 2015 ήταν (και) ένα βαθύτατα λαϊκιστικό σχήμα. Από τότε όμως και με την εφαρμογή όλων των «αντιλαϊκών» μέτρων του Μνημονίου, τη συμφωνία Πρεσπών κ.α. δύσκολα μπορεί να περιγραφεί ως αμιγώς λαϊκιστικό σχήμα».

Ο πολύ γνωστός και στη χώρα μας μελετητής του λαϊκισμού Cas Mude, τον οποίο επικαλείται και ο Π. Ιωακειμίδης (Cas Mude and C.R. Kaltwasser, ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ, Μία Συνοπτική Εισαγωγή, εκδόσεις Επίκεντρο 2017), αναφέρει ότι κατά μία πρόσφατη προσέγγιση, «. . . ο λαϊκισμός σχετίζεται με τον ερασιτεχνισμό και τη μη επαγγελματική συμπεριφορά που στοχεύει στη μεγιστοποίηση της προσοχής των μέσων και στη λαϊκή στήριξη. Παραβλέποντας ενδυματολογικούς κώδικες και τρόπους έκφρασης, οι πολιτικοί δρώντες μπορούν να παρουσιάζονται όχι μόνο ως διαφορετικοί και καινοτόμοι, αλλά επίσης ως θαρραλέοι ηγέτες που υπερασπίζονται «τον λαό» σε αντίθεση προς «την ελίτ» (σελ. 19). Και παρακάτω αναφέρει «ορίζουμε τον λαϊκισμό ως μία αβαθή ιδεολογία που θεωρεί την κοινωνία ουσιαστικά διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, «τον αγνό λαό» έναντι «της διεφθαρμένης ελίτ», και η οποία υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να είναι έκφραση της γενικής βούλησης του λαού» (σελ. 21).

Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και σήμερα αποδεικνύει εμπράκτως ότι σχετίζεται με τον ερασιτεχνισμό και απέχει παρασάγγας από την επαγγελματική άσκηση της πολιτικής. Περίτρανα παραδείγματα αποτελούν (α) ο τρόπος διαχείρισης του Μακεδονικού ζητήματος με την μη ενημέρωση των άλλων κομμάτων και έμπειρων διπλωματών, αλλά και η εκχώρηση μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας στην γείτονα χώρα, (β) ο τρόπος διαχείρισης του ΦΠΑ στα νησιά και η πλήρης διάψευση εκ μέρους της Α. Μέρκελ στους ισχυρισμούς του Τσίπρα, (γ) τα ήξεις αφήξεις στο θέμα της μείωσης των συντάξεων. Επίσης, οι θεατρινισμοί στο Ζάππειο Μέγαρο με την γραβάτα και την πομπώδη αφαίρεσή της, όντας στο βήμα, αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Τσίπρας αποτελεί τον μεγαλύτερο εκφραστή του λαϊκισμού στην Μεταπολίτευση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και σήμερα, συνεχίζει να βαδίζει και να πολιτεύεται βάσει του δόγματος «εμείς εκφράζουμε τον λαό εναντίον των (διεφθαρμένων) ελίτ». Τρανά παραδείγματα αυτού αποτελούν οι υποθέσεις Novartis και ΚΕΕΛΠΝΟ, που έφερε στη Βουλή, προκειμένου να καταδικάσει τις "διεφθαρμένες ελίτ της πολιτικής", οι οποίες βέβαια του γύρισαν μπούμερανγκ».

Επίσης, η διαρκής απέχθεια, που επιδεικνύει ο ίδιος και οι υπουργοί του στο τρίπτυχο «Αριστεία – Αξιολόγηση – Αξιοκρατία», είναι μία ένδειξη συνεχιζόμενης προσήλωσης στην αρχή του λαϊκισμού «με τον Λαό ενάντια στις ελίτ», όπως την περιγράφει ανωτέρω ο Cas Mude (σελ. 21). Αρκεί να θυμηθούμε το «Η Αριστεία είναι ρετσινιά» του Α. Μπαλτά, τα «η αξιολόγηση είναι μία μορφή τιμωρίας των εργαζομένων» των Α. Τσίπρα και Ν. Φίλη και το πρόσφατο «εάν θέλουν να φύγουν από τα Ελληνικά Πανεπιστήμια ας πάνε στο καλό», που τόλμησε να εκστομίσει ο Κ. Γαβρόγλου, όταν του επισημάνθηκε ότι το καθεστώς που επιβάλλει στα ΑΕΙ διώχνει νέους και αρίστους επιστήμονες από αυτά.

Πώς θα χαρακτηρίσουμε την πανεπιστημιοποίηση πολλών ΤΕΙ, την ψήφιση μέτρων που καθιστούν αδύνατη τη λειτουργία περιζήτητων Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών με δίδακτρα, την γραφειοκρατική πλέον λειτουργία των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας των ΑΕΙ, την επιβολή του δήθεν ακαδημαϊκού ασύλου, που κατ' ουσίαν μετατρέπει τα ΑΕΙ σε άντρα ανομίας και προστασίας περιθωριακών στοιχείων; Δεν είναι όλα αυτά μέτρα κατά της ελίτ του πνεύματος και υπέρ της αόριστης οντότητας «Λαός»;

Επίσης, πώς θα χαρακτηρίσουμε την επιβολή σκληρών μέτρων φορολογίας και εισφορών κατά των επιστημόνων επαγγελματιών (πνευματική ελίτ) και των επιχειρήσεων (οικονομική ελίτ); Ειδικά όταν γνωρίζει ότι εκατοντάδες χιλιάδες επιστημόνων μηχανικών, γιατρών και άλλων ειδικοτήτων εγκατέλειψαν την Ελλάδα, ενώ εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ μοιράζονται για τη μισθοδοσία ειδικών συμβούλων – στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και για μία ατελέσφορη επιδοματική πολιτική.