Του Κώστα Υφαντή*
Ήλθε η ώρα της αλήθειας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Μετά από σχεδόν επτά δεκαετίες καχυποψίας, κρίσεων και ανταγωνισμού, μήπως είμαστε στο τέλος του δρόμου;
Μήπως πλησιάζουμε μία συγκυρία όπου αποφάσεις δεν μπορούν να αναβληθούν, δεν μπορούν να περιμένουν; Και αν είναι έτσι τα πράγματα, ποιες είναι οι επιλογές μας; Ποια είναι τα μεγάλα ζητήματα στο πλαίσιο των εξελίξεων που τρέχουν και εν όψει αυτών που έρχονται:
Επιτέλους, πρέπει να αναρωτηθούμε και να συζητήσουμε σοβαρά ποιος είναι ο βασικός στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ποια η στρατηγική μας για τον επιτύχουμε. Αν υποθέσουμε ότι η Τουρκία έχει αποφασίσει να οξύνει ακόμη περισσότερο την αντιπαράθεση και εφαρμόζοντας μια στρατηγική «επίλυσης» των ζητημάτων που βασίζεται στην ισχύ και την απειλή χρήσης βίας, ποιο είναι το φάσμα των επιλογών που διαθέτουμε; Κάποτε ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Dean Acheson, αρχιτέκτονας του Ψυχρού Πολέμου, είχε πει ότι στο διάβα της ιστορίας δεν υπάρχει λαός που να επιβίωσε θεωρώντας ότι μπορεί να προστατεύσει την ελευθερία του χωρίς να φοβίζει τους ανταγωνιστές του.
Παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, και με δεδομένο ότι η Τουρκία είναι μία δύναμη που θεωρεί εαυτήν «αδικημένη» από την ιστορία (αυτό δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση της Τουρκίας!), η ελληνική στρατηγική αποτροπής της προσπάθειας των Τουρκικών ηγετικών ελίτ να αποκαταστήσουν την θέση της χώρας τους ως μεγάλη δύναμη έχει υπάρξει εν πολλοίς επιτυχημένη όλες αυτές τις δεκαετίες.
Η Τουρκία δεν τόλμησε να χρησιμοποιήσει βία όταν θεωρούσε ότι η Ελλάδα είχε την βούληση και κυρίως τις ικανότητες να αντιδράσει. Η εξαίρεση της Κύπρου επιβεβαιώνει με τραγικό τρόπο αυτή την ιστορική πραγματικότητα. Το ότι κατάφερε να θέσει θέματα στο τραπέζι και να επιβαρύνει την διμερή ατζέντα «γκριζάροντας» την ελληνική κυριαρχία σε περιοχές του Αιγαίου είναι κάτι που ό,τι και να κάναμε δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε, δεδομένης της γεωγραφίας και του πλεονεκτήματος που έχει κάθε επιτιθέμενος σε μία δυάδα όπως η ελληνοτουρκική. Η σχετικά χαμηλής έντασης Τουρκική στρατηγική άφηνε πάντοτε περιθώρια στην Άγκυρα να καταγράφει τις θέσεις και επιδιώξεις της.
Το όραμα
Το δικό μας πρόβλημα ήταν και είναι ότι ποτέ δεν καταφέραμε να διατυπώσουμε, να εφαρμόσουμε και να υπερασπιστούμε ένα συγκεκριμένο μακροχρόνιο στρατηγικό όραμα για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η αποτροπή είναι δόγμα αλλά όχι όραμα. Παραμένει μέσο υπεράσπισης της ασφάλειας μας και της ειρήνης. Αλλά η αποτροπή δεν ανοίγει δρόμους. Χωρίς ιδέες και όραμα για την ασφάλεια και την ευημερία ενός έθνους, η αποτροπή ευνοεί την αδράνεια και στο τέλος καθίσταται η ίδια πολιτικός στόχος. Γίνεται «αποτροπή» για την «αποτροπή». Δεν υπάρχει μεγαλύτερο στρατηγικό σφάλμα από μία τέτοια διολίσθηση.
Το Ελσίνκι
Στις σχέσεις μας με την Τουρκία ποτέ δεν προσπαθήσαμε ουσιαστικά να συζητήσουμε τι θέλουμε και κυρίως πως θα το επιτύχουμε σε στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο. Έχει υποστηριχθεί ότι το 1999 η λογική του «Ελσίνκι» ήταν μία τέτοια στρατηγική. Θα μπορούσα να συμφωνήσω αλλά μέχρι ενός σημείου. Το Ελσίνκι είχε εντός του το σπέρμα της αυτοακύρωσής του αφού δεν «φόρτωνε» την Τουρκία με καμία επί της ουσίας υποχρέωση αλλά επιβάρυνε την Ελλάδα με το δίλημμα να ασκήσει βέτο αν η πρώτη δεν τηρούσε την υποχρέωσή της να προσφύγουμε στην Χάγη. Οι αρχιτέκτονες του Ελσίνκι αφήσαν την Ελλάδα με μόνη επιλογή το βέτο! Με όρους στρατηγικής, είχαμε μόνο ένα εργαλείο «μαζικής ανταπόδοσης» απέναντι σε μία Τουρκία που εκείνη την περίοδο ικανοποιούσε όλα τα άλλα κριτήρια για να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Η Τουρκία ήξερε αυτό που ξέραμε και αρκετοί και αρκετές στην Αθήνα, ότι όταν θα έλθει η ώρα η Άγκυρα θα πει όχι και εμείς θα είχαμε το δίλημμα και το βάρος χωρίς διπλωματική υποστήριξη να σταματήσουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος.
Σήμερα, σε περίοδο όξυνσης – αλλά όχι κρίσης… ακόμη – αυτή η συζήτηση δεν βοηθά. Η αποτίμηση θα έπρεπε να έχει γίνει σε ανύποπτο χρόνο. Το ζήτημα όμως παραμένει ότι είκοσι χρόνια μετά δεν έχουμε μία συγκροτημένη δημοκρατικά νομιμοποιημένη στρατηγική αντίληψη για το τι θέλουμε από το μέλλον. Προφανώς, η κατάσταση όπου τα ζητήματα παραμένουν παγωμένα είναι χρήσιμη όταν μπορείς να διατηρήσεις μία σχετική ισορροπία ισχύος και όταν έχεις κάνει μία προσεκτική ανάλυση-εκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Στην τωρινή συγκυρία η αποτροπή είναι το μείζον. Πρέπει όμως να προετοιμαζόμαστε για την προοπτική διαπραγμάτευσης με την άλλη πλευρά.
Τα σενάρια είναι περιορισμένα: Αν η Τουρκία θεωρεί ότι έχει έλθει η ώρα, τότε είναι πολύ πιθανόν να δούμε μία επιθετική πολιτική όπου η Άγκυρα θα υπερβεί το «κατώφλι της κρίσης», παραβιάζοντας το αμέσως επόμενο διάστημα τις κόκκινες γραμμές που οριοθετούνται από ζωτικής φύσεως ελληνικά εθνικά συμφέροντα και κεντρικής σημασίας εθνικές αξίες. Σε αυτή την περίπτωση οι επιλογές μας είναι ελάχιστες.
Η Αθήνα πολύ σωστά –και παρά τις όποιες επιμέρους τακτικές αστοχίες– έχει κινητοποιήσει φίλους, συμμάχους και ενημερώνει «αδιάφορους». Οι στρατηγικές μας συνεργασίες είναι σημαντικό που έχουν αποκτήσει ορατότητα και θα πρέπει να παραμείνουν στο διπλωματικό προσκήνιο. Ισραήλ και Αίγυπτος είναι κρίσιμοι παίκτες και όσο περισσότερο ενισχύεται ο κοινός βηματισμός τόσο περισσότερο τα σχέδια της Άγκυρας για οριοθετήσεις που «αγνοούν» Ελλάδα και Κύπρο θα αποστερούνται νομιμοποίησης. Για τους υπόλοιπους παίκτες χρειάζεται προσοχή. Ο Λίβανος – σε μία συγκυρία εσωτερικής αποσταθεροποίησης – μπορεί να αποδειχθεί αδύνατος κρίκος και να μπει ξανά στο ραντάρ της Άγκυρας. Οτιδήποτε μπορεί να δώσει την ευκαιρία στην Τουρκία να δελεάσει μία αδύνατη και υπό πίεση κυβέρνηση στη Βηρυτό θα πρέπει να αποφευχθεί. Λευκωσία και Αθήνα θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές στην διαχείριση της συγκυρίας.
Η υπογραφή του EastMed, ανεξάρτητα από την προοπτική τελικής υλοποίησης του έργου, είναι εξόχως σημαντική. Αν και πολλοί και πολλές θα ισχυριστούν ότι κάτι τέτοιο δεν βοηθά στην αποκλιμάκωση, είναι κρίσιμο να θυμόμαστε ότι η αποκλιμάκωση αφορά στην Άγκυρα όχι εμάς. Υποχρέωση της ελληνικής διπλωματίας είναι να ελιχθεί ανάμεσα σε αλληλοσυγκρουόμενες πιέσεις και να διαμορφώνει συνεχώς συνθήκες ευνοϊκές για τις ελληνικές θέσεις και τα ελληνικά συμφέροντα. Σε αυτή την προσπάθεια, η Αθήνα οφείλει να επιχειρεί στο όριο του δυνατού, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ των εμπειριών και των ελπίδων της ελληνικής κοινωνίας. Η επανάληψη του οικείου, του συνηθισμένου οδηγεί στην ακινησία, στο τέλμα, στην ήττα. Η τόλμη είναι απαραίτητη.
Για να επανέλθω στο αρχικό ζήτημα: Ποιος είναι ο βασικός στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ποια η στρατηγική μας για τον επιτύχουμε; Αν η σημερινή κατάσταση εξελιχθεί σε κρίση και περάσουμε το κατώφλι της σύγκρουσης, ίσως αυτό το ερώτημα «απαντηθεί» με βίαιο τρόπο.
Αν έχουμε αποκλιμάκωση, αυτή πλέον πολύ δύσκολα θα μας επαναφέρει στο status quo ante. Δύσκολα θα υπάρχει status quo ante. Η Τουρκία έχει δημιουργήσει τετελεσμένα στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Απροκάλυπτα θέτει τα ζητήματα και τα αναδεικνύει de facto. Η πολιτική των κανονιοφόρων – ή των γεωτρύπανων στην περίπτωσή μας – είναι το status quo που θα επανέλθουμε στην περίπτωση που η ένταση επανέλθει στα οικεία χαμηλότερα επίπεδα.
Δεν υπάρχει περιθώριο να παραμείνουμε νωχελικοί και φοβισμένοι απέναντι στην αναγκαιότητα κινητικότητας και πρωτοβουλιών. Η συνολική και βιώσιμη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών είναι κάτι που δεν έχουμε επιλογή να αγνοήσουμε. Όχι γιατί μας τρομάζει η προοπτική της σύγκρουσης. Είμαι σίγουρος ότι δεν μας τρομάζει περισσότερο από ότι την άλλη πλευρά. Αλλά γιατί δεν υπάρχει ο ορισμός της νίκης στο Αιγαίο. Ούτε εμείς ούτε η άλλη πλευρά μπορεί να ορίσει τι συνιστά νίκη. Αυτό που απομένει είναι ένας έντιμος συμβιβασμός και αυτό πρέπει να είναι προϊόν μιας διαδικασίας που θα επιλέξουμε και όχι όπου θα συρθούμε. Μία διαδικασία που θα νομιμοποιεί στην αντίληψη όλων το τελικό αποτέλεσμα. Μία διαδικασία που θα νομιμοποιείται και από την ελληνική ισχύ όχι την αδυναμία. Για όλα αυτά, η συζήτηση στην δημόσια σφαίρα πρέπει να ανοίξει με συστηματικό τρόπο. Οι δημοκρατίες δεν φοβούνται να συζητήσουν. Οι δημοκρατίες δεν φοβούνται τον εαυτό τους γι' αυτό και πάντοτε επικρατούν τελικά. Και στον πόλεμο και στην ειρήνη.
* O Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Επισκέπτης Καθηγητής Πανεπιστήμιο στο Kadir Has, στην Κωνσταντινούπολη.