Τις τελευταίες μέρες, η Ελλάδα κλήθηκε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει, συνδυασμένα, δύο ασύμμετρες απειλές. Τον μεθοδευμένο μεταναστευτικό εκβιασμό της Τουρκίας και την παγκόσμια υγειονομική απειλή της πανδημίας του κορονοϊού. Πρόκειται για δύο εν εξελίξει κρίσεις, που δοκιμάζουν, ταυτόχρονα, την ασφάλεια της χώρας και των πολιτών της.
Αρχικά, είναι ευτύχημα ότι σε ηγετικό επίπεδο, πάρθηκαν οι σωστές και έγκαιρες αποφάσεις. Το κλείσιμο των συνόρων και τα μέτρα προστασίας του πληθυσμού ήταν το ήμισυ του παντός. Οι αποφάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν ήταν εύκολες, ούτε αυτονόητες, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τις προηγούμενες πολιτικές περί το μεταναστευτικό αλλά και τη συνεχιζόμενη μέχρι τώρα καθυστέρηση και αμφιταλάντευση μεγάλων χωρών στα ζητήματα της επιδημίας. Αξίζει, λοιπόν, να υπογραμμιστεί ότι η ελληνική κυβέρνηση και ο αρχηγός της επέδειξαν μια ηγετικότητα, εν μέσω ενός γενικευμένου ελλείμματος ηγεσίας διεθνώς αλλά και της έλλειψης συνεννόησης σε επίπεδο παγκόσμιας διακυβέρνησης, που αποτελεί τον απαραίτητο όρο αντιμετώπισης των μεγάλων απειλών κατά της ανθρωπότητας.
Μια μεγάλη έκπληξη αποτέλεσε το ταλαιπωρημένο ελληνικό κράτος. Το οποίο μπόρεσε, στα πλαίσια μια σωστής ηγετικής κατεύθυνσης, να δράσει αποτελεσματικά. Αποτρεπτικά στα σύνορα και με υγειονομική και ανθρώπινη φροντίδα στους ασθενείς της επιδημίας. Τόσο οι φύλακες των συνόρων όσο και το νοσηλευτικό προσωπικό της πατρίδας μας αποδεικνύουν ότι το ελληνικό κράτος, πέρα από τα ελλιπή μέσα και τις χαμηλές απολαβές, έχει ψυχή, πατριωτική και ανθρώπινη. Μπορεί, ανακτώντας την αξιοπιστία του, να γίνει ένας βασικός μοχλός για μια αναγεννημένη Ελλάδα.
Ερχόμαστε τέλος στους πολίτες. Είναι γεγονός ότι ο ελληνικός λαός αιφνιδιάστηκε θετικά και από την ηγεσία του και από το ελληνικό κράτος. Όμως, επέδειξε μια διαφοροποιημένη στάση προσαρμογής στα ζητήματα του εθνικού και του κοινωνικού προβλήματος. Στο ζήτημα του μεταναστευτικού εκβιασμού και του κλεισίματος των συνόρων, σαν έτοιμος από καιρό, στη συντριπτική πλειοψηφία του συντάχθηκε άμεσα και στήριξε τις κεντρικές επιλογές της ηγεσίας.
Στο ζήτημα όμως της προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης απέναντι στον κίνδυνο της επιδημίας, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν κοινωνικές κατηγορίες, όπως τμήματα των νέων και της εκκλησίας, είτε για λόγους ατομικιστικούς είτε για λόγους δογματικούς. Ταυτόχρονα, άλλοι βρήκαν την ευκαιρία να εκτονώσουν τις ιδεοληψίες και τον ανορθολογισμό τους. Όμως, η αντιμετώπιση της πανδημίας επιβάλλει την περιθωριοποίηση του εφησυχασμού, της συνωμοσιολογίας, των προκαταλήψεων, και, εν τέλει, του λαϊκισμού που, συχνά, χαρακτηρίζει τη δημόσια ζωή μας.
Είναι γεγονός, ότι πρωτοφανή φαινόμενα, όπως της πανδημίας, αιφνιδιάζουν και δυσκολεύουν τους ανθρώπους και δημιουργούν σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ τους, εξαιτίας του διαφορετικού βαθμού αντίληψης και κινδύνου για τον καθένα. Εδώ πάλι χρειάζεται ένας σωστός συνδυασμός παιδευτικού ρόλου και θεσμικής επιβολής από την ηγεσία της πολιτείας και τους θεσμούς της. Ο καθένας εξαρτάται και επηρεάζεται από τον άλλο και η κοινωνία μας κτίζεται από όλους εμάς. Δεν υπάρχει αποκομμένη ατομική ευθύνη, υπάρχει προσωπική ευθύνη που γίνεται κοινωνική, δηλαδή προσωπικο-κοινωνική.
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας, όπως όλες, δίνει εξετάσεις επιβίωσης σε κρίσιμα εθνικά και κοινωνικά μέτωπα. Τίποτε δεν έχει κριθεί. Χρειαζόμαστε υπομονή και επιμονή. Όμως έχουμε έναν καίριο παράγοντα με το μέρος μας, που μας γεμίζει αισιοδοξία. Ότι πήραμε τις σωστές αποφάσεις, ότι διαθέτουμε πυξίδα και σωστό προσανατολισμό. Στο χέρι μας είναι να οδηγηθούμε σε αίσιο τέλος, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες από τη θύελλα που έχουμε μπροστά μας.