Του Λευτέρη Δρακόπουλου*
Η μετεγκατάσταση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ επέσυρε την διεθνή «αγανάκτηση». Η αντίδραση ήταν όμως υποκριτική καθώς - με εξαίρεση το Ιράν, τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς και καιροσκοπικά την Τουρκία - Δύση και Ανατολή έχουν αποστασιοποιηθεί εδώ και χρόνια από την υπόθεση μιας πιθανούς διττής κρατικής οντότητας Ισραήλ-Παλαιστίνης.
Ειδικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αφεθεί σε άνευ περιεχομένου ενημερώσεις εκπροσώπων του Τύπου στις οποίες με πλαστική γλώσσα και επικοινωνιακή ασάφεια αρκείται στο να διατυπώνει την «πίστη της Επιτροπής στην ειρήνη και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων». Η πάλαι ποτέ προστάτιδα δύναμη της παλαιστινιακής υπόθεσης, Γαλλία, εδώ και δέκα χρόνια δεν προσφέρει τίποτε παραπάνω από την εύγλωττα διατυπωμένη αποστασιοποίησή της. Η ανερχόμενη Ρωσία ζυγίζει κάθε δράμι υπέρ και κατά της νέας της παρουσίας στην Συρία και την ανατολική Μεσόγειο και αποφεύγει τις δραματικές εκρήξεις λόγου της Σοβιετικής εποχής.
H μόνη διεθνής δύναμη που ακόμα ασχολείται με το «Παλαιστινιακό» είναι οι ΗΠΑ. Κανείς άλλος. Μόνο οι Αμερικανοί βρίσκονται ακόμα εκεί και μόνο αυτοί ενδιαφέρονται για την επίλυσή του, έστω ναι, μέσω της εξυπηρέτησης των δικών τους συμφερόντων.
Ο διάχυτος αντιαμερικανισμός και τα κατάλοιπά του, βλέπουν σε αυτή την παρουσία μία άνευ όρων υποστήριξη του Ισραήλ σε βάρος των Παλαιστινίων. Μα, οι ΗΠΑ δεν έκρυψαν ποτέ την υποστήριξή τους προς το Ισραήλ. Ούτε και απέφυγαν να συνδέσουν τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα με την ασφάλεια του Ισραήλ. Αντίθετα, επιβεβαιώνουν αυτή τη σχέση μέσω γενναιόδωρων εξοπλιστικών προγραμμάτων, οικονομικών πιστώσεων και μέσω ανοικτής πολιτικής στήριξης σε κάθε κρίσιμη για το Ισραήλ στιγμή.
Η μετεγκατάσταση της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ δεν αποτελεί πρωτοβουλία της διακυβέρνησης Τραμπ. Η απόφαση έχει ληφθεί από το 1995, επί προεδρίας Κλίντον. Όπως κάθε κίνηση μείζονος σημασίας έτσι και αυτή αποτελεί, σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, μελετημένο βήμα εξυπηρέτησης ζωτικών συμφερόντων. Σε καμία περίπτωση δεν αποφασίζει ο πρόεδρος των ΗΠΑ με βάση την πρωινή του διάθεση ούτε και λαμβάνει παρορμητικά αποφάσεις τέτοιας σημασίας.
Η υλοποίηση αυτής της προγενέστερα ληφθείσας απόφασης, αποτελούσε δέσμευση του υποψηφίου για την προεδρία Τραμπ, έναντι των όσων τον είχαν υποστηρίξει οικονομικά και πολιτικά και συγκεκριμένα των Χριστιανών Ευαγγελιστών των μεσοδυτικών πολιτειών, εκεί όπου εδρεύει η εκλογική του βάση και αντίστοιχα των Σιωνιστικών Οργανώσεων (ναι υπάρχουν, έτσι αυτο-αποκαλούνται και ο όρος δεν είναι αρνητικός) οι οποίες συνεργάζονται με το φιλο-Ισραηλινό λόμπυ (ναι υπάρχει, είναι νόμιμο και σε σχέση με το αντίστοιχο ελληνικό κάνει εξαιρετική δουλειά).
Ας υπογραμμισθεί το γεγονός ότι και οι δύο τελικοί υποψήφιοι για την προεδρία, Τραμπ και Κλίντον, είχαν εξίσου δεσμευτεί για την υλοποίηση αυτής της απόφασης. Και οι δύο είχαν ανοικτά υποστηρίξει τη μετεγκατάσταση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ. Όπως και οι δύο είχαν πάρει θέση ενάντια στην επέκταση της Ιρανικής επιρροής, δηλώνοντας δημόσια την πρόθεσή τους να λάβουν στρατιωτικά μέτρα ανάσχεσης αυτής της επιρροής, «εφόσον απειλούντο ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ ή τίθετο σε κίνδυνο η ασφάλεια του Ισραήλ».
Η διεθνής διπλωματία και οι κυβερνήσεις συμμάχων και αντιπάλων των ΗΠΑ, τα γνωρίζουν όλα αυτά πολύ καλά. Η υποκρισία όμως, από ό,τι φαίνεται, εύκολα υποκαθιστά την προγραμματισμένη, με περιεχόμενο και με πνοή χρόνου πολιτική στα διεθνή θέματα.
Όσο για το λουτρό αίματος που για άλλη μια φορά σημειώθηκε στη Ισραηλο-παλαιστινιακή γη, αυτό μπορεί να χρεωθεί τόσο στις εντολές που εξέδωσε η ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου όσο και στην παρότρυνση του Μαχμούτ Αμπάς να αντιμετωπίσουν άοπλα παιδιά τους επαγγελματίες στρατιώτες. Και οι δύο αποβλέπουν στην διατήρηση της έντασης ακόμα και αν αυτή έχει νεκρούς, ώστε να παραμείνουν στις θέσεις τους.
*Ο Λευτέρης Δρακόπουλος είναι ιστορικός. Διδάσκει στο Πανεπιστημιακό Σύστημα της Πολιτείας του Μέρυλαντ (ΗΠΑ).
(φωτογραφία AP)