Του Παναγιώτη Καράμαλη*
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, τα φώτα της δημοσιότητας έχουν στραφεί πολλές φορές στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτό: ο πρώτος είναι ότι η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει αρκετές φορές να αλλάξει το status της, τόσο στο οικονομικό πεδίο (με την αποτυχημένη προσπάθεια επιβολής ΦΠΑ στις υπηρεσίες εκπαίδευσης το 2015), όσο και στο θεσμικό, (εισάγοντας ένα ασφυκτικό ρυθμιστικό πλαίσιο στις εργασιακές σχέσεις αρχικά με τον Νόμο Μπαλτά την άνοιξη του 2015, αργότερα με τον Νόμο Φίλη το καλοκαίρι του 2016 και τελευταία με τις τροποποιήσεις Γαβρόγλου την άνοιξη του 2017). Ο δεύτερος είναι ότι η ιδιωτική εκπαίδευση έχει πολύ μεγάλη αξία για την κοινωνία και αυτό αποτυπώνεται στη δημοσιότητα που παίρνουν τα θέματα που την αφορούν. Είναι πρόσφατη η δημοσίευση των αποτελεσμάτων του PISA[1], όπου τα ελληνικά ιδιωτικά σχολεία κατέγραψαν εντυπωσιακά καλύτερες επιδόσεις από τα αντίστοιχα κρατικά, έχοντας τη μεγαλύτερη μάλιστα διαφορά από όλες τις χώρες. Υπάρχει, λοιπόν, μια γενική αναγνώριση της κοινωνίας: όσα συμβαίνουν στην ιδιωτική εκπαίδευση, την αφορούν.
Στο δημόσιο διάλογο, σε γενικές γραμμές, συγκρούονται δύο πόλοι. Ο ένας είναι αυτός που τυπικά εκφράζεται από το Υπουργείο και τους συνδικαλιστές και απαιτεί την ιδιωτική εκπαίδευση υπό στενό κρατικό έλεγχο. Ο δεύτερος, που κυρίως εκφράζεται από εκπαιδευτήρια, εκπαιδευτικούς και οικογένειες μαθητών ζητάει ελευθερία και αυτονομία, θεωρώντας ότι η κοινωνία και η Πολιτεία πρέπει να εμπιστευθούν τους παράγοντες της εκπαίδευσης. Πολλές φορές, οι υποστηρικτές του πρώτου θέτουν ένα δίλημμα σε αυτούς του δεύτερου: «τελικά αποφασίστε: είστε επιχειρήσεις ή εκπαιδευτικά ιδρύματα;». Το ερώτημα αυτό υποτίθεται ότι κλείνει τη συζήτηση, καθώς αφήνει στον συνομιλητή δυο επιλογές: είτε να αποδεχτεί την ιδιαίτερη φύση του εκπαιδευτικού ιδρύματος, είτε να ομολογήσει την…εγκληματική πρόθεση κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης του εκπαιδευτικού αγαθού.
Φυσικά, πρόκειται για μια ρητορική πλάνη, από αυτές που συχνά χρησιμοποιούνται στις λεκτικές αντιμαχίες-ένα ψευδές δίλημμα που θέτει τον συνομιλητή ενώπιον μιας επιλογής και σκόπιμα αγνοεί ότι υπάρχουν περισσότερες εναλλακτικές ή ενδιάμεσες αποχρώσεις.
Οποιασδήποτε επιχειρηματολογίας, ας προηγηθεί μια ξεκάθαρη απάντηση: στην πραγματικότητα, τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, οποιασδήποτε βαθμίδας, είναι και επιχειρήσεις και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Και αυτή η διττή τους φύση είναι αδιαίρετη. Αυτή η θέση θα θεμελιωθεί στη συνέχεια, θέτοντας έξι φράσεις που συχνά αναδύονται στο δημόσιο διάλογο, υπό τον έλεγχο της λογικής και της δημοκρατικής συνείδησης του αναγνώστη.
«Η εκπαίδευση δεν είναι εμπόρευμα, άρα δεν μπορεί να πωλείται.»
Είναι μια πολύ κοινή φράση, πολλές φορές τη συναντούμε και ως σύνθημα. Η πρώτη παρατήρηση είναι η προφανής λεκτική στρέβλωση –η εκπαίδευση φυσικά και δεν είναι εμπόρευμα, δεν είναι υλικό αντικείμενο, είναι υπηρεσία. Η στρέβλωση αυτή αποσκοπεί στο να δώσει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στον «ευτελισμό» που υπόκειται η εκπαίδευση όταν πωλείται.
Εκτός της λεκτικής σημειολογίας, όμως, η φράση είναι προβληματική και ως προς την ουσία της. Η εκπαίδευση είναι ένα οικονομικό αγαθό, από τη στιγμή που απαιτείται εργασία για να καταστεί διαθέσιμη. Ας σκεφτούμε την πιο απλουστευμένη μορφή της, όπου ένας εκπαιδευόμενος διδάσκεται από έναν εκπαιδευτή: προκειμένου να είναι διαθέσιμη στον πρώτο, απαιτείται εργασία από τον δεύτερο. Για να παρέχει αυτή την εργασία, ο εκπαιδευτής πρέπει να αμειφθεί. Άρα η παροχή εκπαίδευσης προκαλεί κόστος. Αυτό το κόστος είτε καταβάλλεται από τον εκπαιδευόμενο (στην ιδιωτική εκπαίδευση), είτε διαμοιράζεται ώστε να επιβαρύνει την κοινωνία (στη δημόσια εκπαίδευση). Πάντοτε, όμως, είτε ως άτομα είτε ως κοινωνία, καταβάλλουμε κάποιο κόστος για να απολαύσουμε το αγαθό της εκπαίδευσης. Άρα η εκπαίδευση, κρατική και ιδιωτική, είναι υπηρεσία η οποία και κοστίζει και καταναλώνεται.
«Εντάξει, ίσως η εκπαίδευση να κοστίζει, αλλά είναι αδιανόητο να αποτελεί τρόπο απόκτησης κερδών.»
Αυτή είναι μια πιο ήπια μορφή της προηγούμενης θέσης, αφού αποδέχεται μεν τον ορισμό της εκπαίδευσης ως οικονομικού αγαθού, αλλά αποκηρύσσει κάθε σκέψη προσπορισμού κέρδους. Εδώ πρέπει να αντιταχθούν δυο πολύ σημαντικοί προβληματισμοί:
Ο πρώτος βρίσκεται στην ίδια την λειτουργία του κέρδους. Το κέρδος δεν είναι απλά το μέσο συσσώρευσης πλούτου. Ο βασικός του ρόλος είναι ότι αποτελεί κίνητρο αριστείας και όρο επιβίωσης. Η επιδίωξη κέρδους δίνει κίνητρο σε ένα άτομο ή σε έναν οργανισμό να γίνεται κάθε μέρα καλύτερος και αποδοτικότερος. Αυτός είναι ο λόγος που τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια κάθε βαθμίδας, σε κάθε μέρος του κόσμου, έχουν καλύτερη απόδοση από τα κρατικά. Επειδή βρίσκονται συνεχώς σε μια δημιουργική εγρήγορση να καινοτομήσουν, να ανακαλύψουν, να παρέχουν την καλύτερη δυνατή υπηρεσία στους εκπαιδευόμενους ώστε τα ίδια να επιβιώσουν και να εξελιχθούν.
Ο δεύτερος προβληματισμός είναι ότι το κέρδος δεν αποτελεί μόνο κίνητρο, αλλά και έναν αναντικατάστατο μηχανισμό ανατροφοδότησης της πιο σημαντικής πληροφορίας[2]: είναι ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία επικοινωνεί τις πραγματικές της ανάγκες στους παραγωγούς. Επιτρέπει στους τελευταίους να διαπιστώσουν αν κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και τους επιβάλλει να προσπαθούν να ασκήσουν βέλτιστη διαχείριση πόρων. Και επειδή οι ανάγκες δεν είναι ίδιες για όλους, ο παράγοντας του κέρδους δίνει το περιθώριο στον καθένα να ψάξει σημεία της αγοράς που δεν καλύπτονται από τον γενικό κανόνα. Ο μηχανισμός αυτός, πριμοδοτεί τις καλές πρακτικές, ανταμείβει τα εκπαιδευτήρια που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες με τον βέλτιστο τρόπο και τροφοδοτεί την εκπαιδευτική έρευνα.
Αντίθετα, η αφαίρεση του παράγοντα κέρδους από την εξίσωση, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην κρατική εκπαίδευση, οδηγεί σε μονολιθική αντιμετώπιση των αναγκών κάθε ατόμου στα πλαίσια των αναγκών του συνόλου. Οι καλές πρακτικές δεν οδηγούν σε βελτίωση της απόδοσης, άρα εξαλείφεται κάθε κίνητρο ατομικής προσπάθειας και προσαρμοστικότητας. Το αποτέλεσμα αυτό παρατηρούμε, για παράδειγμα, αν αναλύσουμε τις αδυναμίες που καταμαρτυρούν συνήθως οι οικογένειες των μαθητών στα κρατικά σχολεία. Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, αυτές δεν οφείλονται σε κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα ή στην γενική δυσλειτουργία του ελληνικού δημόσιου τομέα, αλλά στην εγγενή αδυναμία κάθε είδους κρατικής εκπαίδευσης.
Συνεπώς, το κέρδος όχι μόνο δεν είναι κολάσιμο, αλλά είναι και προϋπόθεση ποιότητας και προσαρμοστικότητας στις κοινωνικές ανάγκες, χαρακτηριστικά τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά σε κάθε σύστημαεκπαίδευσης.
«Η εκπαίδευση είναι δημόσιο αγαθό και δεν επιτρέπεται να το διαχειρίζονται οι ιδιώτες.»
Σύμφωνα με τον οικονομικό ορισμό [3]των δημόσιων αγαθών, αυτά έχουν δύο χαρακτηριστικά: (i) είναι μη ανταγωνιστικά, δηλαδή η παροχή τους σε ένα άτομο δεν μειώνει τη διαθέσιμη ποσότητα για τα υπόλοιπα και (ii) δεν υπάρχει τρόπος να αποκλειστεί κάποιο άτομο από αυτά. Η εκπαίδευση αποτυχαίνει και στους δύο αυτούς ελέγχους, άρα σίγουρα δεν μπορεί να οριστεί ως δημόσιο αγαθό. Στην πραγματικότητα, η εκπαίδευση είναι ένα ιδιωτικό αγαθό που αποτελεί προσωπική επένδυση, και γι' αυτό πρέπει να μένει στα χέρια του ατόμου: είναι, πάνω και πριν από όλα, ατομικό δικαίωμα. Άλλωστε, το δικαίωμα επιλογής στην εκπαίδευση, το δικαίωμα δηλαδή κάθε οικογένειας να επιλέξει η ίδια την εκπαίδευση των παιδιών της αλλά και του κάθε παρόχου να επιλέξει το είδος εκπαίδευσης που θα παρέχει, είναι ατομικό δικαίωμα θεμελιωμένο στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[4].
Φυσικά, η εκπαίδευση δεν είναι και ένα οποιοδήποτε αγαθό: είναι κυρίως μια επένδυση τόσο για το άτομο όσο και για το σύνολο. Για το άτομο γιατί του δίνει τη δυνατότητα να εξελιχθεί, για το σύνολο γιατί επωφελείται από την πρόοδο κάθε μέλους του. Σε μια δίκαια κοινωνία η ποιοτική εκπαίδευση πρέπει να είναι προσβάσιμη σε όλους ανεξάρτητα από την κοινωνική, φυλετική ή οικονομική τους κατάσταση. Αυτό,όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να παρέχεται αποκλειστικά από το κράτος - κάθε άλλο. Υπάρχουν αποδοτικοί μηχανισμοί –η περιγραφή των οποίων ξεφεύγει από τον σκοπό του κειμένου αυτού- με τους οποίους μια κοινωνία δικαίου μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να έχουν ισότιμη πρόσβαση σε ποιοτική ιδιωτική εκπαίδευση.
Άρα, η εκπαίδευση δεν είναι δημόσιο αγαθό, είναι ένα ατομικό δικαίωμα και ως τέτοιο πρέπει κάθε άτομο να έχει την ευκαιρία ελεύθερα να το παρέχει και ελεύθερα να επιλέγει ποιος θα του το παράσχει.
«Ακόμα και αν εκχωρηθεί η άδεια παροχής σε ιδιώτες, αυτό δεν μπορεί να γίνεται ανεξέλεγκτα – το κράτος πρέπει να ασκεί στενή εποπτεία»
Το επιχείρημα αυτό ίσως ακούγεται σε πρώτη προσέγγιση σωστό σε όλους μας. Άλλωστε, είμαστε ένα ακροατήριο που σε μικρό ή μεγάλο βαθμό έχει γαλουχηθεί να πιστεύει ότι η κρατική παρέμβαση είναι ικανή ή ακόμα και αναγκαία συνθήκη διασφάλισης της ποιότητας.
Πράγματι, το κράτος οφείλει να δημιουργεί τις συνθήκες της ισότιμης πρόσβασης, να θέτει το ρυθμιστικό πλαίσιο αποφυγής ακροτήτων (φυσικά και δεν είναι δυνατόν ένα εκπαιδευτήριο στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης να διδάσκει το θρησκευτικό μίσος ή τον ρατσισμό), αλλά το πλαίσιο πρέπει να είναι αρκετά ευρύ ώστε τόσο ο εκπαιδευόμενος όσο και ο πάροχος εκπαίδευσης να μπορούν να κινηθούν ελεύθερα. Έτσι, στα εκπαιδευτικά συστήματα που αναγνωρίζουμε ως προηγμένα, ακόμα και στην τυπική εκπαίδευση υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις: θρησκευτικά σχολεία, μοντεσσοριανά σχολεία, ελεύθερα σχολεία, τεχνολογικά σχολεία, αθλητικά σχολεία, καλλιτεχνικά σχολεία, σχολεία που απευθύνονται σε μειονότητες κ.ο.κ.
Διαστρεβλωτικά, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η κρατική εποπτεία τείνει να εξαπλώνεται σε κάθε παράμετρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης: στα προγράμματα σπουδών, στις εργασιακές σχέσεις, στην αξιολόγηση, παλαιότερα ακόμα και στην διατίμηση των διδάκτρων. Η «βαθιά» κρατική παρέμβαση όμως, περιορίζει υπέρμετρα την ελευθερία χωρίς να εξασφαλίζει απαραίτητα ποιότητα: αν η κρατική εποπτεία ήταν προϋπόθεση διασφάλισης ποιότητας, την βέλτιστη ποιότητα θα την είχαν τα ίδια τα κρατικά σχολεία. Προφανώς, δεν είναι έτσι.
Συνεπώς, είναι μεν αδιαμφισβήτητο ότι το κράτος οφείλει να θέτει ένα ευρύ ρυθμιστικό πλαίσιο για τους παρόχους εκπαίδευσης, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν μπορεί να είναι περιοριστικό της ατομικής ελευθερίας εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου.
«Αν αφήσουμε ελευθερία στους ιδιώτες της εκπαίδευσης, αυτοί θα εκδίδουν πτυχία/απολυτήρια ανεξέλεγκτα»
Είναι από τα πιο βασικά επιχειρήματα υπέρ του κεντρικού ελέγχου. Κρύβει όμως μέσα του μια αυτοαναφορικότητα του κρατισμού, δηλαδή υποστηρίζει: «το κράτος είναι ο μόνος φορέας που μπορεί να πιστοποιήσει ποιος είναι άξιος και ποιος όχι, άρα οι επιχειρηματίες εποφθαλμιούν τη δυνατότητα να πωλούν την πολύτιμη σφραγίδα του». Φυσικά, ο κόσμος δεν λειτουργεί έτσι, ιδιαίτερα σήμερα που η πρόσβαση στην πληροφορία είναι ανεμπόδιστη. Τα εκπαιδευτήρια που θέλουν να αναδειχθούν, επιζητούν πάνω από όλα την αναγνώριση της αγοράς: τι καλύτερο από ένα πανεπιστήμιο του οποίου οι απόφοιτοι είναι περιζήτητοι στην αγορά εργασίας και τι καλύτερο από ένα σχολείο τους απόφοιτους του οποίου θέλουν να έχουν ως φοιτητές αυτά τα πανεπιστήμια. Η κρατική πιστοποίηση δεν είναι κάποιος πολύ υψηλός στόχος, κανένα πανεπιστήμιο δεν αναδείχθηκε επειδή τα πτυχία του είναι απλά «ισότιμα» των κρατικών και κανένα σχολείο δεν μπορεί να επιτύχει στην αγορά προβάλλοντας απλά την ισοτιμία με το κρατικό απολυτήριο. Η ιδιωτική εκπαίδευση έχει προχωρήσει δεκαετίες από τότε που λειτουργούσε ως υποκατάστατο της κρατικής.
Ερώτηση: μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις «πτυχίων/απολυτηρίων ευκαιρίας»;. Απάντηση: «φυσικά και ναι, πάντα υπάρχει χώρος και για κακές πρακτικές». Τις περιπτώσεις όμως αυτές, γρήγορα θα απαξιώσει η ίδια η αγορά: ποιος θα ήθελε να προσλάβει έναν εργαζόμενο από ένα πανεπιστήμιο-σφραγίδα που έχει πιστοποίηση αλλά όχι βασικές γνώσεις; Ποιο πανεπιστήμιο θα ήθελε να έχει φοιτητές που ως μαθητές δεν έχουν αποκτήσει βασικές δεξιότητες;
Συνεπώς, η επιχειρηματική δράση στο χώρο της εκπαίδευσης δεν αποτελεί κίνδυνο για αλλοίωση της ποιότητας, αλλά, αντίθετα, η λειτουργία του ανταγωνισμού και της ελεύθερης επιλογής είναι ένας παράγοντας που πιέζει σε αναβάθμιση του εκπαιδευτικού αντικειμένου.
«Τελικά, μπορούν να είναι τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια επιχειρήσεις;»
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια έχουν διπλή φύση: είναι τόσο επιχειρήσεις όσο και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Είναι επιχειρήσεις γιατί έχουν ισορροπία εσόδων και εξόδων, έχουν όλες τις υποχρεώσεις, το επιχειρηματικό ρίσκο, την ανάγκη να κατακτήσουν και να διατηρήσουν τμήμα της αγοράς. Είναι εκπαιδευτικά ιδρύματα γιατί δίνουν δυνατότητες στο άτομο, και μέσω αυτού στο σύνολο, να εξελιχθεί και να ευημερήσει.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι είναι επιχειρήσεις, τους δίνει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και στον εκπαιδευτικό τους ρόλο: υποχρεώνονται να προσαρμόζονται στις ανάγκες της εποχής, να ψάχνουν συνεχώς για καινοτομίες, να προσπαθούν να προβλέψουν τις εξελίξεις και έτσι προετοιμάζουν τους εκπαιδευόμενους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ώστε να γίνουν επιτυχημένοι πολίτες και εργαζόμενοι στην κοινωνία και την αγορά του μέλλοντος.
«Αν τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια είναι επιχειρήσεις, τότε πρέπει να τους επιβληθεί ΦΠΑ»
Είναι μια θέση που διατυπώθηκε και από επίσημα χείλη[5] και με απλά λόγια λέει το εξής: «Τα ιδιωτικά σχολεία δεν μπορούν να πατούν σε δύο βάρκες, άλλοτε να είναι επιχειρήσεις και άλλοτε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αν θέλουννα είναι επιχειρήσεις, θα πρέπει να τους επιβληθεί Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ)». Το επιχείρημα αυτό υπενθυμίζει προφανώς την προσπάθεια επιβολής καθεστώτος ΦΠΑ στις υπηρεσίες τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης το 2015 η οποία ευτυχώς διάρκεσε μόνο για λίγους μήνες, καθώς το μέτρο γνώρισε ομόθυμη κατακραυγή και ανακλήθηκε.
Στην κοινωνία ίσως υπάρχει μια παρανόηση: ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ιδιωτική εκπαίδευση απολαμβάνουν κάποια φοροαπαλλαγή ή κάποιο ειδικό καθεστώς που εξαιρεί τις ίδιες από την καταβολή ΦΠΑ. Αυτό είναι απόλυτα ανακριβές, οι εκπαιδευτικές επιχειρήσεις πληρώνουν κανονικά φόρους, όπως κάθε ελληνική επιχείρηση και ιδιαίτερα τον ΦΠΑ, τον καταβάλλουν σε κάθε αγορά τους, ενεργώντας ως τελικοί καταναλωτές. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι υπηρεσίες εκπαίδευσης εξαιρούνται του καθεστώτος ΦΠΑ, μεταφέρει όλο το φορολογικό κόστος από τον τελικό καταναλωτή (εκπαιδευόμενο) στον αμέσως επόμενο (εκπαιδευτήριο). Στην περίπτωση που ήταν δυνατό να επιβληθεί ΦΠΑ στις υπηρεσίες εκπαίδευσης, αυτός θα επιβάρυνε την υπηρεσία, άρα τους εκπαιδευόμενους και τις οικογένειές τους και όχι τις επιχειρήσεις (αντίθετα, οι τελευταίες θα εξοικονομούσαν χρήματα από τον συμψηφισμό). Όμως, τότε, η επιβάρυνση προς τους εκπαιδευόμενους θα ήταν υπέρογκη, άδικη και αντιαναπτυξιακή.
Η εκπαίδευση αποτελεί τον σημαντικότερο και πιο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό μηχανισμό μιας κοινωνίας. Σε όλο τον κόσμο αυτό αναγνωρίζεται, εξαιρώντας την εκπαίδευση από το καθεστώς ΦΠΑ. Στην Ευρώπη, σχετική ευρωπαϊκή οδηγία [6]προβλέπει ακριβώς αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο, εκτός από την Ελλάδα και το Μπαγκλαντές (την ίδια μάλιστα χρονιά [7] – ανεπιτυχώς και εκεί). Και αυτό όχι εξαιτίας κάποιας ιδιαίτερης ασυλίας που απολαμβάνει η ιδιωτική εκπαίδευση, ούτε επειδή οι επιχειρήσεις είναι «ειδικού τύπου». Αλλά επειδή η φορολόγηση της προστιθέμενης αξίας στη σχέση εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου αντιβαίνει στον ίδιο τον πυρήνα της ελευθερίας επιλογής: δημιουργεί οικονομικό ανάχωμα για τον εκπαιδευόμενο.
Συνεπώς, τα επιχειρήματα του αγώνα που έγινε από το καλοκαίρι έως τον Νοέμβριο του 2015 για ανάκληση του μέτρου επιβολής ΦΠΑ αφορούσαν την ίδια τη φύση της υπηρεσίας και ορθώς αγκαλιάστηκαν από το σύνολο της κοινωνίας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αναιρούν τη διττή φύση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.
Όλες οι παραπάνω φράσεις αντιστοιχούν σε πεποιθήσεις που έχουν μια κοινή ρίζα: τον φόβο της κοινωνίας για την ιδιωτική πρωτοβουλία, τη δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας και την ασφάλεια που νιώθει με οποιονδήποτε κεντρικό έλεγχο δήθεν εξασφαλίζει το «δημόσιο συμφέρον». Όσο όμως μια κοινωνία ωριμάζει, καλείται να απαντήσει σε ένα θεμελιώδες ερώτημα, που δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση αλλά όλες τις πτυχές της ζωής μας: αν η επιβολή του «δημοσίου συμφέροντος» είναι πιο σημαντική από τον σεβασμό στις ατομικές ελευθερίες. Όπως σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου, έτσι και στην εκπαίδευση (ή, μάλλον, κατ' εξοχήν, στην εκπαίδευση), πριν από όλα τα άλλα, ο κάθε ένας από εμάς ξεχωριστά οφείλει να απαντήσει μέσα του σε αυτό το βασικό ερώτημα. Αν η απάντηση είναι «ναι», τότε πράγματι, η κρατική παρέμβαση δικαιολογείται σε κάθε βαθμό. Αν όμως η απάντηση είναι «όχι» τότε πρέπει σοβαρά να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε από συλλογικές πεποιθήσεις δεκαετιών οι οποίες μεταφράζονται σε πολιτικές που με τη σειρά τους μας κρατούν τόσο πίσω… και στην εκπαίδευση.
*Ο κ. Παναγιώτης Καράμαλης είναι Δρ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών ΕΜΠ – Εκπαιδευτικός και Μέλος Δ.Σ. Συνδέσμου Ιδρυτών Ελληνικών Ιδιωτικών Σχολείων.
Πηγές
[1]«Χάσμα στις επιδόσεις μαθητών ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων,» Το ΒΗΜΑ, 9 12 2016.
[2] James B. Stanfield, The Profit Motive in Education, London: The Intitute of Economic Affairs, 2012.
[3] Library of Economics and Liberty, «Public Goods».
[4] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 30 3 2010. [Ηλεκτρονικό]
[5] Ελπίδα Οικονομίδη, «Τα 4 «fake news» του Τσίπρα για την Παιδεία,» Ελεύθερος Τύπος, 10 5 2017.
[6] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, [Ηλεκτρονικό]
[7] Wikipedia, [Ηλεκτρονικό]