Ο Ίβαρς Κάλνινς, γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 1948 στην Ρίγα. Ήταν γόνος εργατικής οικογένειας, ο πατέρας του ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και η μητέρα του νοικοκυρά. Οι γονείς του επέμεναν να μάθει μία τέχνη κι έτσι από τα 14 του χρόνια άρχισα να εργάζεται, παράλληλα με το σχολείο. Στην αρχή δούλεψε ως μηχανικός συναρμολογητής και στην συνέχεια έγινε τεχνικός υπολογιστικών μηχανών.
Στα χρόνια της νιότης συμμετείχε σε διάφορα ροκ συγκροτήματα, είχε μακριά μαλλιά και φορούσε παντελόνια καμπάνες που ήταν της μόδας. Δεν μπόρεσε να ξεφύγει ούτε από τον πειρασμό της Beatlmania. Έπαιζε μουσική σε χοροεσπερίδες σε διάφορα λέσχες της Ρίγας. Το 1968 αποφοίτησε από το νυχτερινό γυμνάσιο και αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο της τέχνης. Έδωσε εξετάσεις στο Τμήμα Θεάτρου του Κρατικού Ωδείου της Ρίγας, από το οποίο αποφοίτησε το 1974.
Ενώ σπούδαζε, έγινε μέλος του θιάσου του Ακαδημαϊκού Θεάτρου «Γ. Ράινις» το 1972, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε πολλές ταινίες. Σήμερα, είναι μέλος των θιάσων δύο μεγάλων θεάτρων της πατρίδας του, στο Μικρό και το Νέο, ενώ συμμετέχει και σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές.
Όπως και πολλοί συμπατριώτες του, έχει βιώσει τον ολοκληρωτισμό του κομμουνιστικού καθεστώτος, το οποίο με ιδιαίτερη σκληρότητα φέρθηκε στους λαούς των χωρών της Βαλτικής.
* * *
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η νιότη μου - Ε.Σ.Σ.Δ.»
Δεν έγινα ποτέ μέλος της οργάνωσης των Πιονιέρων. Δεν το ήθελε η μητέρα μου. Ο αδελφός της εξορίστηκε στην Βορκουτά για 20 χρόνια. 11 χρόνια παρέμεινε στη φυλακή, μετά όμως οι αρχές του ζήτησαν συγγνώμη λέγοντας πως έγινε λάθος... Λένε πως τον θείο μου τον φυλάκισαν μετά από καταγγελία ενός γείτονα που ήταν ερωτευμένος με την γυναίκα του. Εκείνη την εποχή αυτό ήταν αρκετό για να τσακίσεις την ζωή ενός ανθρώπου...
Κατά την σοβιετική εποχή μιλούσαμε ψιθυριστά, στις κουζίνες, εγώ όμως πάντα ρωτούσα επειδή δεν καταλάβαινα: «Μαμά, ποιος έχει δίκιο;». Εκείνη απαντούσε: «Εγώ, εσύ όμως Ιβάρ να είσαι καλός στα μαθήματά σου».
Όταν ο θείος μου βγήκε από την φυλακή, η μητέρα δήλωσε σκληρά πως ούτε εγώ ούτε ο αδελφός μου Γιάνις δεν θα καμαρώνουμε με την κόκκινη μαντίλα στον λαιμό. Δεν θυμάμαι αν στεναχωρήθηκα ιδιαίτερα γι’ αυτό. Δεν θα είμαι πιονιέρος και τι έγινε! Μεταξύ των φίλων της οικογένειας μας και των γειτόνων ήταν πολλοί που υπέφεραν εκείνα τα χρόνια. Πολλούς Λετονούς τους εξόρισαν στην Σιβηρία μόνο και μόνο γιατί είχαν «ανεπίτρεπτο πλούτο» με την μορφή μίας κατσίκας ή αγελάδας στο νοικοκυριό τους. Η διαδικασία αποκουλακοποίησης άρχισε στην Λετονία στην δεκαετία του ’40 και αφορούσε πολλές λιθουανικές οικογένειες.
Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει: πού πηγαίνουν μέσα στα βαγόνια, πεινασμένοι, φτωχοί, αποκομμένοι από τα σπίτια τους. Και το κυριότερο: γιατί; Για ποιον λόγο; Ποιο ήταν το φταίξιμό τους; Και μόνο όταν τους έβγαζαν από τα βαγόνια κάπου στην ερημιά, στο Κρασνογιάρσκ, όπου τους έστελναν στην επονομαζόμενη «ελεύθερη εγκατάσταση», τους απήγγειλαν την κατηγορία: «Είστε ένοχοι γιατί άρχισε ο πόλεμος». Στην πραγματικότητα, η χώρα χρειαζόταν ανθρώπους, οι οποίοι θα εποικούσαν τις απέραντε εκτάσεις της Σιβηρίας.
Ο κρατικός μηχανισμός δούλευε με όλη την ισχύ του και οι άνθρωποι ήταν απλά οι βίδες του.
Τόσες κατεστραμμένες ζωές, τόσοι τσακισμένοι άνθρωποι...
Η καταπληκτική ταινία «Ο μακρύς δρόμος στους αμμόλοφους», αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την εποχή.
Κι αν για κάποιον το θέμα των σταλινικών στρατοπέδων παραμένει αμφίβολο, προσωπικά για εμένα είναι από χρόνια ξεκάθαρο και κατανοητό. Το σύστημα που χώρισε τον λαό σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες, είναι για μένα γεγονός ,το οποίο δεν χρειάζεται αποδείξεις και δικαιολογίες.
Για παράδειγμα, η πρώτη μου σύζυγος Ίλγκα, γεννήθηκε στο ορυχείο Ντίξον (χωριό Ουστ-Πορτ), όπως γράφει το πιστοποιητικό γεννήσεώς της... Εκεί, είχαν εξορίσει την γιαγιά της, η οποία ερωτεύτηκε έναν Γερμανό που έμενε στα περίχωρα της Πετρούπολης. Εκεί, στην εξορία ήρθε στη ζωή η σύζυγος που μου χάρισε τις κόρες μου...
Στην Σιβηρία ακόμη και σήμερα ζουν οι απόγονοι εξόριστων από την Λετονία. Κατά την διάρκεια των περιοδειών μου σε εκείνα τα μέρη πολλές φορές έτυχε να συναντηθώ με ανθρώπους, από τα επίθετα των οποίων αλάνθαστα αναγνώριζα τους συμπατριώτες μου. Ακόμη κι αν τα επίθετα αυτά, ακούγονταν με ρωσικό τρόπο, όπως για παράδειγμα όχι Οζόλινς μα Οζόλιν, όχι Κραστίνς, μα Κραστίν...
Μία φορά, κατά την διάρκεια μίας περιοδείας στην Βορκουτά, έμαθα πως εκεί κοντά, σε απόσταση 200 χιλιομέτρων κυριολεκτικά, βρίσκεται μία τοποθεσία με την ονομασία Ίντα.
Πού βρέθηκε σε εκείνα τα μέρη πόλη, με λετονικό γυναικείο όνομα;
Ρώτησα μερικούς από τους γέρους και μου εξήγησαν πως η πολιτεία Ίντα πήρε το όνομά της από το όνομα μίας κοπέλας, η οποία στα στρατόπεδα είχε σώσει πολλούς ανθρώπους. Ήταν Λετονή και την έλεγαν Ίντα. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Πιθανόν, να είμαι απλά ένας αστικός μύθος. Για κάποιον λόγο όμως θέλω να πιστεύω πως είναι αλήθεια.
Στην Βορκουτά, κατά την διάρκεια αυτού του ταξιδιού, μας δέχτηκε ο κυβερνήτης. Μαθαίνοντας πως είμαι από την Λετονία, μου έσφιξε το χέρι με νόημα και μου είπε αρκετές φορές σιγανά: «Σας ευχαριστώ που ήρθατε. Σε ευχαριστώ θερμά!» Οι Λετονοί στην Σιβηρία γνωρίζουν και θυμούνται. Είναι μέρος της ιστορίας αυτού του τόπου. Τα θύματα μίας τρομακτικής εποχής. Ένοχοι χωρίς να φταίνε, άνθρωποι που έχασαν την πατρίδα τους.