Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Δεν είμαι ο πιο κοινωνικός άνθρωπος, ούτε εμπιστεύομαι την κρίση των πολλών. Αναφορικά, μάλιστα, με την τελευταία, παλεύω πάντα με την τάση που όλο φουσκώνει και αναδεύεται μέσα μου να μην την απορρίπτω εξαρχής σαν λανθασμένη και γελοία. Αν και τελικά δεν τα καταφέρνω. Ταυτόχρονα, απεχθάνομαι το γούστο της πλειοψηφίας — με οδυνηρό αποτέλεσμα, οφείλω να ομολογήσω, το γεγονός ότι δεν έχω δει μία σειρά από ταινίες που «έσπασαν ταμεία». Δεν θέλω να τις δω. Το αρνούμαι ακόμη και τώρα, που ξέρω βέβαια καλά πόσο μού λείπουν. Αλλά δεν υποκύπτω. Δεν θα δω ποτέ μου τον «Εξορκιστή» ή τον «Νονό».
Είναι ασφαλώς κάτι γενετικό, μολονότι υπήρξαν και λόγοι που, μεγαλώνοντας, με έκαναν να ισχυροποιήσω αυτό το κάτι που προϋπήρχε μέσα μου — αυτό το κουσούρι. Ένα από αυτά συνέβη όταν ήμουν κάπου δέκα με έντεκα χρονών. Κάναμε αγώνες δρόμου στο σχολείο, που εκ των προτέρων ήξερα ότι θα τους κερδίσω. Ήμουν γρήγορος και δεν πίστευα ότι γινόταν να χάσω. Δεν είχα τέτοια δεδομένα παρατηρώντας τις επιδόσεις των συμμαθητών μου. Ως εκ τούτου, ήμουν ήσυχος.
Ο αγώνας συνίστατο στο να τρέξουμε από τον ένα τοίχο του προαυλίου μέχρι τον άλλο, να τον ακουμπήσουμε, να κάνουμε γρήγορη μεταβολή και να επιστρέψουμε στην αφετηρία. Όπως υπολογίζω τώρα, πρέπει να ήταν μία συνολική απόσταση εκατόν πενήντα μέτρων, ή κάτι τέτοιο. Δεν κάναμε ακριβώς προκριματικούς, γιατί όποτε επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο το αποτέλεσμα ήταν χαοτικό: όλοι ήθελαν να τρέξουν με όλους, και καταλήγαμε με ένα τσούρμο αγόρια που σκόνταφταν το ένα πάνω στο άλλο και κατέστρεφαν το άθλημα ποδοπατώντας κάθε λογική. Αντίθετα, μία επιτροπή που συστάθηκε χωρίς να λογοδοτήσει κάπου επέλεξε είκοσι παιδιά που ήταν περισσότερο ή λιγότερο προφανές πως μπορούσαν να διεκδικήσουν κάποια από τις πρώτες θέσεις, ή έστω να τερματίσουν τη διαδρομή. Θα γίνονταν δύο ημιτελικές κούρσες, και αμέσως μετά —σε ένα επόμενο διάλειμμα— ο τελικός, όπου θα συμμετείχαν οι πέντε πρώτοι από κάθε σειρά.
Έτρεξα χωρίς να βάλω τα δυνατά μου στον δικό μου ημιτελικό και πλασαρίστηκα εύκολα στην πεντάδα, παρακολουθώντας απλώς τους προπορευόμενους. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία στη δεύτερη σειρά, και απλώς περίμενα την ώρα του μεγάλου τελικού. Εκεί έτρεξα πράγματι γρήγορα, και τερμάτισα με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, πάνω από δέκα μέτρα, μπορεί και περισσότερα. Και τότε συνέβη κάτι που με τάραξε: καμιά δεκαριά παιδιά με άρπαξαν, με σήκωσαν στα χέρια και με περιέφεραν στην αυλή υπό τις πανηγυρικές επευφημίες σχεδόν όλου του σχολείου. Ήταν πολύ άβολο και δεν το χάρηκα ούτε στα κρυφά.
Όμως τότε ήρθαν από κάποια απόμακρη γωνία κάποια άλλα παιδιά, της έκτης, που διαμαρτυρήθηκαν στους ελλανοδίκες για μονομέρεια και παράνομους αποκλεισμούς. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε ασφαλώς καθόλου, καθώς οι αγώνες ήταν ανοικτοί και γνωστοί από καιρό στους πάντες. Ωστόσο, η επιτροπή υπαναχώρησε και αποφασίστηκε να διεξαχθεί ακόμη ένας τελικός, μεταξύ των πέντε πρώτων του προηγουμένου και άλλων πέντε αγοριών από τα τμήματα της έκτης, που θα μας τους υποδείκνυαν οι ίδιοι. Έτσι και έγινε. Ανάμεσα στους πέντε καινούργιους, ήταν και ένα ψηλό παιδί που όλο χαμογελούσε.
Δεν τα ήξερα αυτά τα παιδιά, που γενικώς απέφευγαν εμάς τους μικρότερους. Βέβαια, τους αποφεύγαμε και εμείς, όχι από απέχθεια όπως εκείνοι, αλλά μάλλον από φόβο. Ήταν ένα βήμα πριν το γυμνάσιο και το μάτι τους γυάλιζε από προσμονή.
Εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να τρέξω ξανά για να διασφαλίσω τα πρωτεία μου, οπότε στήθηκα στην αρχή αρκετά σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα. Και δόθηκε το σήμα του αφέτη. Και έφυγα πρώτος, με το κεφάλι κάτω και σφιγμένες γροθιές.
Κάπου στα εξήντα μέτρα όμως, κι ενώ ώς τότε άκουγα πίσω μου την ανάσα του ψηλού εκταίου που με κυνηγούσε, κατάλαβα πως κάτι συνέβαινε. Κάτι είχε αλλάξει. Έστρεψα το κεφάλι μου και είδα πως το αγόρι που όλο χαμογελούσε είχε ήδη κάνει μεταβολή και έτρεχε προς τα πίσω. Δεν ήταν δυνατόν! Δεν μπορούσε να συμβαίνει. Αφού δεν είχε φτάσει στον τοίχο και δεν τον είχε ακουμπήσει.
Και όμως νά που συνέβαινε. Μπροστά στα μάτια μου. Μπροστά στα μάτια όλου του σχολείου.
Δεν άλλαξα τακτική. Δεν γινόταν να το κάνω. Συνέχισα να τρέχω, έφτασα στον τοίχο της άλλης πλευράς, τον ακούμπησα με τα δάχτυλα και έκανα απότομη στροφή. Τώρα πια έβλεπα την πλάτη του βέβαια, αλλά θα έκανα ό,τι μπορούσα. Εκείνη τη στιγμή, υπήρχε μόνο αυτός, και το τέρμα. Οι υπόλοιποι οχτώ, καθώς και όλοι οι θεατές, ήταν κομπάρσοι, σχεδόν δεν τους έβλεπα και δεν τους αισθανόμουν. Κατέβασα κι άλλο το κεφάλι, έσφιξα πιο δυνατά τις γροθιές μου και έτρεξα πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά. Ποτέ πριν στη ζωή μου δεν είχε χρειαστεί να τρέξω τόσο γρήγορα. Και κάλυψα την απόσταση που μας χώριζε. Σχεδόν τον έφτασα.
Αλλά σχεδόν. Το ψηλό παιδί τερμάτισε ένα βήμα πριν από μένα, έχοντας σηκωμένα τα δυο του μακριά χέρια ψηλά, και σίγουρα χαμογελώντας. Κι εγώ τον ακολούθησα δεύτερος, παρά το σάλτο που έκανα στο τέλος μπας και τον προλάβω. Ήταν αδύνατον.
Βέβαια όλο αυτό είχε γίνει για την τιμή των όπλων, σωστά; Ήταν ένας άκυρος αγώνας, και αυτός —ο χαμογελαστός— ένας νόθος νικητής. Ήταν καταγέλαστος, και η υπεροχή μου, χάρη ακριβώς στην κλεψιά του, είχε φανεί ακόμη πιο καθαρά.
Όμως δεν έγινε έτσι. Την επόμενη στιγμή, κι ενώ εγώ έτρεχα ακόμη μέσα μου από κεκτημένη ταχύτητα, οι δικοί του, οι συμμαθητές τους της έκτης, τον είχαν σηκώσει στους ώμους. Και, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ΟΛΟ το σχολείο ήταν γύρω του, επευφημώντας τον και ζητωκραυγάζοντας για τη νίκη του. Το θυμάμαι ακόμη. Με εκείνον σηκωμένο στα χέρια, τα παιδιά όλων των τάξεων, μαζί και η ελλανόδικος επιτροπή, έκαναν χαμογελαστοί και ευτυχισμένοι τον γύρο του θριάμβου. Όλοι, εκτός από εμένα, που είχα μείνει να τους κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια και με την καρδιά μου να χτυπάει.
Είχα χάσει. Άδικα μεν, αλλά είχα καταποντιστεί. Και οι άλλοι θριαμβολογούσαν με τον νικητή, που είχε τρέξει κάπου είκοσι με τριάντα μέτρα λιγότερα από όσο έπρεπε. Μπροστά στα μάτια όλων.
Δεν το συζήτησα με κανέναν, δεν ξαναέτρεξα ποτέ, και —μεταξύ άλλων που απέφευγα έκτοτε— δεν είδα ποτέ μου, στο μέλλον που ερχόταν τρέχοντας πιο γρήγορα από όλους μας, κάποιες ταινίες που έβλεπαν όλοι. (Ακόμη και τώρα, δεν έχω δει το Game of Thrones ή το Walking Dead ή το Breaking Bad). Ή μάλλον, για να ακριβολογώ, ξανάτρεξα, εφτά χρόνια μετά, στις κατατακτήριες για τη Γυμναστική Ακαδημία, στο τετρακοσάρι. Έχασα και εκεί, πανηγυρικά. Και δίκαια. Τώρα πια τρέχω μόνος, στο πάρκο.
Δεν ξέρω αν είναι γενετικό, επίκτητο, και τα δυο, αλλά η απέχθειά μου στα δημοψηφίσματα, στις αμεσοδημοκρατικές αποφάσεις, στη νεογλώσσα, στα εξόφθαλμα ψέματα, στη χύδην άσκηση της πολιτικής και σε όλα αυτά τα συριζαίικα τερτίπια εδράζεται κάπου στη μέρα που εκείνα τα αγόρια σήκωσαν τον κλέφτη νικητή στους ώμους, χωρίς να τους νοιάζει η αλήθεια, χωρίς να δίνουν δεκάρα τσακιστή για το δίκιο.