Η τουρκική αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις

Η τουρκική αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις

Η πρόσληψη των διεθνών σχέσεων από την Τουρκία είναι μεν κατανοητή από τους εξειδικευμένους χειριστές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ή την πολιτική ηγεσία, λιγότερο όμως από την κοινή γνώμη. Η πρόσληψη αυτή καθορίζεται από ένα συνδυασμό αξόνων. 

Κατ’ αρχάς, η τουρκική πολιτική αποτελεί ένα ιδιότυπο μείγμα ανασφάλειας και υπερβολικής αυτοπεποίθησης. Η ανασφάλεια προέρχεται από τις διαδοχικές παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ειδικά στη φάση της αδυναμίας της από τα τέλη του 18ου αι., με κορύφωση αυτό που οι Τούρκοι βλέπουν ως απόπειρα διαμελισμού της χώρας τους μέσω της Συνθήκης των Σεβρών. Στο στοιχείο αυτό έκανε εξαίρετη αναφορά ο κ. Ι. Στεφανίδης στο πρόσφατο άρθρο του. Η υπερβολική αυτοπεποίθηση, από την άλλη, προέρχεται από την επίγνωση του μεγέθους και της γεωπολιτικής αξίας της.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, μια Τουρκία που μόλις είχε σταθεί στα πόδια της, αξίωνε θέση μη μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. Το 1939-45 έμεινε εκτός του πολέμου, επειδή ακριβώς φοβόταν ότι, εάν μετείχε, η σύγκρουση θα κατέληγε (όπως είχε γίνει το 1914-18), σε νέα προσπάθεια διαμελισμού της. Αλλά το γεγονός ότι κατάφερε να αποκρούσει τις πιέσεις και του Άξονα και (ιδίως) του Τσώρτσιλ για έξοδό της στον πόλεμο, καταδείκνυε παράλληλα και τις σημαντικές δυνατότητές της. Κατά τη μεταπολεμική εποχή, αντιμετωπίζοντας τεράστια οικονομικά προβλήματα (και συχνά εντασσόμενη σε προγράμματα του ΔΝΤ), επέτυχε να εισβάλει σε χώρα μέλος του ΟΗΕ – την Κύπρο – χωρίς να επιφέρει μοιραίες για την ίδια συνέπειες και δημιουργώντας τετελεσμένα.

Το δεύτερο στοιχείο των τουρκικών προσλήψεων αφορά την έμφαση στη «σκληρή» ισχύ και την απόλυτη προτεραιότητα αυτού που αποκαλούμε εθνικό/κρατικό συμφέρον. Ασφαλώς, δεν αγνοεί τους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους μετέχει ενεργότερα από ό,τι θα αναμενόταν για μια δύναμη της τάξης της. Ωστόσο, αισθανόμενη ως διάδοχος αυτοκρατοριών (δηλαδή ως μια διεθνής παρουσία, αν όχι αιώνια πάντως μόνιμη),τείνει να θεωρεί τους διεθνείς οργανισμούς και διεργασίες ως προσωρινές ή ημιμόνιμες δομές, προορισμένες να υπηρετήσουν το δικό της εθνικό συμφέρον.

Εξάλλου, η μνήμη των συχνών παρεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την ωθούν σε δυσπιστία έναντι του διεθνούς παράγοντα και στην τάση να βασίζεται στα δικά της εθνικά μέσα παρά σε διεθνείς διαδικασίες. Δεν σημαίνει αυτό ότι δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη του Διεθνούς Δικαίου. Αλλά το «ερμηνεύει», συχνά αυθαίρετα και επιλεκτικά, με γνώμονα το τι θέλει η ίδια τη συγκεκριμένη περίοδο – σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι άλλα κράτη. Παράλληλα, το Διεθνές Δίκαιο έχει ιδιομορφίες στην ισχύ και την εφαρμογή του (π.χ. στερείται υποχρεωτικών δικαστικών διαδικασιών ή διαδικασιών εκτέλεσης αποφάσεων) και η Τουρκία το γνωρίζει. Η δομή του διεθνούς συστήματος, που παραμένει άναρχο, και η σημαντική γεωπολιτική της αξία την βοηθούν σε τούτο.

Όλα αυτά, βέβαια, πρέπει να συνεκτιμώνται μαζί με τις πληθυσμιακές, οικονομικές, καθεστωτικές και ιδεολογικές μετεξελίξεις υπό το καθεστώς Ερντογάν, οπότε η Τουρκία, με έναν πολύ νεανικό πληθυσμό, πολλαπλασίασε το ΑΕΠ της και διεκδίκησε την ηγεσία στον σουνιτικό κόσμο. Η σχέση της με τη Δύση χαλάρωσε σε σύγκριση με την εποχή της εξουσίας των κεμαλικών. Παράλληλα, η χώρα αγνόησε τον κίνδυνο της υπερέκτασης των δυνατοτήτων της (overstretch). Έτσι, έχουμε έναν δύσκολο γείτονα, ιδιότυπο ως προς το πώς αντιλαμβάνεται τη διεθνή πολιτική, τι φοβάται και προσδοκά, τι θεωρεί ως πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των στόχων του.

Έχουμε ένα γείτονα ταυτόχρονα ανασφαλή και ισχυρό, που αισθάνεται ότι βρίσκεται μεταξύ Δύσης και Ανατολής και έχει κατά καιρούς καταφέρει να επιβάλει τετελεσμένα. Δεν χρειάζεται φόβος ή βιασύνη έναντι του γείτονά μας. Απαιτούνται όμως ακριβείς διαπιστώσεις και καθαρό μυαλό. Για να επιτύχουμε το ζητούμενο -την ουσιαστική ειρηνική συνύπαρξη μαζί του- οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη έναν περίπλοκο συνδυασμό παραμέτρων και να έχουμε επίγνωση των επίσης περίπλοκων ζητημάτων των διεθνών σχέσεων και της ιστορίας τους. 

* Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.