Θα έχουμε πόλεμο με την Τουρκία; Η σωστή ερώτηση δεν είναι αυτή, αλλά αν θα ηττηθεί ή όχι ο μικρομεγαλισμός της. Και η απάντηση είναι ναι! Η Τουρκία δεν μπορεί να εξελιχθεί σε ηγέτιδα δύναμη στον πλανήτη, όπως ονειρεύονται οι εθνικιστές στη γείτονα χώρα. Αυτήν τη στιγμή ο Ερντογάν έχει απλώσει τον τραχανά από τη Μέση Ανατολή ως την Αφρική και επιδιώκει να γίνει ένας νέος Σαλαντίν, με τη διαφορά ότι δεν έχει σχέση με τον Κούρδο κατακτητή της Ιερουσαλήμ. Ούτε με κάποια άλλη ιστορική φυσιογνωμία του Ισλάμ. Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας ικανός, αλλά μεγαλομανής ηγέτης που οδηγεί την Τουρκία σε μια μεγάλη στρατηγική ήττα.
Αν θα φθάσουμε σε μια στρατιωτική σύγκρουση στο Αιγαίο ή αν το όνειρο της Τουρκίας συντριβεί στις ερήμους της Λιβύης, αυτό είναι κάτι που δεν το γνωρίζουμε. Όπως και αν προηγηθεί μία οικονομική κρίση που θα προσγειώσει απότομα στη Γη τους φιλόδοξους Τούρκους και θα τους ξυπνήσει από το όνειρο της παγκόσμιας κυριαρχίας.
Υπάρχουν πολλές αντίρροπες δυνάμεις που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα ο Ταγίπ Ερντογάν. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι θα έβρισκε έναν τρόπο για να θεραπεύσει τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας του, θα πρέπει στο μεταξύ να βρει έναν τρόπο να ψηλώσει περισσότερο και να αναμετρηθεί με τα συμφέροντα του Ισραήλ και της Γαλλίας. Εκτός και αν πιστεύει κανείς ότι οι Ισραηλινοί θα γίνουν ξαφνικά μοιρολάτρες και θα περιμένουν υπομονετικά να πέσει πρώτα η Λιβύη και μετά η Αίγυπτος, για να έχουν από τη μία πλευρά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και από την άλλη τη Χαμάς. Ή ότι οι Γάλλοι θα αυτοκτονήσουν, αφήνοντας την Τουρκία να τους εκτοπίσει από τη Μεσόγειο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία ανησυχούν σοβαρά για την πολιτική του Ερντογάν στον αραβικό κόσμο. Και το δείχνουν! Θα μπορέσει, λοιπόν, ο Ερντογάν να αποδειχθεί ισχυρότερος απ’ όλους αυτούς; Αμφιβάλλουμε!
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν είναι εδώ, όπως στο παρελθόν. Αυτό είναι και το στοιχείο που έχει αποθρασύνει τους Τούρκους και τους Ρώσους. Αμφότεροι επιδιώκουν να κερδίσουν περισσότερους πόντους από αυτήν τη σημαντική αλλαγή που έχει ήδη συντελεστεί στον γεωπολιτικό χάρτη. Είναι και η αδυναμία της Γερμανίας να κατανοήσει και να διαδραματίσει τον ιστορικό της ρόλο στην Ευρώπη. Προτιμάει να βλέπει (ακόμη) τα πράγματα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των στενών συμφερόντων της, όπως αυτά υπαγορεύονται από τις επενδύσεις 6.000 γερμανικών εταιρειών στην Τουρκία.
Και ναι μεν η Ρωσία θα έχει κερδίσει κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες, για την Τουρκία όμως δεν ισχύει το ίδιο. Ακόμη και αν συντριβεί η Τουρκία, οι Ρώσοι θα έχουν καταφέρει να ανακατέψουν για τα καλά τον δυτικό κόσμο. Αλλά η Τουρκία δεν αντέχει μία ήττα οποιασδήποτε μορφής. Είτε αυτή είναι στο πεδίο της οικονομίας είτε στο πεδίο της μάχης. Είναι τόσες πολλές οι εσωτερικές αντιθέσεις στην Τουρκία, που μία τέτοια εξέλιξη μπορεί να απελευθερώσει σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις και να δούμε πρωτοφανή πράγματα.
Η Ελλάδα από τη μία πλευρά δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα των τουρκικών απειλών και από την άλλη δεν μπορεί να αφήσει περιθώρια παρερμηνειών στην υπεράσπιση των δικαίων της. Το συμφέρον της χώρας είναι να κερδίσει χρόνο και σε αυτόν τον χρόνο να προσπαθήσει να οργανώσει στο μέλλον την άμυνά της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μία ισχυρή Ελλάδα, οικονομικά και στρατιωτικά, μπορεί να υπερασπισθεί καλύτερα τον εαυτό της, αλλά να αποτελέσει ταυτόχρονα και ισχυρή δύναμη αποτροπής.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν είναι σε θέση αυτήν τη στιγμή να επιλέξει στο «πόλεμος ή ειρήνη», δεν εξαρτάται από την ίδια το τι θα συμβεί. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, όμως, γνωρίζει ποιο είναι το συμφέρον της και προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται. Ξέρει ότι δεν μπορεί να επιτρέψει τους τσαμπουκάδες του Ερντογάν και ότι η Ευρώπη είναι πλέον υποχρεωμένη να πάρει θέση. Προσπαθεί να αποφύγει τη σύγκρουση, αλλά έχει καταστήσει σαφές προς κάθε πλευρά ότι είναι αποφασισμένη να φθάσει μέχρι τέλους. Και μέχρι αυτήν τη στιγμή η κυβέρνηση φαίνεται να χειρίζεται την κρίση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Από εκεί και πέρα, είναι απολύτως βέβαιο ότι η Τουρκία θα εξακολουθήσει να είναι μία μεγάλη χώρα, ακόμη και ύστερα από μία μεγάλη ήττα. Και ότι εμείς θα καθίσουμε στο τραπέζι των συζητήσεων, αργά ή γρήγορα. Εκτός και αν πιστεύει κανείς ότι δύο γείτονες μπορούν να ζήσουν στην αιωνιότητα έχοντας γυρισμένη ο ένας στον άλλον την πλάτη του. Έχει βέβαια σημασία ποια στιγμή κάθεται κανείς στο τραπέζι. Σήμερα δεν έχει και τόσο νόημα. Εκτός και αν η Τουρκία αποδεχθεί τα αυτονόητα, πράγμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον Ερντογάν και σε σχέση με όσα έχει ήδη υποστηρίξει. Σε δεύτερο χρόνο και κάτω από άλλες συνθήκες; Φυσικά! Και τότε θα αποδειχθεί ότι το συμφέρον των δύο χωρών είναι η συνεργασία και ότι οι διαφορές δεν είναι και τόσο μεγάλες, όσες έχουν «ανακαλύψει» οι στρατιώτες του Ισλάμ της Άγκυρας.
Σε κάθε περίπτωση, για να γίνει μία συζήτηση θα πρέπει και οι δύο συνομιλητές να είναι προσγειωμένοι στην πραγματικότητα. Να έχουν πλήρη επίγνωση της θέσης τους στον σύγχρονο κόσμο και μία ρεαλιστική απεικόνιση αυτών που μπορούν να διεκδικήσουν. Δεν φαίνεται να είμαστε σε αυτό το σημείο! Όχι ακόμη!
Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]
* Αναδημοσίευση από την στήλη Εκ Θέσεως της εφημερίδας Φιλελεύθερος που κυκλοφόρησε το Σάββατο 8 Αυγούστου