Το ψήφισμα με το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απαιτεί την επιβολή κυρώσεων έχει προφανώς συμβολική αξία. Όμως, καταδεικνύει κάτι πολιτικά κρίσιμο. Είναι η πρώτη φορά που ένας κορυφαίος ευρωπαϊκός θεσμός «διαβαίνει τον Ρουβίκωνα». Το τι θα συμβεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 10 Δεκεμβρίου είναι ακόμη δύσκολο να προβλεφθεί. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η ενδοευρωπαϊκή διαπραγμάτευση στοιχίζεται πίσω από τις δύο γνωστές ομάδες. Από την μία, Ελλάδα, Κυπριακή Δημοκρατία, Γαλλία, Αυστρία και από την άλλη Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη πολύ διακριτικά είναι υπέρ της μιας ή της άλλης ομάδας.
Υπάρχουν βεβαίως μερικά δεδομένα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Πρώτον, η Τουρκία έχει απωλέσει την αξιοπιστία της ακόμα και μεταξύ εκείνων που δεν θέλουν να της επιβληθούν κυρώσεις. Το επιχείρημα ότι η Τουρκία δεν πρέπει να χαθεί για την Δύση γενικά και για την Ευρώπη ειδικότερα είναι ακόμη ισχυρό αλλά στο Βερολίνο, στη Μαδρίτη, στην Χάγη οι ιδέες για το πως αυτό θα εξασφαλιστεί είναι είδος εν ανεπαρκεία. Υπάρχει η εγγενής γερμανική αδυναμία να διαβάσει το στρατηγικό σκηνικό της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής και να κατανοήσει ότι η Τουρκία εξελίσσεται σε αποσταθεροποιητικό παράγοντα που δεν μπορεί να ελεγχθεί. Έτσι το Βερολίνο δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι η μοναδική ορθολογική επιλογή είναι η ανάσχεση του Τουρκικού περιφερειακού αναθεωρητισμού. Δεύτερον, η Γαλλία, σε αντίθεση με την Γερμανία, γνωρίζει ότι η Τουρκική συμπεριφορά στην Μεσόγειο, στην Αφρική και στην Μέση Ανατολή παράγει ολοένα και περισσότερε απειλές για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Παρίσι θα πιέσει για την επιβολή κυρώσεων που θα στείλουν ένα σαφές μήνυμα στην Άγκυρα. Τέλος, με τις ΗΠΑ να βιώνουν το μεγαλύτερο στρατηγικό κενό από την εποχή του Watergate, η αβεβαιότητα μεγαλώνει. Η Τουρκία περιμένει να ξεκαθαρίσει το τοπίο για να ανιχνεύσει τις προθέσεις της νέας αμερικανικής Διοίκησης.
Η Άγκυρα θεωρεί θα μπορέσει για μία ακόμη φορά να εκμεταλλευτεί τα γερμανικά φοβικά σύνδρομα. Μια πρόσκληση στην Αθήνα για συνομιλίες σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ίσως διευρυμένη ατζέντα μπορεί να προσφέρει και αυτή τη φορά την διέξοδο που απεγνωσμένα αναζητεί το Βερολίνο και η Μαδρίτη. Η Τουρκία θεωρεί ότι μια τέτοια κίνηση μόνο κέρδη έχει σε πολιτικό επίπεδο. Θα εμφανισθεί ως υπέρμαχος της διαπραγμάτευσης φέρνοντας την Αθήνα σε δύσκολη θέση γιατί θα πιεστεί να υπαναχωρήσει από τους απόλυτα εύλογους όρους που έχει θέσει, δηλαδή την οριστική παύση κάθε παράνομης μονομερούς δραστηριότητας και την αποδοχή των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας ως πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιδράσει με στρατηγική ευφυία και διπλωματική «πονηριά». Τα δεδομένα δεν έχουν αλλάξει, ούτε η τουρκική πολιτική πρόκειται να μεταβληθεί χωρίς να πειστεί η Άγκυρα ότι ο συσχετισμός ισχύος είναι εναντίον της.
Η Ελληνική στρατηγική έχει τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι η ενίσχυση των εθνικών ικανοτήτων το συντομότερο δυνατόν. Ο δεύτερος είναι η συγκρότηση στρατηγικών συνεργασιών με σημαντικούς περιφερειακούς παίκτες (Αίγυπτος, Ισραήλ, ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία) που μειώνουν σημαντικά την αυτονομία των τουρκικών κινήσεων. Και ο τρίτος είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και αν η στάση της τελευταίας προκαλέσει και πάλι απογοήτευση στην Αθήνα, το Ευρωπαϊκό χαρτί θα παραμείνει ζωτικής σημασίας. Άλλωστε η τουρκική πρόκληση δεν θα σταματήσει σύντομα.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο.