Μπορούμε να πιθανολογήσουμε με σχετική βεβαιότητα ότι σε σχέση με την Ευρώπη, η περίοδος Μπάιντεν θα μοιραστεί σε δυο φάσεις. Θα παρακολουθήσουμε αρχικά μια προσπάθεια επιδιόρθωσης της ζημίας που υπέστησαν οι ευρωατλαντικές σχέσεις από την προεδρία Τραμπ. Στη συνέχεια, από το 2022 ή λίγο αργότερα, οι ΗΠΑ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επανέλθουν στις ράγες της μακροπρόθεσμης, αργής κίνησης που ξεκίνησε επί Ομπάμα και συνοψίζεται στο εξής: σταδιακή, προσεκτική και μέσω πολυμερούς συνεννόησης απομάκρυνση από την Ευρώπη και άλλες περιοχές στις οποίες οι ΗΠΑ δεν μπορούν ή/και δεν επιθυμούν να εκπληρώνουν τους ρόλους που υπηρετούσαν επί δεκαετίες.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλουμε να προβληματιστούμε και για τα ζητήματα της περιοχής μας. Η σημαντική και απολύτως θετική τάση μερικής επιστροφής στην πολυμέρεια που θα εκφράσει σε πρώτο χρόνο η νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον από τις 20 Ιανουαρίου δεν συνεπάγεται αυτόματη επίλυση των προβλημάτων που μας απασχολούν. Αντίθετα, επιβάλλει την προσεκτική ανάλυση της πραγματικότητας που θα αναδυθεί μέσα από την ωρίμανση της δεύτερης φάσης.
Άλλωστε, σε ποια πολυμέρεια ακριβώς αναφερόμαστε; Για να θυμίσουμε τους καθιερωμένους όρους της Sarah Kreps, η πολυμερής διάσταση μπορεί να αποτιμηθεί σε δυο επίπεδα: κατά πόσον η έγκριση για μια ενέργεια φανερώνει πολυμερή θεσμική πρωτοβουλία («διαδικαστική πολυμέρεια») και, σε δεύτερο επίπεδο, κατά πόσον η ίδια η ενέργεια αναλαμβάνεται σε συνεργασία με συλλογικούς δρώντες («επιχειρησιακή πολυμέρεια»). Συνήθως στη δημοσιότητα οι αναφορές στην πολυμέρεια αφορούν το πρώιμο στάδιο (ας το ονομάσουμε «πρωτοβουλιακή» πολυμέρεια) και το στάδιο της έγκρισης (η «διαδικαστική» πολυμέρεια κατά Kreps). Αλλά σπάνια η συμμετοχή στις δράσεις π.χ. του ΝΑΤΟ («επιχειρησιακή» πολυμέρεια) ή και το ύψος των αμυντικών δαπανών εκτείνεται πέραν ολίγων συνεπών και προβλέψιμων δρώντων, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Ως προς αυτό είχε βάση η κριτική του Τράμπ στη Γερμανία και τα σωρευόμενα δημοσιονομικά πλεονάσματα της.
Η γειτονιά μας και η νέα αμερικανική ηγεσία
Στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, η νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον θα πρέπει να προχωρήσει με προσοχή. Η περίοδος Τραμπ συνέπεσε αλλά και σε ένα βαθμό βοήθησε να ωριμάσουν ορισμένες επιτυχείς εξελίξεις στην Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Ως προς αυτή τη διάσταση, τυχόν επιστροφή σε ορισμένα στοιχεία της περιόδου Ομπάμα για την συγκεκριμένη περιοχή θα ήταν ατυχής. Τόσο η κρατική όσο και η κινηματική διάσταση του ισλαμισμού που οδηγεί στον τζιχαντισμό θα πρέπει να τύχει σκληρής και όχι διαλλακτικής αντιμετώπισης. Πρέπει να είναι σαφές ότι δίκτυα όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα αλλά και κράτη όπως το Κατάρ, η Τουρκία, το Πακιστάν δεν πρέπει να αφεθούν να ποδηγετήσουν (άμεσα ή έμμεσα) το νέο κύμα κινηματικής διεθνικής τρομοκρατίας που έχουμε μπροστά μας. Βέβαια μια επανάληψη της προσέγγισης Ομπάμα είναι ούτως ή άλλως απίθανη σε σχέση με τον αραβικό κόσμο και ειδικότερα την Μέση Ανατολή, λόγω και των νέων συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στο μεταξύ.
Ως προς τα ελληνοτουρκικά, τα θετικά της αλλαγής για την Ελλάδα είναι πολλά. Είναι πολύ σημαντικό να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που δυστυχώς συνέδεε τις οικογένειες Τραμπ και Ερντογάν σε επίπεδο ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων. Επίσης, ο ίδιος ο Μπάϊντεν έχει βαθιά γνώση της περιοχής γενικά και των ελληνοτουρκικών σχέσεων ειδικότερα.
Στο πλαίσιο αυτό, θα είναι κρίσιμο να αντιληφθεί η Ουάσιγκτον ότι πέρα από τις εξαιρετικές σχέσεις μεταξύ Ομπάμα – Μέρκελ στο παρελθόν, στην Ευρώπη σήμερα κάτι κινείται και αυτό είναι η στρατηγική προσπάθεια της Γαλλίας στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας στην ασφάλεια και την άμυνα, σε συνεργασία πάντα με το ΝΑΤΟ. Με τη Βρετανία κυριολεκτικά στην μέση του Ατλαντικού μετά το Brexit και την ήττα του Τραμπ, θα είναι σημαντικό για τις ευρωατλαντικές σχέσεις εάν οι ΗΠΑ προσεγγίσουν τη νέα γαλλική προσπάθεια με θετική και δημιουργική διάθεση.
Οι καλές ευρωατλαντικές σχέσεις είναι αναμφισβήτητα προς το συμφέρον της Ελλάδας. Άλλωστε οι «αναλύσεις» περί αμερικανικού απομονωτισμού έχουν συνήθως να κάνουν με εντυπωσιασμό, όχι ουσία. Ας θυμηθούμε π.χ. ότι η Ελλάδα κατόρθωσε να παραμείνει στην ευρωζώνη εν μέρει χάρη στη συνεπή στήριξη της Ουάσιγκτον επί Ομπάμα και Μπάiντεν. Ακόμη και επί Τραμπ, οι κινήσεις των ΗΠΑ ως προς την περιοχή μας ήταν πολιτικά απαραίτητο αλλά και επιστημονικά ορθό να αξιολογούνται κατά περίπτωση και όχι βάσει των κλισέ που διακινούν οι ελίτ της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ και αναπαράγονται μερικές φορές και στην Ελλάδα.
Είναι γεγονός ότι πολλά εξειδικευμένα στελέχη των Δημοκρατικών αποδίδουν μεγάλη σημασία στη διατήρηση της Τουρκίας σε ένα πολυμερές ευρωατλαντικό πλαίσιο συμμαχίας. Το στοίχημα από το 2021 θα είναι να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η διμερής στρατηγική συνεργασία μας με τις ΗΠΑ ώστε να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της στο ευρύτερο πλαίσιο των προσπαθειών διατήρησης μιας ούτως ή άλλως εξασθενημένης πολυμέρειας.
Η Τουρκία πέρα από το Δεκέμβριο
Δεν έχει ίσως γίνει κατανοητή η συνολική διάσταση της τουρκικής πρόκλησης. Θα το επαναλάβουμε: η εκστρατεία Ερντογάν για την καρδιά του Ισλάμ δονεί τις χορδές της εποχής, μιας εποχής στην οποία ούτως ή άλλως η πολιτική της ταυτότητας και η αξίωση για αναγνώριση έχουν περάσει στην πρώτη γραμμή.
Πέρα από τη συνεχή και κλιμακούμενη πίεση στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Τουρκία αναζητά ρόλο ως μουσουλμανική ηγεμονική παρουσία στην περιοχή και στο σουνιτικό κόσμο πέρα από αυτή. Με δυο λόγια, η Τουρκία διεκδικεί (α) ζωτικό χώρο στην περιοχή και (β) μερίδιο στην πολιτισμική ηγεμονία του σουνιτικού Ισλάμ σε παγκόσμιο επίπεδο. Και το πράττει με τρόπο απροκάλυπτο. Αυτό θα πρέπει να έχει γίνει πια σαφές ακόμη και στον πλέον αφελή παρατηρητή. Δεν πρόκειται για συνήθεις διαφορές τεχνικού επίπεδου μεταξύ γειτόνων. Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής και παράλληλα να προβάλλει τον ρόλο της ως περιφερειακή μουσουλμανική δύναμη με ηγεμονικές τάσεις στο σουνιτικό κόσμο, ενισχύοντας παράλληλα την ετοιμότητα στο εσωτερικό εθνικιστικό μέτωπο.
Τι ενδέχεται να αλλάξει; Η μέθοδος: ο τρόπος θα είναι λιγότερο απροκάλυπτος. Στη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ, η Άγκυρα πιθανότατα επιθυμούσε μια στρατιωτική εμπλοκή στα ελληνοτουρκικά ώστε να τη συμπεριλάβει στο ευρύτερο πεδίο διαπραγμάτευσης με τη Δύση. Από τις 20 Ιανουαρίου, οι σκέψεις αυτές θα γίνουν πιο δύσκολες, αλλά η στόχευση θα παραμείνει ίδια. Ας μην ξεχνάμε και τη σημασία των εξελίξεων στην Λιβύη. Η γνώριμη όσο και αυθαίρετη τουρκική άποψη ότι τα νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα απέκτησε με το Μνημόνιο Τουρκίας- Τρίπολης μια απτή, πρακτική διάσταση. Όχι νόμιμη, αλλά σίγουρα υπαρκτή. Τι θα γίνει αυτό το μνημόνιο;
Μπορούμε να υποβοηθήσουμε την Τουρκία να εγκαταλείψει τις επικίνδυνες νέο-οθωμανικές φαντασιώσεις της; Με άλλα λόγια, εκτός από την μέθοδο, να αλλάξει και τους σκοπούς της; Η αλλαγή στην Ουάσιγκτον σε συνδυασμό με την σαφή αντίληψη στο Παρίσι για τα σχέδια της Άγκυρας προσφέρουν μια ευκαιρία για μελλοντική αναδιάταξη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην ΕΕ, η λήξη της γερμανικής προεδρίας και το πέρασμα της σκυτάλης στην Πορτογαλία και τη Σλοβενία τα επόμενα εξάμηνα (η Γαλλία αναλαμβάνει στις αρχές του 2022) μπορούν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση συνθηκών για μια συνεπέστερη στάση μέσα στο 2021.
Από την πλευρά της Αθήνας, η ελληνική αντιμετώπιση της Τουρκίας οφείλει να έχει διττό χαρακτήρα. Αφενός ισχυρή στρατιωτική αποτροπή και εγκατάλειψη κινήσεων που υποδηλώνουν ότι η ειρήνη παραμένει πρώτη προτεραιότητα για την Ελλάδα, κάτι που δυστυχώς η απέναντι πλευρά εισπράττει ως υποχωρητικότητα. Αφετέρου μια νέα συζήτηση με την ΕΕ για τη διαμόρφωση με τη συμβολή και της Αθήνας ενός μελλοντικού εταιρικού καθεστώτος ΕΕ-Τουρκίας που θα μας βγάλει από το επικίνδυνο αδιέξοδο της δήθεν ενταξιακής πορείας. Το μαστίγιο πρέπει να είναι άτεγκτο και σαφές, χωρίς αναπαραγωγή σεναρίων περί Χάγης και ενδείξεις υποχωρητικότητας. Το ίδιο και το καρότο που οφείλει να προσφέρει σε εκείνη την μερίδα της τουρκικής ελίτ που ενδιαφέρεται, μια προοπτική ειδικής σχέσης, πέρα από το κυνήγι χρηματοδοτήσεων από την Άγκυρα όταν τις χρειάζεται και τις ατελέσφορες δικές μας πιέσεις για κυρώσεις που ελάχιστα αποδίδουν. Αφορούν άλλωστε (όπως στην εξόφθαλμη περίπτωση του Γιαβούζ στην Κύπρο) φυσικά πρόσωπα και όχι πλήγματα στην τουρκική οικονομία. Η πλήρης εγκατάλειψη της «θετικής ατζέντας» (αναβάθμιση τελωνειακής ένωσης κλπ.) από χώρες – υποστηρικτές της Τουρκίας στην Ευρώπη όπως η Γερμανία και η Ισπανία είναι αδύνατη. Σκληρά λόγια θα ακουστούν, κυρώσεις τύπου Γιαβούζ ίσως δρομολογηθούν, αλλά όποιος περιμένει ριζική αλλαγή στάσης τον Δεκέμβριο θα απογοητευτεί.
Συνάγεται από όλα τα παραπάνω ότι τα διμερή, τριμερή και εστιασμένα πολυμερή σχήματα θα εξακολουθήσουν να αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους για την ελληνική ασφάλεια. Είναι εύκολη η αναπαραγωγή των γνωστών ρήσεων για την πρόδηλη αδυναμία της Ευρώπης απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα και των εξίσου τετριμμένων ευχών για την ανάληψη δράσης που θα ανταποκρίνεται στις αξίες της Ευρώπης και στην αλληλεγγύη απέναντι στα μέλη της. Αλλά η Ευρώπη ωριμάζει απελπιστικά αργά στο γεωπολιτικό πεδίο. Αυτό που τώρα έχει πράγματι σημασία να πράξουμε αναφέρεται στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για τα επόμενα εξάμηνα. Συστηματική διμερής συνεργασία με τη νέα αμερικανική διοίκηση, εμβάθυνση της σχέσης με τη Γαλλία, έξυπνοι εξοπλισμοί με στρατηγική όχι τεχνική στόχευση, ανάπτυξη των συνεργασιών με Ισραήλ, Αίγυπτο, Εμιράτα, Ιορδανία, Ινδία, σε έναν ορίζοντα πολυεπίπεδης και δυνητικά μεταβλητής γεωμετρίας που όμως προϋποθέτει μια χώρα που στέκει στα πόδια της εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Με το σενάριο των δυο κρατών στην Κύπρο να πλησιάζει ταχύτατα, το 2021 θα βρει τον Ελληνισμό να αντιμετωπίζει κρίσιμες επιλογές.
Ο Δεκέμβρης του ολέθριου έτους που φεύγει δεν θα δώσει ουσιαστικές απαντήσεις στο ζήτημα των σχέσεων της Ευρώπης με την Τουρκία. Ανοίγει, όμως, ένα παράθυρο σε μια συζήτηση για το μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι θα ξεπεραστούν οι διαχειριστικές προσεγγίσεις που εξακολουθούν να κυριαρχούν στην ελληνική σκέψη απέναντι στα διλήμματα της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και των Δυτικών Βαλκανίων.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη.