Της Σοφίας Ζαχαράκη
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, τέτοιες μέρες πριν από τρία χρόνια, προκηρύχθηκε προκειμένου ο ελληνικός λαός να αποφασίσει για μια συμφωνία της χώρας με τους δανειστές της, την οποία του ζητούσε να καταψηφίσει η κυβέρνηση που την διαπραγματεύτηκε. Η ίδια κυβέρνηση που λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε ξημερώματα να υπογράφει με την πλάτη στον τοίχο ένα τρίτο μνημόνιο, με σκληρότερους όρους από αυτούς που ζήτησε από το λαό να καταψηφίσει.
Σήμερα οι Έλληνες ξέρουν καλά, ότι το δημοψήφισμα εκείνο δεν ήταν τίποτε περισσότερο, παρά η δραματική κορύφωση ενός τεχνητού και ψευδεπίγραφου διχασμού, τον οποίο έσπειρε και καλλιέργησε στην ελληνική κοινωνία η πολιτική κοινοπραξία εκείνων που μεθοδικά επεδίωξαν πάνω στη δοκιμασία των Ελλήνων να στήσουν μία πολυτελή προσωπική σταδιοδρομία.
Μια επιχείρηση που στήριξαν και εκτέλεσαν πάνω στην στρατηγική του διχασμού. Το σύνθημα «ή εμείς, ή αυτοί» έγινε στο τέλος η πλήρης και τελειωτική έκφραση ενός ανοιχτού δημόσιου καλέσματος σε κοινωνικό σπαραγμό, μια απροκάλυπτη πρόσκληση στην αλληλοεξόντωση και στη διέγερση κοινωνικού μίσους.
Τη θλιβερή του εκείνη ήττα, που ακολούθησε το δημοψήφισμα, που ήταν και θα είναι για πολλά χρόνια ακόμα μια ακριβοπληρωμένη ήττα της χώρας, το μέτωπο του διχασμού τη βάφτισε τότε αναδίπλωση. Και τα συνθήματα του μετονομάστηκαν δακρύβρεχτες αυταπάτες.
Τα χρόνια πέρασαν και ήδη σήμερα οι κήρυκες του διχασμού της εποχής εκείνης, αφού πάτησαν στις πλάτες των διλημμάτων που έστησαν, έγιναν οι εισηγητές και εφαρμοστές του τρίτου -πιο σκληρού απ' όλα- μνημονίου και του ακόμη σκληρότερου διαρκούς μνημονίου, που επιχειρείται να βαπτιστεί «έξοδος από τα μνημόνια». Το χρέος όχι μόνο έπαψε να είναι επαχθές και επονείδιστο, αλλά μπήκαν η δημόσια περιουσία υποθήκη και έγιναν οι συντάξεις ενέχυρο για την εξόφλησή του.
Η μερική επιμήκυνση των δόσεων, της οποίας τα διόδια φαίνεται ότι καταβλήθηκαν στις Πρέσπες, γιορτάστηκε στο Ζάππειο με γραβάτες και με τιμές αρχηγού κράτους. Οι πολιτικές λιτότητας έγιναν διακρατική υποχρέωση της χώρας μας για γενιές Ελλήνων, ακόμη και εκείνων που δεν είχαν καν γεννηθεί στις 5 Ιουλίου του 2015.
Κι έτσι, καθώς ξέφτισε και το τελευταίο απομεινάρι από την κάθετη διαιρετική τομή πάνω στην οποία πήραν την εξουσία, οι σημερινοί μας κυβερνήτες ήδη επινόησαν και έθεσαν σε εφαρμογή το διάδοχο διαλυτικό στρατήγημά τους, τη θεωρία των υποσυνόλων: Αφού το ιδρυτικό δίλημμα πάνω στο οποίο στήριξε το μέτωπο του διχασμού την εξουσία του κατέρρευσε παταγωδώς, όσα περισσότερα διλήμματα στηθούν, τόσες περισσότερες διαιρετικές τομές και τόσοι περισσότεροι επικαλυπτόμενοι κύκλοι θα προκύψουν στην κοινωνία.
Στην υπηρεσία του δόγματος αυτού, τα διακυβεύματα επιλέγονται χωρίς τον ελάχιστο σεβασμό στην αξία ή τη σημασία τους, παρά μόνο με το κριτήριο να προκύπτουν νέα πεδία έντασης, τα οποία με την σειρά τους θα καθιστούν αδύνατη τη δημιουργία στέρεων παρατάξεων.
Έτσι, στην υπηρεσία του σχεδιασμού αυτού μπαίνουν με πρόγραμμα το ονοματολογικό και το Σύνταγμα, η μετονομασία των ΤΕΙ και η κατάτμηση της Β' Αθηνών, ο χωρισμός Κράτους - Εκκλησίας και τα μαλακά ναρκωτικά, η εξωτερική πολιτική και η εισαγωγή στα Πανεπιστήμια.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η πολιτική προτεραιότητα δεν είναι η λύση, άλλωστε τα θέματα ανοίγουν δίχως προετοιμασία και διαβούλευση -το είδαμε αυτό εμφατικά να συμβαίνει με το Σκοπιανό. Προτεραιότητα είναι το ίδιο το πρόβλημα, οι ευαισθησίες που μπορεί να προκαλέσει και τα συμφραζόμενα που μπορεί να οξύνει.
Το δόγμα είναι να τροφοδοτείται συνεχώς μια ταραγμένη -και βάναυσα ταπεινωμένη- κοινωνία με περισσότερες συγκρούσεις από όσες μπορεί να απορροφήσει. Να αναδεικνύεται ένα καινούριο δίλημμα στη θέση κάθε προηγουμένου και να μετατρέπεται η δημόσια συζήτηση σε πεδίο βολής. Να παγιδεύονται καλόπιστοι στην υπηρεσία κακόπιστων σχεδίων και να διευκολύνονται πρόθυμοι στην αναζήτηση προφάσεων.
Με τελικό στόχο η κοινωνία των υποσυνόλων να γίνει η ίδια ένα ταραγμένο μαγνητικό πεδίο, μέσα στο οποίο όλοι θα είναι εναντίον όλων. Μια κοινωνία σε μόνιμη κατάσταση σοκ. Κι όσο ο πολιτικός χρόνος της κυβερνητικής κοινοπραξίας τελειώνει, το διακύβευμα δεν είναι άλλο, παρά η προάσπιση της κοινωνικής συνοχής και ακεραιότητας.
Απέναντι στα στρατηγήματα του διχασμού, υπάρχει η Ελλάδα της ευθύνης, υπάρχει μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, που αναζητά ένα μέλλον που θα συνενώνει τις δυνάμεις των Ελλήνων.
Η Ελλάδα αυτή θα νικήσει.