Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να κλείσει την πρώτη πρωθυπουργική ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με φράσεις από προεκλογική ομιλία του Ελευθέριου Βενιζέλου στην ίδια πόλη, τον Ιούλιο του 1928:
Με δύο μόνον λέξεις δύναμαι να σας είπω, την στιγμήν αυτήν, ότι αναλαμβάνομεν να αναπτύξωμεν όλους τους κλάδους της εθνικής παραγωγής. Και να καταστήσωμεν πλέον ανεκτήν την τόσον δύσκολον σήμερον ζωήν του λαού. Να σπρώξωμεν την Ελλάδα εις τον δρόμον της προόδου. Και να την καταστήσωμεν αγνώριστον.
Ο Βενιζέλος κέρδισε τότε τις εκλογές με το καταπληκτικό ποσοστό του 61%. Εκμεταλλεύτηκε την περίοδο χάριτος που του έδωσε η συντριβή των αντιπάλων του για να προωθήσει θεσμικές αλλαγές μακράς πνοής στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τη δικαιοσύνη, την παιδεία. Ταυτόχρονα, προώθησε την αποκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και άλλαξε το τοπίο στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας με αποκορύφωμα την ελληνοτουρκική συνεννόηση. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, θα αποχωρούσε από την εξουσία υπό το βάρος μιας χρεοκοπίας, σκανδάλων και έντονης ενδοπαραταξιακής αμφισβήτησης.
Η κυριότερη αιτία για την άδοξη κατάληξη του οράματος της ύστερης βενιζελικής διακυβέρνησης ήταν εξωγενής – η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1929 και, με αρκετή καθυστέρηση, οδήγησε στην ελληνική στάση πληρωμών, τον Μάιο του 1932. Το θετικό της υπόθεσης ήταν ότι είχαν ήδη δρομολογηθεί μεταρρυθμιστικές τομές και έργα που θα απέδιδαν καρπούς, με κορυφαίο επίτευγμα την αγροτική προσφυγική αποκατάσταση – το success story της Ελλάδας του μεσοπολέμου.
Αναφερόμενος στη βενιζελική παρακαταθήκη και υιοθετώντας τον στόχο του μεγάλου προγόνου του, ο σημερινός πρωθυπουργός δεν δίστασε να θέσει ψηλά τον πήχη, με τον οποίον δεχόταν να (συγ)κριθεί η δική του διακυβέρνηση. Και στο σημείο αυτό έδωσε λαβή για ιστορικούς συνειρμούς.
Ας το ξεκαθαρίσουμε: Η Ιστορία ΔΕΝ επαναλαμβάνεται. Αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι που λαμβάνουν τις αποφάσεις κινδυνεύουν να επαναλάβουν λάθη του παρελθόντος. Και αυτό είναι κάτι που απευχόμαστε καθώς, λαός και ηγεσία, βγαίνουμε από μία μακρά περίοδο άρνησης να διδαχτούμε από τα λάθη μας.
Αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση τον Ιούλιο του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διέθετε την καταπληκτική πλειοψηφία του Βενιζέλου το 1928· ούτε διέθετε ανάλογη περίοδο χάριτος, καθώς ο βασικός του αντίπαλος κατόρθωσε να διατηρήσει τις δυνάμεις του.
Εφόσον σκόπευε να δρομολογήσει αλλαγές προκειμένου, στο τέλος της θητείας του, να καταστήσει την Ελλάδα «αγνώριστον», ο Κυριάκος μάλλον έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, να αιφνιδιάσει και να προλάβει τις αντιδράσεις, κυρίως στα πεδία όπου επρόκειτο να θιγούν «κεκτημένα» δεκαετιών.
Αντ’ αυτού, ο πρωθυπουργός φάνηκε να επιλέγει μια σταδιακή προσέγγιση που θυμίζει την «ήπια προσαρμογή» μιας αποτυχημένης πρωθυπουργίας στο πρόσφατο παρελθόν.
Το δυσάρεστο σήμερα, για τον Κυριάκο και τη χώρα, είναι ότι, όπως και ο Βενιζέλος, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια παγκόσμια κρίση, η σφοδρότητα της οποίας μάλλον υποσκελίζει την προηγούμενη του 2008, εκείνη που είχε ξεσκεπάσει τα πήλινα πόδια της οικονομικής μας ευμάρειας.
Το δυστύχημα σήμερα είναι ότι η ασθενική οικονομία μας δοκιμάζεται εκ νέου, έπειτα από μια δεκαετία στασιμότητας, με βασικό αίτιο την εθελοτυφλία μας μπροστά στην ανάγκη δραστικών αλλαγών.
Σήμερα οι αξίες διεθνώς καταρρέουν και οι κεφαλαιούχοι αναδιπλώνονται, τη στιγμή η κυβέρνηση έλπιζε να ξαναβάλει την Ελλάδα στον διεθνή επενδυτικό χάρτη, στηριζόμενη κατά κύριο λόγο στην αλλαγή του εγχώριου οικονομικού κλίματος.
Για να το πούμε απλά: Εκεί που η κυβέρνηση έλπιζε να προσελκύσει κεφάλαια για την πολυπόθητη ανάπτυξη, καλείται τώρα να βρει πόρους για να στηρίξει κλάδους της οικονομίας που μπαίνουν σε ύφεση – με πρώτη τη «βαριά βιομηχανία» μας, τον τουρισμό.
Ο Βενιζέλος είχε την ατυχία να υποστεί τον αντίκτυπο του μεγάλου Κραχ τον τελευταίο χρόνο της τετραετίας του (όταν η Βρετανία εγκατέλειψε τον Κανόνα του Χρυσού). Ο Κυριάκος πέφτει στα δύσκολα μόλις έκλεισε το εξάμηνο.
Οι περιστάσεις είναι έκτακτες και η κατάσταση θα επιδεινωθεί προτού η, πιθανολογούμενη, διεθνής ανάκαμψη μάς σύρει και πάλι στην επιφάνεια. Ακριβώς αυτός ο έκτακτος χαρακτήρας των πραγμάτων δίνει στην κυβέρνηση μια μοναδική ευκαιρία: Να ανεβάσει στροφές και να λάβει μέτρα που, υπό άλλες συνθήκες, ίσως προτιμούσε να αναβάλει. Μέτρα που θα καταστήσουν την Ελλάδα ικανή να επωφεληθεί από τη διεθνή ανάκαμψη, όποτε αυτή έλθει. Και θα έλθει, γιατί, ας μου επιτραπεί η εκτίμηση, το 2020 δεν είναι 1929.