Η απελπισία δεν είναι καλός σύμβουλος στην πολιτική. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν κρύβει πια ότι ονειρεύεται καταστροφές στην οικονομία και σπεύδει να τις περιγράψει σαν να έχουν ήδη συντελεσθεί. Όμως, η υπεροχή Μητσοτάκη στα θέματα της οικονομίας είναι συντριπτική και δεν αντιμετωπίζεται με ρητορικά πυροτεχνήματα, ούτε μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση με fake news.
Στην πρόσφατη συζήτηση επίκαιρης ερώτησης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ προς τον πρωθυπουργό στη Βουλή, ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε ανεπιτυχώς να υποστηρίξει δύο θεωρίες: ότι η οικονομία «πετούσε» όσο ήταν στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ και την οδήγησε στην ύφεση η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κ. Μητσοτάκης προσωπικά. Και ότι, δήθεν, η σημερινή κυβέρνηση έχει δεσμευθεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2021, άρα η ανάπτυξη θα «στραγγαλισθεί» και πάλι από μέτρα λιτότητας.
Το θεώρημα περί «ύφεσης Μητσοτάκη» δεν αντέχει στην παραμικρή λογική επεξεργασία. Ένας από τους πολλούς οικονομολόγους που περιβάλλουν τον Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να του εξηγήσει ότι στο δεύτερο εξάμηνο του έτους ήταν απολύτως αναμενόμενο να υπάρξει μια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, επειδή η κορύφωση της ανάπτυξης πέρυσι ήλθε το δεύτερο τρίμηνο.
Αν δεν θυμάται τι έγινε εκείνο το τρίμηνο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ας το υπενθυμίσουμε: στην απελπισμένη του προσπάθεια να ανακόψει την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία, είχε εγκρίνει μεγάλου ύψους παροχές, οι περισσότερες από τις οποίες εντοπίσθηκαν μέσα στον προεκλογικό μήνα Μάιο του 2019. Αυτές οι παροχές «σήκωσαν» υπερβολικά το ρυθμό ανάπτυξης του δεύτερου τριμήνου και συνολικά του πρώτου εξαμήνου και ήταν επόμενο, ό,τι και αν έκανε η επόμενη κυβέρνηση, να σημειωθεί μια κάμψη του αναπτυξιακού ρυθμού το δεύτερο εξάμηνο.
Όμως, αυτό που παραλείπεται στο αφήγημα για την υποτιθέμενη «ύφεση Μητσοτάκη», ακριβώς επειδή το ανατρέπει, είναι το τι έχει συμβεί το πρώτο τρίμηνο του 2020 στην ελληνική οικονομία, όταν στην υπόλοιπη ευρωζώνη η ύφεση ξεπερνούσε το 3%. Το πρώτο τρίμηνο του 2020, λοιπόν, η συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ δεν ξεπέρασε το 1% (0,9% σε ετήσια βάση, για την ακρίβεια). Και ενώ, σημειωτέον, η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που αντέδρασαν στην εξάπλωση του ιού, με τη λήψη των αναγκαίων περιοριστικών μέτρων.
Σύμφωνα με το δεύτερο αφήγημα Τσίπρα, η σημερινή κυβέρνηση έχει αναλάβει βαριές δεσμεύσεις για λιτότητα το 2021, για να εμφανίσει η χώρα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα. Επικαλέσθηκε, μάλιστα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, με επιλεκτική «κοπτοραπτική», το ανακοινωθέν που εξέδωσε το Eurogroup, την περασμένη Πέμπτη, ως δήθεν απόδειξη της ανάληψης αυτών των φοβερών δεσμεύσεων, που θα «γονατίσουν» την ελληνική οικονομία και θα φέρουν νέα μνημόνια, εν μέσω της οικονομικής κρίσης του κορονοϊού.
Η πραγματικότητα είναι, βέβαια, πολύ διαφορετική από τα αφηγήματα καταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανακοίνωση του Eurogroup, όπως επισήμανε ο πρωθυπουργός, μνημονεύει μόνο την πρόβλεψη Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα το 2021. Στην ελληνική γλώσσα, η πρόβλεψη είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη δέσμευση. Αλλά αυτά φαίνεται ότι είναι ψιλά γράμματα για τον κ. Τσίπρα.
Η αλήθεια είναι ότι για το 2020, με την απόφαση της 16ης Μαρτίου από το Eurogroup, οι δημοσιονομικοί στόχοι και περιορισμοί στην ευρωζώνη έχουν ανασταλεί για να αντιμετωπισθεί η κρίση της πανδημίας. Η αλήθεια είναι ότι για το 2021 δεν έχει αποφασισθεί από το Eurogroup αν και με ποιο τρόπο θα ενεργοποιηθούν εκ νέου οι κανόνες. Αντί να πασχίζει ο κ. Τσίπρας να αποδείξει ότι έχει ήδη συντελεσθεί μια καταστροφή, με τη μορφή της επιβολής ενός υψηλού στόχου για πλεόνασμα το 2021, θα ήταν εθνικά πιο χρήσιμος, ο ίδιος και το κόμμα του, αν στήριζαν την προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να διαπραγματευθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους την καλύτερη λύση, που θα επιτρέπει στο μεγαλύτερο βαθμό να ασκηθεί οικονομική πολιτική για την ενίσχυση της ανάπτυξης και την προστασία των οικονομικά ασθενέστερων.
Το σπουδαιότερο, ίσως: Αντί να ασκεί κριτική στη σημερινή κυβέρνηση, ο κ. Τσίπρας χρωστάει στον ελληνικό λαό αυτοκριτική και μια απολογία για τα καταστροφικά λάθη των ημερών της δικής του διακυβέρνησης. Εκτός αν ξεχνάει ότι ο στόχος – θηλιά, για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2021, τον οποίο η σημερινή κυβέρνηση προσπαθούσε να επαναδιαπραγματευθεί πριν ακόμη ξεσπάσει η οικονομική κρίση της πανδημίας, είναι το αποτέλεσμα της δικής του «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» του 2015.
Είναι καιρός να κατανοήσουν ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του ότι δεν μπορούν να βρουν διέξοδο στην πολιτική τους αμηχανία, ούτε να αντιμετωπίσουν την υπεροχή της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις με παραπλανητικά αφηγήματα περί δήθεν οικονομικής καταστροφής, συντελεσθείσας ή επερχόμενης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σήμερα ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, επειδή οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται τη συντριπτική του υπεροχή στη διαχείριση της οικονομίας. Επειδή οδηγεί τη χώρα με ασφάλεια σε μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, λαμβάνοντας μέτρα που μετριάζουν τις συνέπειες της ύφεσης, προστατεύουν τον παραγωγικό ιστό και τους ασθενέστερους και ενισχύουν την αξιοπιστία της χώρας έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και των αγορών, για να αποφύγουμε μια επανάληψη της κρίσης χρέους του 2010.
Με την πολιτική Μητσοτάκη, η χώρα όχι μόνο δεν έχει κινδυνεύσει να βυθισθεί σε μια νέα κρίση χρηματοδότησης, αλλά καταφέρνει να δανείζεται με 10ετή ομόλογα με επιτόκιο 1,50% από την αγορά, παρότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της οικονομίας της (μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό, μεγάλο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων) θα δεχθεί ισχυρό πλήγμα από αυτή την κρίση. Με την πολιτική Μητσοτάκη και τους ορθούς χειρισμούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο έγινε δυνατό να είναι η Ελλάδα η πλέον ευνοημένη χώρα (πόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ) από τις προτάσεις της Κομισιόν για την κατανομή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Αυτά είναι επιτεύγματα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν ή να «θολώσουν» με παραπλανητικές θεωρίες καταστροφής. Η ρητορική που υιοθετεί ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει θα είναι να κλονίσει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία του ακόμη και στους λίγους πολίτες που θα ήθελαν να πάρουν στα σοβαρά τις αιτιάσεις του.
*O κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.