Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, μιλάει στο Liberal και στον Ανδρέα Ζαμπούκα, για τη Δικαιοσύνη και το ρόλο της πολιτείας στο κράτος δικαίου.
Διαβλέπει να επιχειρείται διεμβολισμός του δικαστικού σώματος, όπως και μια σημαντική πολιτική δυσανεξία έναντι των Ανεξάρτητων Αρχών, ενώ επισημαίνει τις ολέθριες συνέπειες που φέρει η απώλεια της ισορροπίας και του αλληλοελέγχου μεταξύ των κρατικών λειτουργιών με διαμόρφωση μιας εν τοις πράγμασι λειτουργικής μονοκρατορίας της Κυβέρνησης.
Αναφέρεται ακόμα στην διάκριση των εξουσιών, στην ανάγκη σεβασμού στους κανόνες και στον πατερναλισμό που προσπαθεί να επιβάλει η κυβέρνηση στους θεσμούς και επισείει τον κίνδυνο μιας «συνταγματικής λαοκρατίας», με την ανεύθυνη χρήση των δημοψηφισμάτων.
Συνέντευξη στον Ανδρέα Ζαμπούκα
Ο πρωθυπουργός, προσπαθώντας να παρέχει κάλυψη στον αναπληρωτή υπουργό Πολάκη δήλωσε τα εξής: «Εμείς οι αστοιχείωτοι ξεπερνάμε πολλές φορές και θεσμικά εμπόδια αυτών που έχουν ιδιαίτερη στοιχείωση και μας στήνουν εμπόδια». Πώς σχολιάζετε μια τέτοια δήλωση από τα χείλη του πρωθυπουργού της χώρας;
Η δικαιοσύνη, ως εκ της συνταγματικής της θέσεως, οφείλει να βρίσκεται απέναντι στην πολιτική εξουσία και να καθίσταται με την παρουσία της φύλακας του Συντάγματος και, ιδίως, των δικαιωμάτων των πολιτών. Χωρίς η ίδια να αποκτά πολιτική ταυτότητα, η δικαιοσύνη αποσκοπεί ακριβώς στο να λειτουργεί ως ανάχωμα στην αυθαιρεσία των κυβερνώντων, που μπορεί με πράξεις ή παραλείψεις τους να επιχειρούν την ποδηγέτηση του Συντάγματος και των νόμων. Υπό αυτή την έννοια, είναι δικαίωμα και υποχρέωση του κάθε δικαστικού λειτουργού, στο πλαίσιο της συνταγματικής του ανεξαρτησίας, να καθίσταται θεσμικό εμπόδιο της πολιτικής εξουσίας. Μπορεί ο Πρωθυπουργός με την έκφραση αυτή να υπαινίχθηκε υπέρβαση του ρόλου των δικαστών, στην πραγματικότητα όμως αποτύπωσε επακριβώς αυτό για το οποίο είναι ταγμένοι οι δικαστές, δηλαδή να στέκονται απέναντι στην πολιτική εξουσία και όχι να συζητούν με αυτήν.
Η πολιτική και η δικαστική λειτουργία του κράτους έχουν δογματικά διαφορετική προοπτική: η πολιτική εξουσία επιδιώκει ένα πολιτικά ωφέλιμο και κοινωνικά αποδεκτό αποτέλεσμα, ενόσω η δικαστική λειτουργία υπηρετεί τα δικαιώματα ακόμη και του ενός απέναντι στην πλειοψηφία. Εξαιτίας αυτής της διελκυστίνδας είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης και σπάνης των διαθέσιμων προς διανομή κοινωνικών πόρων αναπτύσσεται οξύτατη ένταση μεταξύ κυβέρνησης και Δικαιοσύνης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μεσοπόλεμος στις ΗΠΑ, όταν η Κυβέρνηση Ρούσβελτ ήλθε σε οξύτατη αντιπαράθεση με το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο εξαιτίας δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες κρίνονταν αντισυνταγματικοί νόμοι που ενσωμάτωναν την πολιτική του New Deal για την ανόρθωση της οικονομίας. Η διαφορά βεβαίως είναι ότι στην περίπτωση εκείνη υπήρξε ομόθυμη στήριξη της Κυβέρνησης Ρούσβελτ στα μέτρα που αποδεδειγμένα συντέλεσαν στην ανάκαμψη μετά το κραχ του 1929, με χιλιάδες πολιτών να συνωστίζονται έξω από το δικαστήριο για να ασκήσουν πίεση στους δικαστές όταν επρόκειτο να δημοσιευτούν αποφάσεις, ενώ σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια γενική αποδοχή.
Συνεπώς, η δικαιοσύνη οφείλει να θέτει θεσμικά εμπόδια όταν διαγιγνώσκει κυβερνητικές αυθαιρεσίες. Αυτό πρέπει η πολιτική εξουσία όχι μόνο να το ανέχεται αλλά να το αναζητεί και να το ενθαρρύνει ως συνθήκη ευημερίας του πολιτεύματος.
Πόσο καταστροφική είναι η σχέση λαϊκισμού και δικαίου. Πώς αντιλαμβάνεται η κοινωνία την έννοια της δικαιοσύνης, όταν διαχέεται παντού η ηθική της προσωπικής ερμηνείας για τους νόμους και το Σύνταγμα;
Το δίκαιο έχει μια δική του θετική μηχανική. Στηρίζεται σε μια ιεραρχία πηγών όπου κάθε κανόνας έλκει την ισχύ του από έναν ιεραρχικό ανώτερο κανόνα. Η δε ερμηνεία μιας διάταξης, χωρίς βεβαίως να καθίσταται μηχανιστική, διέπεται από αρχές και μέθοδο που μπορεί να δοκιμαστεί με βάση τις επιταγές του ορθού λόγου. Η απομάκρυνση από τη βασική λογική ενός σχετικά στεγανού συστήματος κανόνων μπορεί να φέρει μια διπλή παθολογία: είτε εισάγει στο νομικό συλλογισμό ένα άυλο λαϊκό περί δικαίου αίσθημα ή ανάγει την ερμηνεία του δικαίου σε ίδιες πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές ανθρωπολογικές ή άλλες προεπιλογές. Η πρόταση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι ο δικαστής αφουγκράζεται το λαϊκό αίσθημα είναι εξίσου λαθεμένη και επικίνδυνη με την ένταξη στο δικανικό συλλογισμό εξωνομικών ενδιάθετων χαρακτηριστικών, μομφή που φαίνεται με τρόπο λανθάνοντα να αποδίδουν κυβερνητικά στελέχη στους δικαστές. Η δική μας νομική παράδοση θέλει τον δικαστή να μην μετέρχεται του πολιτικού παιχνιδιού, έστω και αν οι αποφάσεις του μπορεί πολλές φορές να το επικαθορίζουν. Όπως προσφυώς ανέπτυξε ο νομομαθής πρώην Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμμένος, η κρίση του δικαστή εξ ορισμού ασκεί επίδραση στο πολιτικό γίγνεσθαι, δεν μπορεί, εντούτοις, να είναι αυθαίρετη ή έστω στηριζόμενη σε ιδεολογικές καταβολές, προσωπικές απόψεις και κοσμοθεωρίες αλλά θα πρέπει να είναι μεθοδολογικά άρτια και δογματικά συνεπής: δεν πρέπει ο δικαστής να είναι κυρίαρχος αλλά δεν μπορεί να είναι και απών.
Πολλοί θεωρούν ότι η κυβέρνηση παίζει συνεχώς με τους θεσμούς και ειδικά με την Δικαιοσύνη. Φοβάστε ότι η συσσώρευση πολλών τέτοιων ενεργειών μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στη αστική δημοκρατία στο μέλλον; Ή μήπως, πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο που έτσι κι αλλιώς, δεν μπορεί να επηρεάσει την διάκριση των εξουσιών;
Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα η εκτελεστική λειτουργία ενισχύεται ενόσω όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες του κράτους -Βουλή, Δικαιοσύνη και Ανεξάρτητες Αρχές- χάνουν την πραγματική τους ισχύ, μάλλον ως αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής επιλογής.
Έναντι του Κοινοβουλίου συντελείται σοβαρή υποβάθμιση του νομοθετικού έργου, με την προϊούσα στην μεταπολίτευση παθολογία της σώρευσης αντισυνταγματικών άσχετων τροπολογιών σε κάθε νομοσχέδιο, σήμερα ακόμη και σε εκείνα που αφορούν κύρωση διεθνών συνθηκών, και με την τροπή του αντιπροσωπευτικού σώματος σε συλλογικό υποκείμενο τυπικής νομιμοποίησης προειλημμένων από την Κυβέρνηση πολιτικών αποφάσεων, ενόσω από την άλλη πλευρά ο κοινοβουλευτικός έλεγχος έχει ουσιαστικά μηδενιστεί με τη συνεχή και αναιτιολόγητη άρνηση συγκρότησης εξεταστικών επιτροπών για κρίσιμα θέματα του δημόσιου βίου.
Έναντι της Δικαιοσύνης ασκείται από υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη οξεία και αμετροεπής κριτική ότι οι δικαστές με τις αποφάσεις τους λειτουργούν αντιπολιτευτικά και συντεχνιακά έναντι της κυβέρνησης, προβάλλοντας ή υπαινισσόμενοι το δογματικά ανιστόρητο επιχείρημα ότι η πολιτική εξουσία, ως εκ της δημοκρατικής της νομιμοποίησης, έχει πρωταρχία έναντι της δικαιοσύνης. Επιπλέον, όμως, φαίνεται να επιχειρείται διεμβολισμός του δικαστικού σώματος με την επιλογή να καθίσταται η κυβέρνηση απευθείας συνομιλητής των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, κατεξοχήν της Προέδρου του Αρείου Πάγου, αγνοώντας τις δικαστικές ενώσεις, εκ φύσεως αρμόδιες για εργασιακά και διαρθρωτικά θέματα, όπως τα μισθολογικά ή τα όρια ηλικίας.
Έναντι των Ανεξάρτητων Αρχών, ιδίως εκείνων που δομικά συνδέονται με τη διαμόρφωση και την κίνηση των πολιτικών ιδεών, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, διακρίνεται μια σημαντική πολιτική δυσανεξία, η οποία εκδηλώνεται είτε με επιχείρηση ιεραρχικής υποκατάστασης στις αρμοδιότητές τους, όπως συνέβη με την περίπτωση του διαγωνισμού των τηλεοπτικών αδειών, είτε με αντίδραση σε αποφάσεις οι οποίες δεν είναι συμβατές με κυβερνητικές πολιτικές, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τη διαφαινόμενη άρνηση συμμόρφωσης προς την απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που έκρινε παράνομη την υποχρέωσης στους δικηγόρους να διαθέτουν ηλεκτρονικά τερματικά πωλήσεως (POS).
Ευτυχώς υφίστανται ακόμη εστίες αντίστασης στο φαινόμενο της υπερσυγκέντρωσης των εξουσιών στην πολιτική λειτουργία του κράτους, όπως οι οξείες ανακοινώσεις των δικαστικών ενώσεων για την προκλητικά αντισυνταγματική πρόταση αύξησης του ορίου ηλικίας των δικαστών και την πολιτική κριτική των δικαστικών αποφάσεων ή των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης στη λοιδορία εκ μέρους βουλευτών σχετικά με την προβολή του αντιρατσιστικού φεστιβάλ. Θα πρέπει όλοι να κατανοήσουμε τις ολέθριες συνέπειες που φέρει μακροσκοπικά η απώλεια της ισορροπίας και του αλληλοελέγχου μεταξύ των κρατικών λειτουργιών με τη διαμόρφωση μιας εν τοις πράγμασι λειτουργικής μονοκρατορίας της Κυβέρνησης.
Σε σχέση και με όσα επικρατούν σε άλλες χώρες, μήπως η Ελλάδα χρειάζεται Συνταγματικό Δικαστήριο; Έναν πανίσχυρο θεσμό της Δικαιοσύνης που θα προλαμβάνει την νομοθεσία αντί να την «θεραπεύει» κατόπιν, όπως κάνει σήμερα το ΣτΕ. Είναι σαφές ότι η σημερινή κυβέρνηση- χωρίς να συμβαίνει πρώτη φορά- αδιαφορεί παντελώς αν κάποιος νόμος κριθεί αντισυνταγματικός.
Η άρνηση συμμόρφωσης σε δικαστικές κρίσεις, όπως συνέβη με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές ή με τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την αντισυνταγματικότητα στις περαιτέρω μειώσεις συντάξεων δεν οφείλονται στην έλλειψη ενός συγκεντρωμένου δικαστικού πόλου υψηλού κύρους, όπως ένα συνταγματικό δικαστήριο. Το πρόβλημα, κατά την άποψή μου, είναι η αντίληψη ότι η δικαιοσύνη θα πρέπει να συνομιλεί, να συνεργάζεται και να ακολουθεί τις πολιτικές επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης. Στην Ελλάδα, ο διάχυτος έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, δηλαδή η δυνατότητα και υποχρέωση κάθε δικαστή να αμφισβητεί αντισυνταγματικούς νόμους, αποτελεί ένα ισχυρό οχυρό του κράτους δικαίου, το οποίο έχει ως σήμερα λειτουργήσει με πολύ μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Πράγματι, ένας από τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για την έννομη τάξη μας είναι ακριβώς ο άριστος τρόπος με τον οποίο το σύστημα διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων λειτούργησε προς όφελος των δικαιωμάτων των πολιτών. Αποτέλεσε ιστορικά σημείο αναφοράς και ισορροπίας των κρατικών λειτουργιών και πυλώνα ανεξαρτησίας και ευθυκρισίας των δικαστών, ώστε η πρόταση για αναθεώρηση της βασικής αυτής δομής να εμφανίζεται τουλάχιστον περιττή. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι το συνταγματικό δικαστήριο θα έρθει σε απάντηση στη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, τα οποία με πρωτοστάτη το Συμβούλιο Επικρατείας διαμόρφωσαν σε πολλές περιπτώσεις ένα προστατευτικό πλαίσιο υπέρ των δικαιωμάτων των πολιτών και σε βάρος της εκάστοτε πολιτικής εκδοχής περί οικονομικής ανάπτυξης. Με την αναθεωρητική αυτή παρέμβαση θα συμπληρωθεί η διαχρονική στη μεταπολίτευση επιχείρηση για τη θέση θεσμικών ορίων στη νομολογία του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου, η οποία ξεκίνησε με την αναθεώρηση του 2001. Η αμηχανία της εκτελεστικής λειτουργίας να αποδεχτεί τη συνύπαρξη με μία ισχυρή δικαιοσύνη είναι εκείνη που έθρεψε την ιδέα για τη συγκρότηση ενός συνταγματικού δικαστηρίου που θα αποψίλωνε τις αρμοδιότητες παρέμβασης των ανώτατων δικαστηρίων.
Εντούτοις, η εμμονή στην πρόταση για καθιέρωση νέων οργάνων υψηλού κύρους (όπως συμβαίνει και με τη διατυπωθείσα –ευτυχώς με τρόπο μεμονωμένο και αποσπασματικό- πρόταση για τη δημιουργία τύπου Γερουσίας) συγκαταλέγεται στο πλαίσιο μίας «θεσμολαγνείας» που έχει ενσκήψει εσχάτως στην Ελλάδα και δεν νομίζω ότι θα φέρει σημαντικά θεσμικά οφέλη. Το αντίθετο μάλλον. Το συνταγματικό δικαστήριο λόγω του κατ' ανάγκην μικρού αριθμού των μελών του και του τρόπου διορισμού τους θα μπορούσε πολύ ευκολότερα να χειραγωγηθεί από την πολιτική εξουσία και, σε κάθε περίπτωση, θα αποφαίνεται αξιωματικά χωρίς πραγματικό ή δυνητικό αντίλογο, αφού κάθε μικρότερο δικαστήριο θα είναι υποχρεωμένο να ακολουθεί τη νομολογία του· κατά την περίφημη ρήση του αμερικανού συγγραφέα Henry Louis Mencκen, στις αρχές του 20ού αιώνα, αυτό θα προσιδίαζε σε φοιτητή νομικής που διορθώνει ο ίδιος το γραπτό του στις εξετάσεις.
Εν τέλει, η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου προσανατολίζεται στο να λύσει ένα μη υπαρκτό πρόβλημα. Και το ποιο πιθανό είναι ότι από την εισαγωγή του θεσμού θα προκύψει γνήσιο πρόβλημα που θα αναζητεί πλέον πραγματική λύση. Ίσως ο σεβασμός στη διάρκεια του Συντάγματος και στις αποφάσεις των δικαστηρίων και η ενίσχυση της οργανικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του δικαστή να είναι περισσότερο σημαντικές επιδιώξεις από μία αναθεώρηση τουλάχιστον αμφίβολης συνταγματικής χρησιμότητας.
Είχατε εκπονήσει μαζί με τους Αλιβιζάτο, Βουρλούμη, Κτιστάκη, Μάνο και Σπυρόπουλο ένα ευσύνοπτο «Καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα» που κυκλοφόρησε από την Καθημερινή και από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Είστε αισιόδοξος ότι θα υπάρξει κάποτε συναίνεση για την ψήφιση ενός νέου Συντάγματος; Οι εγγυήσεις του νομικού πολιτισμού δεν πρέπει να προσαρμόζονται στις νέες ανάγκες της κοινωνίας που δημιουργούνται σήμερα, με ταχύτατους ρυθμούς;
Η πολιτική και συνταγματική ιστορία της μεταπολίτευσης αξιολογεί μάλλον αρνητικά τα έως σήμερα αναθεωρητικά διαβήματα. Είτε η αναθεώρηση επιβάλλεται μονομερώς από την κρατούσα πολιτική δύναμη με παραγωγικά αίτια πολιτικής φύσεως και κεντρικό πυρήνα διατάξεων (όπως συνέβη στην αναθεώρηση του 1986), είτε γίνεται σε ένα πνεύμα εξαιρετικά συναινετικό χωρίς κεντρικό άξονα αλλά με χαρακτήρα διάχυτο (όπως συνέβη στην αναθεώρηση του 2001), είτε διεξάγεται σε ένα κλίμα αμήχανης πολιτικής αντιπαράθεσης (όπως συνέβη στην αναθεώρηση του 2008) μπορεί εξίσου να παραχθούν αρνητικά, και πάντως όχι ιδιαιτέρως ωφέλιμα, αποτελέσματα. Για να υπάρξει ριζική αναδιάταξη των συνταγματικών θεσμών ελλείπουν, κατά τη γνώμη μου, δύο μείζονες προϋποθέσεις: κοινωνική ευαισθητοποίηση και κατάλληλες πολιτικές συνθήκες.
Σε σχέση με την πρόσληψη του Συντάγματος από την κοινωνία, για την πλειονότητα των πολιτών η αναθεώρηση του καταστατικού μας χάρτη συνιστά το αντικείμενο μιας πολυτελούς συζήτησης επιστημόνων και πολιτικών με βάση θεωρητικές αφαιρέσεις που δεν έχουν άμεση επίπτωση στη ζωή τους. Αυτό ισχύει κατεξοχήν σε περιόδους, όπως η σημερινή, με ζέοντα προβλήματα καθημερινής επιβίωσης που ευλόγως αδυνατίζουν τη μακροσκοπική θεώρηση της κοινότητας. Εντούτοις, το Σύνταγμα, άμεσα ή έμμεσα, μας ακολουθεί σε κάθε μας βήμα. Στην πρόταση για το καινοτόμο Σύνταγμα προβλέπεται, ανάμεσα σε άλλα, ότι δεν μας φορολογούν αναδρομικά για το εισόδημά μας· ότι μας εγγυώνται ως πολίτες σταθερή φορολογία για το σπίτι μας, με βάση την αξία που είχε όταν το αποκτήσαμε· ότι μας φέρνουν κοντά στο κέντρο λήψης αποφάσεων που αφορούν ζητήματα της τοπικής κοινότητάς μας, δηλαδή στον Δήμο μας, τον οποίο θα μπορούμε μάλιστα να ελέγχουμε και σε σχέση με την οικονομική του διαχείριση· ότι αν έχουμε μια δικαστική εμπλοκή, ο δικαστής μας θα κρίνει την αστική και την ποινική διάσταση της υπόθεσής μας ταχέως σε μια μόνο διαδικασία, χωρίς απεργίες και αποχές· ότι θα περιοριστούν τα πελατειακά ήθη μέσω του ασυμβίβαστου του Βουλευτή και του Υπουργού και του κωλύματος εκλογιμότητας του Υπουργού στις επόμενες εκλογές, ώστε να βιώνουμε όλοι μεγαλύτερη αξιοκρατία και διαφάνεια· ότι θα υπάρχει περισσότερη προσφορά εργασίας, αφού η ανάπτυξη και οι επενδύσεις θα διευκολύνονται με απλά κίνητρα· ότι θα διασφαλίζεται πολιτική κανονικότητα για να μην αποτελούν οι εκλογές την εύκολη διέξοδο όταν οι πολιτικοί αδυνατούν να συμβιβασθούν μεταξύ τους για την εξυπηρέτηση του κοινού καλού.
Από θεσμική άποψη, δεν φαίνεται να πληρούνται οι πολιτικές συνθήκες για να προχωρήσουμε σε μια γενναία αναθεώρηση. Η πρόβλεψη του Συντάγματος ότι για την ολοκλήρωση της αναθεωρητικής διαδικασίας απαιτείται η σύμπραξη δύο διαδοχικών βουλών καθιστά την αναθεωρητική εξίσωση δυσεπίλυτη. Καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν θα δεχτεί να ανοίξει αναθεωρητικά κεφάλαια γνωρίζοντας ότι το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι το ακριβές περιεχόμενο των κεφαλαίων αυτών θα προσδιοριστεί από την επόμενη βουλή στην οποία η ίδια δεν μάλλον θα έχει πλέον τον πρώτο λόγο. Η υπαγωγή της αναθεώρησης στην μικροπολιτική φαρέτρα συνιστά σοβαρό εμπόδιο θεσμικού εκσυγχρονισμού. Ελλείπει, δηλαδή, μια βασική κοινή θεώρηση για τη φυσιολογία της επικείμενης αναθεώρησης. Στο επίπεδο του εύρους της αναθεώρησης αναπτύσσεται μια ριζοσπαστική και μια συντηρητική τάση.
Η ριζοσπαστική τάση υποστηρίζει δομικές και διάχυτες αλλαγές, ώστε να αποκτήσει το πολίτευμα μεγαλύτερη ισορροπία για να αντιμετωπίσει τις καινοφανείς προκλήσεις – μια θεσμική επανεκκίνηση μετά τη μεταπολίτευση. Η συντηρητική τάση υποστηρίζει μόνον σημειακές αλλαγές στο Σύνταγμα με το σκεπτικό ότι όλα –ή τουλάχιστον τα περισσότερα– λειτούργησαν καλά, ακόμη και την εποχή της κρίσης, απαντώντας στους ριζοσπάστες, στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου συνταγματικού ρεαλισμού, ότι οι αδρανείς δομές των θεσμών στην Ελλάδα, όπως το υπερσυγκεντρωτικό και πελατειακό κράτος, ο άκριτα πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός, η στατική διοίκηση και ο πολιτικός μεσσιανισμός, δεν προσφέρονται για ρηξικέλευθες λύσεις.
Τυχόν επιλογή της πλειοψηφίας της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να ενεργοποιήσει την αναθεωρητική διαδικασία για μικρό μόνο αριθμό άρθρων, και δη μη κομβικών για το μέλλον της χώρας αλλά μόνο πολιτικά συμβολικών, θα προεξοφλεί την αποτυχία της αναθεώρησης, όπως συνέβη το 2008. Όλες οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις θα πρέπει με γενναιότητα να αφήσουν τον στείρο διάλογο και να προχωρήσουν με γνήσια διαβουλευτική διάθεση, δεχόμενες να αποστούν από στείρες ιδεολογικές θέσεις και παρωχημένα σύμβολα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια για νέα χαμένη ευκαιρία. Και η ευκαιρία δεν μπορεί να είναι ένα ιδιότυπος αναθεωρητικός λαϊκισμός: το Σύνταγμα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ευημερία και την ευτυχία, γι' αυτό τον λόγο είναι άνευ αξίας οι ουτοπικές εξαγγελίες που μόνον σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, μπορούν να ευοδωθούν? μπορεί, πάντως, να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να ξεπεράσουμε στεγανά του παρελθόντος και να δούμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον.
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στη σχέση των εξουσιών, ώστε να υπάρξει στήριξη μιας λειτουργικής δημοκρατίας; Είναι δυνατόν υπουργός να συνομιλεί με ισοβίτη, αναλαμβάνοντας να εξιχνιάσει – όπως λέει- υπόθεση οργανωμένου εγκλήματος, χωρίς να ελέγχεται από πουθενά ή να αναλαμβάνει σύμβουλος του Πρωθυπουργού η μόλις απελθούσα Πρόεδρος του Αρείου Πάγου;
Διαπιστώνω δύο σοβαρές παθογένειες στη λειτουργία των θεσμών: την αλαζονεία της εξουσίας και την υστέρηση της νομιμότητας.
Οι κυβερνώντες, έχοντας ως διαρκή βάση αναφοράς τη λαϊκή νομιμοποίηση, θεωρούν με μια δόση θεσμικής υπερμετρωπίας ότι δεν έχουν κανένα νομικό ή ηθικό φραγμό. Ότι, με άλλα λόγια, διαθέτουν το πατερναλιστικό μονοπώλιο στη γνήσια διαπίστωση του τι συνιστά καλό για την κοινωνία και τον άνθρωπο. Τις περισσότερες φορές, όμως, ξεχνούν ότι δεν βιώνουμε μια πρωτόγονη κοινωνία αγέλης αλλά μια κοινότητα περιορισμένης διακυβέρνησης. Ο υπουργός, ο κάθε υπουργός, δεν είναι τιμητής των πάντων ούτε φορέας του θέσφατου αλλά εκείνος που ασκεί την αρμοδιότητα –και μόνον αυτή- που του αναθέτει το δίκαιο και είναι υπόλογος και υπεύθυνος για τον τρόπο με τον οποίο την ασκεί. Για εκείνον που ασκεί κρατική λειτουργία το όριο δεν είναι μόνο η νομιμότητα.
Η νομιμότητα προσδιορίζει μόνο το μέτρο της διοικητικής, ποινικής ή αστικής ευθύνης. Επιπλέον, ο κρατικός λειτουργός οφείλει να κινείται στον χώρο της πολιτικής ηθικής και δεοντολογίας που, εν πολλοίς, προσδιορίζει και το μέτρο της πολιτικής ευθύνης που του αποδίδει το αντιπροσωπευτικό και το εκλογικό σώμα. Για τον απλό πολίτη ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό. Για τον κρατικό λειτουργό ότι είναι νόμιμο δεν είναι άνευ ετέρου και ηθικό. Η αρχή που χρειάστηκε τρεις αιώνες για να αποτυπωθεί ως πολιτική ευθύνη στη μητέρα του αντιπροσωπευτικού συστήματος Αγγλία υποβαθμίζεται διαρκώς στην κοινοβουλευτική μας τάξη από πράξεις του πολιτικού προσωπικού που με τρόπο κυνικό τείνουν να καταργήσουν οποιαδήποτε έννοια πολιτικής ευθιξίας και ευθυκρισίας.
Από την άλλη πλευρά, πολίτες και πολιτικοί φαίνεται να μοιράζονται μια παιδαγωγική ανεπάρκεια που ανατρέχει στην ίδια τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους: αντιλαμβανόμαστε τη νομιμότητα όχι ως συνθήκη κοινοτισμού και αλληλεγγύης, εν τέλει επιβίωσης, αλλά ως αναγκαία παραχώρηση. Στον βαθμό που η παραχώρηση εκλαμβάνεται ως μόνον η αναγκαία τείνουμε να απομειώσουμε την έκταση της υποχρέωσης και την ένταση του καταναγκασμού όταν είναι δυνατόν, συνήθως με καταστρατήγηση των κανόνων ή ακόμη και με ευθεία παραβίασή τους, να παρακάμψουμε το νόμιμο.
Ας μην ξεχνάμε ότι για την επιβολή της πιο θεμελιώδους υποχρέωσης του πολίτη, αυτή της καταβολής του φόρου, ο Κολοκοτρώνης στην μόλις απελευθερωμένη Ελλάδα εισηγήθηκε στη διοίκηση την αποστολή στρατού και μόνο τότε πείστηκε ο λαός και οι προύχοντες ότι δεν χωρεί παρέκκλιση. Μια κοινωνία που εξαντλεί την ευρηματικότητά της στο να βρει τρόπους να παρακάμψει τη νομιμότητα και αποδίδει για αυτό εύσημα είναι μια καταδικασμένη κοινωνία. Το ίδιο και μια κοινωνία που θεωρεί ότι το δικαίωμα γεννά αξίωση ενώ η υποχρέωση φέρει μόνο ηθική απαξία.
Και κάτι τελευταίο. Θα μπορούσε με κάποιο τρόπο, να καλλιεργηθεί η νομική παιδεία- στα σχολεία ας πούμε- ενισχύοντας την πολιτική συνείδηση των Ελλήνων σε θέματα δικαίου, θεσμών και εξουσιών; Δεν βλέπετε κι εσείς ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη και γενικότερα, στις σταθερές που ορίζουν το πολίτευμα;
Το έλλειμμα εμπιστοσύνης κυρίως αφορά την πολιτική εξουσία· διαχρονικά οι Έλληνες αποδίδουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους δικαστές και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δηλαδή στα μη πολιτικά όργανα του κράτους. Για τον λόγο αυτό, η τρώση του κύρους των δικαστών φέρει ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα στη δημοκρατική παράσταση της πολιτείας. Οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί μια τέτοια δυσπιστία είναι να οικοδομηθούν θεσμοί που, μέσω των αμοιβαίων αλληλοελέγχων, θα δημιουργούν ένα ισόρροπο μείγμα στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Ορισμένοι προβάλλουν ως λύση τα δημοψηφίσματα στα οποία ο λαός θα παίρνει την ευθύνη για κάθε θέμα που τον αφορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου λαϊκού συνταγματισμού είναι η διατυπωθείσα από τον Πρωθυπουργό σκέψη να τεθεί η κυβερνητική πρόταση αναθεώρησης σε κάποιας μορφής δημοψήφισμα.
Η πρόταση αυτή, εκτός του ότι είναι αντίθετη στο Σύνταγμα διότι τέτοιο δημοψήφισμα δεν προβλέπεται και, σε κάθε περίπτωση, θα συνιστούσε καταστρατήγηση της τυπικής αναθεωρητικής διαδικασίας, συμπυκνώνει την παράσταση ότι ο λαός έχει λόγο στην πολιτειακή δομή του κράτους και δεν πρέπει να φοβόμαστε τη λαϊκή κρίση. Η σκέψη είναι όμως παραπλανητική. Ο καθένας μπορεί να έχει άποψη για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να λειτουργεί η πολιτεία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι με πρόσχημα αυτή τη συμμετοχή και την εξ αυτής επιδιωκόμενη λαϊκή νομιμοποίηση, η οποία την εποχή της δικτατορίας είχε εκφραστεί με διανεμόμενα μέσω του τύπου κουπόνια συνταγματικών προτάσεων, μπορούν να καταργούνται τυπικές διαδικασίες.
Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία ο λαός ως συλλογικό υποκείμενο συμμετέχει στη διαμόρφωση της κρατικής βούληση μέσω των εκλογών αλλά δεν μπορεί να αναλαμβάνει αρμοδιότητες που κατά το Σύνταγμα ανατίθενται σε κρατικά όργανα. Διαφορετικά θα καταλήγαμε σε μια δημοψηφισματική δημοκρατία η οποία θα υποκαθιστούσε το Σύνταγμα και θα είχε λόγο όχι μόνο για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, όπως ήδη συνέβη, αλλά θα υπέβαλε θεμελιώδη δικαιώματα, όπως τη θρησκευτική ελευθερία ή την αναγνώριση της ισότητας και της διαφορετικότητας, στην άμορφη πλειοψηφία.
Μια τέτοια απομείωση της κανονιστικής δύναμης του Συντάγματος, στον βωμό μιας συνταγματικής λαοκρατίας, θα προκαλούσε και φαινόμενα, που δυστυχώς βιώνουμε σήμερα, να συζητείται η ευθεία διά νόμου κατάργηση ρητής διάταξης του Συντάγματος για να παραχθεί συντεχνιακά ή πολιτικά ωφέλιμο αποτέλεσμα. Είναι θεωρώ κρίσιμο να γίνει κατανοητό ότι ζούμε σε συντεταγμένη πολιτεία και όχι σε ένα καθεστώς συνταγματικού κενού. Τις λύσεις στα μεγάλα θεσμικά προβλήματα του τόπου πρέπει να τις αναζητήσουμε όχι στην κατάργηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά στην ενδυνάμωσή της και τη δημιουργία συνθηκών εμπιστοσύνης, ασφάλειας, συνέχειας και νομιμότητας.
Φωτογραφία: SOOC