Η αντιπαράθεση της Σόφιας-Σκοπίων που έχει φρενάρει την ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας, αφορά άμεσα και την Ελλάδα όχι μόνο για την αξιολόγηση του επιπέδου της διαπραγμάτευσης που έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση που κατέληξε στην Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά γιατί αναβιώνει έναν ακόμη επικίνδυνο εθνικισμό στα Βαλκάνια. Τον Βουλγαρικό εθνικισμό στο στόχαστρο του οποίου βρέθηκε σταθερά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και μέχρι και την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα και η Μακεδονία μας. Και έτσι η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί στην δύσκολη θέση η υποστήριξη της στην Βόρεια Μακεδονία να θεωρηθεί, λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, ως αποδοχή και υποστήριξη του Μακεδονισμού.
Η άσκηση βέτο εκ μέρους της Βουλγαρίας στην απόφαση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων γίνεται με πρόσχημα την μη τήρησή της Συμφωνίας Φιλίας και Συνεργασίας που είχαν υπογράψει οι δυο χώρες το 2017, αλλά πρακτικά είναι η ύστατη προσπάθεια της Σόφιας και του Βουλγαρικού σωβινισμού να επιβάλει και να διατηρήσει ζωντανό τον Βουλγαρικό αλυτρωτισμό στα Βαλκάνια. Και αναδεικνύει βεβαίως το διαπραγματευτικό έλλειμμα της προηγούμενης κυβέρνησης που αντί να ασκήσει πίεση και να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που είχε στην διάθεση της ώστε να υπάρξει μια αποδεκτή λύση που θα αποτύπωνε πραγματικά τον σλαβομακεδονικό χαρακτήρα της γλώσσας και της ταυτότητας των γειτόνων έσπευσε να αποδεχθεί την ύπαρξη «μακεδονικής» γλώσσας και ταυτότητας.
Η Σόφια και υπό την πίεση του εθνικιστή υπουργού Άμυνας Κρασιμιρ Καρακατσάνοφ που είναι κυβερνητικός εταίρος του πρωθυπουργού Μ. Μπορισοφ , επιμένει ότι πρέπει η Δημοκρατία της βόρειας Μακεδονίας να αποδεχθεί ότι η γλώσσα δεν είναι Μακεδονική, αλλά προέρχεται από την βουλγαρική και αποτελεί διάλεκτος της και ότι το «μακεδονικό έθνος» έχει βουλγαρική προέλευση και τέλος ότι δεν υπάρχει «μακεδονική μειονότητα» στην Βουλγαρία.
Η Βορειομακεδονική κυβέρνηση του Ζ. Ζάεφ πίστεψε ότι θα είχε με τους Βουλγάρους την ίδια επιτυχία που είχε με την διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να καταλήξει στην Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά έπεσε έξω σε αυτούς τους υπολογισμούς. Είχε επίσης στηρίξει τις προσδοκίες της την παρέμβαση του Βερολίνου που ως προεδρία της Ε.Ε. απέτυχε και σε αυτή την «μεσολάβηση» του μετά από εκείνη μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Όμως η κρίση αυτή που αναβιώνει τον βουλγαρικό εθνικισμό και αλυτρωτισμό πυροδοτήθηκε ακριβώς από την Συμφωνία των Πρεσπών η οποία με την κατοχύρωση «μακεδονικής» γλώσσας και «μακεδονικής» εθνότητας -ταυτότητας, προσέφερε το πρόσχημα που αναζητούσε η Σόφια προκειμένου να στριμώξει τα Σκόπια και να απαιτήσει την Βουλγαροποίηση του Μακεδονισμού.
Η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ποτέ όμως δεν αναγνώρισε την Μακεδονική γλώσσα και εθνότητα, θεωρώντας ότι υπήρξαν τεχνητά εφευρήματα του Γ. Τίτο προκειμένου να δημιουργήσει συνεκτικό ιστό στην Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Και να απαντήσει στον βουλγαρικό αλυτρωτισμό που διεκδικούσε την ενσωμάτωση των μακεδονικών εδαφών που είχαν περάσει στην Γιουγκοσλαβία, μέσα στο τότε σοσιαλιστικό στρατόπεδο (πριν ψυχρανθούν οι σχέσεις του Γ. Τιτο με την Μόσχα).
Όταν με την Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα έδωσε στον κ. Ζάεφ αυτό που επεδίωκε έναντι της αλλαγής της επίσημης και μόνον ονομασίας, δόθηκε η ευκαιρία στην Σόφια να αντεπιτεθεί .
Η πίεση που άσκησε μάλιστα στον κ. Ζάεφ οδήγησε τον βορειομακεδόνα πρωθυπουργό να κάνει σημαντικά ανοίγματα ελπίζοντας ότι θα εξευμενίσει τους Βουλγάρους.
Ανοίγματα τα οποία παραμένουν ως δημόσιες τοποθετήσεις του κ. Ζάεφ που τελικά όμως δεν κατάφεραν μεταπείσουν την Σόφια.
«Εμείς δεν μοιραζόμαστε την ιστορία με την Βουλγαρία, αλλά έχουμε κοινή ιστορία... Ο Γκότσε Ντέλτσεφ υπήρξε επαναστάτης τόσο για τους Βούλγαρους όσο και για τους «Μακεδόνες» (sic) και αγωνίστηκε για την ελευθερία της «Μακεδονίας» (sic) και της περιοχής της Αδριανούπολης. Ζούσε σε καιρούς οι οποίοι δεν συνέβαλαν στην ενίσχυση της φιλίας μεταξύ μας, η Γιουγκοσλαβία μας χώριζε. Αν, ωστόσο, δεν αναγνωρίσουμε τις αδυναμίες του παρελθόντος δεν θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε το μέλλον…», δήλωσε ο κ. Ζάεφ στο βουλγαρικό πρακτορείο ειδήσεων BGNES.
Και συνέχισε λέγοντας ότι «, στην επικράτεια της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας ζούσαν «Μακεδόνες» οι οποίοι μιλούσαν τη «μακεδονική» γλώσσα, καθώς επίσης Βούλγαροι οι οποίοι μιλούσαν τη βουλγαρική γλώσσα. Ζούσαν επίσης άνθρωποι οι οποίοι αισθάνονταν τόσο Βούλγαροι όσο και «Μακεδόνες». Και τόνισε ότι οι ιστορικοί επιστήμονες πρέπει να αποδείξουν με επίσημα έγγραφα την ταυτότητα του Γκότσε Ντέλτσεφ, επισημαίνοντας πως αυτό πρέπει να γίνει με τρόπο που θα ενισχύσει τις γέφυρες φιλίας μεταξύ των δύο χωρών.
Στο άλλο επίμαχο ζήτημα για την αναγραφή σε μνημεία στην Βόρεια Μακεδονία, της Βουλγαρίας ως «φασιστικής κατοχικής δύναμης» ο κ. Ζάεφ υποχρεώθηκε να πει ότι «αυτό δεν είναι ακριβώς έτσι. Υπήρξαν διοικήσεις που ήταν τέτοιες. Αργότερα, όμως, Βούλγαροι και «Μακεδόνες» αγωνίστηκαν μαζί στο αντιφασιστικό κίνημα. Βουλγαρικά στρατεύματα απελευθέρωσαν τις περιοχές των πόλεων Κριβα Παλάνκα, Κουμανοβο και Σκόπια. Αυτό είναι μέρος της ιστορίας που μας φέρνει ακόμη πιο κοντά»... Μια δήλωση που ξεπλένει την συνεργασία των Βουλγάρων.
Συγχρόνως ο κ. Ζάεφ επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση του έχει αποστείλει έγγραφο στην Σόφια με το οποίο διαβεβαιώνει ότι η Βόρεια Μακεδονία δεν έχει εδαφικές και μειονοτικές αξιώσεις και δεν θα παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Βουλγαρίας.
Και η Ελλάδα θα βρεθεί τώρα στην απολύτως δυσάρεστη θέση να πρέπει να υποστηρίξει την Βόρεια Μακεδονία στην αντιπαράθεση αυτή με την Βουλγαρία και για να κρατήσει ζωντανή την προοπτική ενίσχυσης των σχέσεων των δυο χωρών αλλά και για να αποφευχθεί η αναβίωση ενός επικίνδυνου Βουλγαρικού εθνικισμού στην περιοχή. Αλλά για να εκφράσει την υποστήριξη της αυτή η χώρα μας, θα πρέπει να υποστηρίζει την επιχειρηματολογία της Βόρειας Μακεδονίας που επικαλείται και την Συμφωνία των Πρεσπών που όπως δηλώνει και ο κ. Ζάεφ κατοχύρωσε την «μακεδονική» γλώσσα και την «μακεδονική» ταυτότητα… Αυτό δηλαδή που απετέλεσε τον πυρήνα της ελληνοσκοπιανής διαφοράς για την ονομασία πριν σχεδόν τριάντα χρόνια…