Του Χάρη Τσιλιώτη*
Το ζήτημα της κατάρτισης και υπογραφής της συμφωνίας της χώρας μας με την ΠΓΔΜ, η οποία ονομάστηκε «Τελική Συμφωνία», για το όνομα της γειτονικής χώρας και τα συμπαρομαρτούντα και η περαιτέρω διαδικασία κύρωσης και επικύρωσής της έχουν εγείρει πλείστα συνταγματικά και διεθνοδικαιικά ζητήματα. Θα σταθούμε σε ένα από αυτά το οποίο κατά την γνώμη μας έχει και την μεγαλύτερη σημασία όχι μόνο από συνταγματικής αλλά κυρίως από πολιτικής πλευράς και αποτελεί την λυδία λίθο για την διατήρηση της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην ζωή. Πρόκειται για την στάση του μικρότερου κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού, των ΑΝΕΛ, και προσωπικά του Αρχηγού τους και Υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Καμμένου. Η τελευταία του ιδιότητα σε συνδυασμό με τις θέσεις που έχει διακηρύξει σχετικά με το θέμα της γειτονικής χώρας και την επίσημη θέση της κυβέρνησης δημιουργούν κατά την γνώμη μου μείζον πολιτικό αλλά και θεσμικό ζήτημα.
Σύμφωνα με το άρθρο 81 παρ. 1 Σ την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς. Η λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου, όρος που ταυτίζεται με αυτόν της Κυβέρνησης, είναι καταρχήν συλλογική, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη και εξειδικεύεται από την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 1558/1985 περί κυβέρνησης και κυβερνητικών οργάνων, η οποία μάλιστα ορίζει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με την πλειοψηφία των παρόντων. Θεωρητικά, λοιπόν, μπορεί ένας ή περισσότεροι Υπουργοί να διαφωνήσουν με την απόφαση που λαμβάνεται, οφείλουν όμως να συμμορφωθούν με την απόφαση της πλειοψηφίας, ούτως ώστε η Κυβέρνηση να εμφανίζεται με ενιαία στάση. Αυτό ενισχύεται και από τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 2 Σ κατά το οποίο ο Πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της, 37 παρ. 1 Σ κατά την οποία ο Πρωθυπουργός προτείνει στον ΠτΔ την παύση των Υπουργών και 85 Σ κατά το οποίο τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης.
Από το πλέγμα αυτών των διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση που μέλος ή μέλη μίας Κυβέρνησης διαφωνούν με συγκεκριμένη επιλογή αυτής και μάλιστα μείζονος εθνικής σημασίας, είτε αποδέχονται την επιλογή της πλειοψηφίας είτε παραιτούνται. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την συστηματική και συνδυαστική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων από την συνεχή και αδιάλειπτη πρακτική έχει δημιουργηθεί συνθήκη του πολιτεύματος που επιβάλλει στον Υπουργό που διαφωνεί με την απόφαση της πλειοψηφίας είτε να υποτάσσεται σε αυτήν ή να παραιτείται, σε αντίθετη περίπτωση να παύεται από τον Πρωθυπουργό (βλ. μεταξύ πολλών περιπτώσεων την περίπτωση της διαφωνίας Μητσοτάκη-Σαμαρά το 1992 για τον χειρισμό του Μακεδονικού ζητήματος ως προς το θέμα της ονομασίας).
Στο προκείμενο θέμα των κυβερνητικών χειρισμών όσον αφορά την Τελική Συμφωνία με την ΠΓΔΜ και την στάση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, από τις κατ' επανάληψη δηλώσεις του Υπουργού, η τελευταία στις 12-6-2018, προκύπτει σαφέστατα ότι αυτός διαφωνεί με τους χειρισμούς της Κυβέρνησης στο θέμα της Συμφωνίας, κυρίως σε ό,τι αφορά το θέμα του ονόματος του γειτονικού κράτους και τα συμπαρομαρτούντα θέματα της γλώσσας και της εθνότητας. Η διαφωνία αυτή αφορά μείζων θέμα κυβερνητικής πολιτικής και υποχρεώνει τον Υπουργό είτε να ακολουθήσει την πλειοψηφία των μελών της Κυβέρνησης, όπως αυτή διαμορφώνεται από τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών και διαφαίνεται, ανεξαρτήτως του εάν έχει συνέλθει το Υπουργικό Συμβούλιο επί τούτου, είτε να παραιτηθεί. Σε περίπτωση αρνήσεώς του οφείλει ο Πρωθυπουργός να προτείνει στον ΠτΔ να απαλλάξει τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας από τα καθήκοντά του. Αυτό θα ήταν το συνταγματικά και κοινοβουλευτικά ενδεδειγμένο, αυτό συνέβη στο παρελθόν σε πλείστες όσες περιπτώσεις και υπό το καθεστώς όλων των Κυβερνήσεων διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων.
Συμβαίνει αυτό, όμως, στην προκειμένη περίπτωση; Δυστυχώς αυτό που συμβαίνει είναι πρωτάκουστο και πρωτοφανές στα κοινοβουλευτικά μας χρονικά. Ο Υπουργός διαδηλώνει σε όλους τους τόνους την διαφωνία του με την Κυβέρνηση σε μείζον ζήτημα κυβερνητικής και μάλιστα εξωτερικής πολιτικής, παρ' όλα αυτά όχι μόνο δεν παραιτείται, όχι μόνο δεν απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του από τον Πρωθυπουργό αλλά δηλώνει ότι στηρίζει την Κυβέρνηση, παρ' όλο ότι διαφωνεί με αυτήν και κατά τα φαινόμενα θα καταψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης που υπεβλήθη από τους Βουλευτές του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αποκλειστικά για το θέμα αυτό, καίτοι αυτός συμφωνεί με την Αξιωματική Αντιπολίτευση. Ο τραγέλαφος σε όλο του το μεγαλείο.
Η πραγματικότητα είναι ότι πίσω από αυτήν την θεσμικά πρωτοφανή και αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά υποκρύπτεται η συμπαιγνία μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, ο μεν ένας να περάσει την συμφωνία, ο δε άλλος να διαφωνεί με αυτήν για να μην εξοργίσει περαιτέρω την εκλογική του πελατεία, και οι δύο όμως να «καταπίνουν» την διαφωνία τους για να συνεχίσουν να συγκυβερνούν, βρίσκοντας πολύτιμα στηρίγματα σε άλλους «πρόθυμους». Θα πείτε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό με την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όμως, αυτή την φορά η κατάσταση αφορά μείζον εθνικό θέμα και υπεισήλθε σε terra incognita για τα κοινοβουλευτικά μας χρονικά.
Η πρόταση δυσπιστίας που κατάθεσε το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ανεξαρτήτως της πιθανής μη ευδοκίμησής της, «στριμώχνει» τους κυβερνητικούς εταίρους και κυρίως τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, υποχρεώνοντάς τον στην αποκάλυψη άλλης μίας θεαματικής «κυβίστησης».
*O κ. Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.