Του Μανούσου Μαραγκουδάκη*
Η αντιπαράθεση είναι γνωστή: Είτε το Κράτος θα νομιμοποιείται δια μέσου της ιερότητας της θρησκείας (Εις το όνομα της Αγίου Τριάδας…»), είτε όχι· και είτε τα άτομα θα αντιλαμβάνονται την ιδιότητα του πολίτη διά μέσου της θρησκευτικής τους ταυτότητας (είμαι χριστιανός Ορθόδοξος, άρα είμαι Έλληνας), είτε όχι. Το ζήτημα είναι εξαιρετικά κρίσιμο, διότι η άμεση σύνδεση της θρησκείας με την πολιτοφροσύνη, όχι μόνον αφήνει ένα ποσοστό αλλόθρησκων και μη θρησκευόμενων Ελλήνων εκτός της πολιτικής κοινότητας, αλλά επειδή η ύπαρξή της εμπνέει τον πολίτη να αντιλαμβάνεται τον τρόπο συμμετοχής του στα κοινά, όπως αντιλαμβάνεται τον ρόλο του και την θέση του ως πιστού στην Εκκλησία.
Αυτό συμβαίνει μέσω των τελετών: μέσω της σύνδεσης του εορτασμού πολιτειακών θεσμών με θρησκευτικές τελετές. Ο αγιασμός κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, ο θρησκευτικές ορκωμοσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Κυβέρνησης και της Βουλής, ο συνδυασμός εθνικών με θρησκευτικές εορτές, η συνταύτιση της εορτής της παιδείας με την εορτή των Τριών Ιεραρχών, ομοιομορφοποιεί ψυχολογικά τα θρησκευτικά πνευματικά πρότυπα με τα θεσμικά πρότυπα μίας σύγχρονης πολιτείας.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ορθόδοξη θρησκεία είναι έντονα «εξω-κοσμική», και θεωρεί το «άδειασμα» του εαυτού, το συναίσθημα, και το συλλογικό πνεύμα ως πρωταρχικούς τρόπους προσέγγισης του Θεού και σωτηρίας του ατόμου, σύγχρονα ζητούμενα, όπως η ισότητα, η ελευθερία και η δικαιοσύνη, αλλά και πιο εμπράγματα αγαθά όπως το κράτος πρόνοιας, τα κοινωνικά αιτήματα, τα πολιτικά προγράμματα και διακηρύξεις, κτλ. κατανοούνται μέσω μη-ορθολογικών και αχρονικών οραματισμών.
Μία «Ορθόδοξη-εκκλησιαστική» αντίληψη της πολιτικής σφαίρας αποθαρρύνει την αυτοκριτική, εξισώνει τα άτομα και τα διαχωρίζει σε εχθρούς και φίλους, κάνει ελκυστικές απόλυτες και ριζοσπαστικές πολιτικές «λύσεις», ευνοεί λαϊκιστές δημεγέρτες και τυχοδιώκτες πολιτικούς, και οδηγεί το έθνος σε παρατεταμένες κρίσεις και βίαιες καταστροφές. Με άλλα λόγια, ο Ορθόδοξος τρόπος θεώρησης της πολιτικής σφαίρας λειτουργεί, αν όχι ως δημιουργός, σίγουρα ως πολλαπλασιαστής, λαϊκιστικών τάσεων.
Μία τέτοια σχέση Ελληνικής πολιτείας και Ορθόδοξης πίστης, σίγουρα μας προτρέπει στο να διαχωρίσουμε Κράτος και Εκκλησία, σαν ένα πρώτο βήμα για να συλλάβουμε την πολιτεία ως ένα τρόπο κοινωνικής οργάνωσης και επιδίωξης του πολιτικού αγαθού (της συμμετοχής), ουσιαστικά διαφορετικό από τον τρόπο της Εκκλησίας και την επιδίωξη του θρησκευτικού αγαθού (της σωτηρίας).
Όμως, όπως η παραπάνω ανάλυση υπονοεί, αυτός ο διαχωρισμός θεσμών και τελετών, είναι μόνο το πρώτο βήμα προς τη διαμόρφωση ενός εκκοσμικευμένου πνεύματος πολιτοφροσύνης. Το δεύτερο, και καθοριστικό βήμα, είναι η ρητή και εμπρόθετη ανάπτυξη εκκοσμικευμένων πολιτειακών τελετών που θα νοηματοδοτούν και θα εν-ψυχώνουν μία κοινότητα πολιτών. Αυτές οι τελετές θα πρέπει να συνδέουν το άτομο (π.χ. τον μαθητή) ή τον θεσμό (π.χ. το Κοινοβούλιο) με το «έθνος» ως μία διαχρονική ενότητα, και συγχρόνως να ορίζουν την συνεισφορά του ατόμου και του θεσμού στην εμπράγματη, χειροπιαστή, οικοδόμηση μίας σύγχρονης, πολιτισμένης, αισιόδοξης, και ενάρετης κοινότητας.
Οι τελετές αυτές θα πρέπει να εξιδανικεύουν και να δικαιώνουν την ορθολογική συμμετοχή του ατόμου στις δημόσιες υποθέσεις: την αυτοπειθαρχία, την ευγένεια, την συγκροτημένη άποψη, τον διάλογο, και την μετριοπαθή αντιπαράθεση. Οι τελετές αυτές, οικοδομημένες πάνω στον λόγο και όχι αποκλειστικά στο χύδην συναίσθημα, θα πρέπει να δηλώνουν εμφατικά ότι δημοκρατία δεν είναι «το δίκιο μας», η σύγκρουση, οι καταλήψεις, και η αυθαίρετη επιβολή της γνώμης μας πάνω στους «άλλους», αλλά η σύμπηξη απόψεων και η ελευθερία του ατόμου να αναπτύσσει την προσωπικότητά του, και τα όνειρά του, χωρίς να καταστρέφει αυτά των άλλων· θα πρέπει να νοηματοδοτούν την δέσμευσή μας να καλυτερεύουμε τον εαυτό μας, να σεβόμαστε τον συμπολίτη μας, και συνάμα να προσφέρουμε εθελοντικά στην κοινότητά μας.
Τα τελευταία διατάγματα του Υπουργείου Παιδείας αυτής της κυβέρνησης, περί κλήρωσης σημαιοφόρου, και περί κατάργησης της έπαρσης της σημαίας , σαφώς δηλώνουν την πρόθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς (με την σιωπηρή αποδοχή της ενδοτικής δεξιάς) να εγκαθιδρύσουν τελετουργικά και συμβολικά την εξισωτική-διεθνιστική δημοκρατίας του - χωρίς υπερβολή - μαζάνθρωπου που θα άγεται και θα φέρεται από τα κηρύγματα του Ηγέτη, χωρίς οράματα, χωρίς στόχους, βουτηγμένος σε ένα κοινωνικό χυλό μίζερης διαμαρτυρίας και βαρβαρότητας - με την Προεδρική βούλα.
Σίγουρα στην Ελλάδα οι τελετές είναι αδιάφορες, υποβαθμισμένες και πρόχειρες. Κάθε είδους τελετή θυμίζει πιο πολύ μια κακοσχεδιασμένη αγγαρεία, παρά ένα διεγερτικό γεγονός που συνδέει ψυχολογικά και πνευματικά την απτή κοινότητά μας με ιδανικά, αξίες, και το υπερβατικό. Το κεντρικό χαρακτηριστικό των πολιτειακών τελετών μας, και αυτό που τις συνδέει ψυχολογικά με τις Ορθόδοξες-θρησκευτικές τελετές, είναι η ανιαρή επανάληψη άψυχων «δρώμενων» με την παθητική παρουσία τόσο των ομιλητών, όσο και των ακροατών. Ένα βουβό κοινό που ακούει θριαμβικές και αυτάρεσκες ομιλίες της «ηγεσίας» που σε γλώσσα ξύλινη επαναλαμβάνει χιλιοειπωμένες φράσεις για να γεμίσει ο χρόνος. Ενώ «παραβρισκόμαστε», δεν «συν-μετέχουμε». Παθητική συμμετοχή – παθητική πολιτοφροσύνη. (Στις τελετές αποφοίτησης του Πανεπιστημίου, χαιρετισμούς απευθύνουν οι καθηγητές, αλλά όχι οι [αριστεύσαντες] φοιτητές). Υποκρινόμαστε ότι είμαστε παρόντες, ενώ ο νους μας ταξιδεύει, όπως υποκρινόμαστε ότι «είμαστε μαζί», ενώ την ίδια ώρα συνωμοτούμε και υπονομεύουμε τους συμπολίτες μας. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας τελετής από την μαθητική παρέλαση. Στην καλύτερη περίπτωση, όταν το βήμα είναι συγχρονισμένο και τα σώματα ευθυτενή, η «συλλογικότητα» των μαθητών είναι μηχανική, όπως επιτάσσει ο στρατιωτικός της χαρακτήρας: συντονίζονται τα σώματα, και ίσως η καρδιά, αλλά όχι και ο νους. Στην χειρότερη περίπτωση, δεν υπάρχει ούτε καν ο σωματικός συντονισμός: ο καθένας παρελαύνει, αυτάρεσκα, για τον εαυτό του. Οι μαθητικές «παρελάσεις» είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας.
Ένας διαφορετικός προσανατολισμός των τελετών είναι αναγκαίος για να αποδράσουμε από την χύδην δημοκρατία του όχλου, και τη συμβολική δημιουργία μίας δημοκρατίας ενεργούς «πολιτικής κοινότητας»: Δημόσιες και ανοικτές τελετές αναγνώρισης και απόδοσης τιμής σε απλά μέλη που έχουν προσφέρει ανιδιοτελώς στην κοινότητά τους – στο σχολείο τους, την γειτονιά τους, στην εργασία τους. Ομιλίες και δρώμενα μαθητών σε σχολικές εορτές που δηλώνουν την αποφασιστικότητα της κοινότητας να δημιουργήσει για το κοινό καλό. Ανοιχτές τελετές που δηλώνουν απτή πολιτοφροσύνη, που, υπό την σκέπη της σημαίας, επιβραβεύουν ενεργούς πολίτες, μικρά ή μεγάλα κατορθώματά τους, που ταυτίζουν τη δημοκρατία με τον «δήμο» και όχι με την επανάσταση και τον ανένδοτο αγώνα.
Για να γίνουμε μία συγκροτημένη κοινότητα πολιτών, πρέπει να επανεφεύρουμε τις πολιτειακές τελετές, και να τις προσδώσουμε φιλελεύθερο πρόσημο. Μία αυριανή κυβέρνηση που πιστεύει στην φιλελεύθερη δημοκρατία θα πρέπει να εγκαθιδρύσει την εικόνα-σύμβολο του «φιλελεύθερου πολίτη», πάντα υπό την σκέπη της σημαίας, στο κέντρο της πολιτικής, μέσω συγκροτημένων τελετών που θα διαπερνούν όλη τη δημόσια σφαίρα. Θα πρέπει να δημιουργήσει δηλαδή μια «πολιτική θρησκεία» που θα εξυψώνει την πολιτική κοινότητα, και θα της προσδίδει «λυτρωτικές» ιδιότητες –έτσι όπως συμβαίνει στις σταθερές και αυτοπειθαρχούμενες δημοκρατίες της Δύσης -, συνδέοντας την διαχρονική εθνική ταυτότητα, τόσο με τον «ευγενικό πολίτη», όσο και τον «πολίτη της εθελοντικής προσφοράς».
Αυτή η επανεκκίνηση θα πρέπει να ξεκινήσει προφανώς από τα σχολεία: από τις τελετές που καθορίζουν διαισθητικά την μαθητική –και αύριο την πολιτική– κοινότητα, και τον άρρητο τρόπο κοινωνικοποίησης και «δημοκρατικοποίησης» των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Αντί για στρατιωτικές παρελάσεις θα πρέπει να εγκαθιδρύσει δρώμενα και εκθέσεις μαθητικής δημιουργικότητας και κοινοτικής προσφοράς. Τελετές που θα συνδέουν τους καθηγητές με τους μαθητές, και όλους μαζί με την άμεση κοινότητά τους: την γειτονιά, το χωριό, την πόλη.
Αναζητούμε λοιπόν ένα νέο «Ελληνικό Κοινοτισμό», ανοιχτό, ευγενικό, και ενεργητικό, οικοδομημένο πάνω στο ελεύθερο άτομο. Έναν κοινοτισμό εμπιστοσύνης και δημιουργίας που, στα πλαίσιά του, η ιδέα της κατάληψης σχολείων ως «δημοκρατικό δικαίωμα» να φαντάζει παράλογη. Όμως αυτός ο νέος Ελληνικός Κοινοτισμός, αν περιορισθεί σε στενά θεσμικά πλαίσια (π.χ. Νόμος Διαμαντοπούλου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση), δεν θα αποκτήσει ρίζες. Έτσι, η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να ακυρώσει τον θεσμό (βλ. Νόμος Γαβρόγλου) χωρίς να ανοίξει μύτη! Μόνο οι τελετές έχουν τη δύναμη να προσδώσουν αντοχή στον θεσμικό εκσυγχρονισμό – να τον καταστήσουν βίωμα, και την ακύρωσή του εκσυγχρονισμού σε εξωφρενικό σκάνδαλο. Μόνο έτσι θα εμπεδωθεί και θα ριζώσει ένας φιλελεύθερος επανακαθορισμός της πολιτειακής κοινότητας των Ελλήνων. Και μόνο τότε ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας θα έχει νόημα και θετικό πρόσημο.
*Ο κ. Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.