Η ρητορική του Καμμένου ρίχνει λάδι στη φωτιά

Η ρητορική του Καμμένου ρίχνει λάδι στη φωτιά

Eνδεχομένως αυτή να μην είναι η τελευταία θυσία Ελληνα στρατιωτικού, σχολιάζει με νόημα στο Liberal, για το τραγικό περιστατικό με το θάνατο του πιλότου, ο Θάνος Ντόκος, γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.

Και μιλά για αύξηση της ανησυχίας από μια μη επιτυχημένη διαχείριση ενός ατυχήματος, πολλώ δε μάλλον, όταν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη εθνικής ασφάλειας επιδεικνύουν περιορισμένη ικανότητα διαχείρισης της ελληνοτουρκικής κρίσης. Σχολιάζοντας τους χειρισμούς της κυβέρνησης, με αφορμή και την ανακοίνωση Καμμένου μέσω twitter, του τραγικού περιστατικού, δίχως νωρίτερα να βγει επίσημη ανακοίνωση, σημειώνει με νόημα ότι «ο υπουργός Εθνικής Άμυνας αρέσκεται στο να "ρίχνει λάδι στη φωτιά"–προφανώς για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους ή απλώς επειδή δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες- και να αναλώνεται σε σκληρές δηλώσεις και αντιπαραθέσεις με την ιδιαίτερα εθνικιστική τουρκική κυβέρνηση και αντιπολίτευση».

Σαν πιο πιθανό σενάριο στη Συρία, "βλέπει" ένα περιορισμένο πλήγμα με πυραύλους τύπου Κρουζ, που δεν θα προκαλέσει ρωσικές απώλειες και δεν θα "υποχρεώσει" τη Μόσχα να αντιδράσει στρατιωτικά, τονίζοντας ωστόσο ότι με την αμφισημία που διακρίνει τον πρόεδρο Τραμπ, κάθε προσπάθεια πρόβλεψης αποκτά σουρεαλιστική διάσταση.

Εκτιμά ότι οι ρωσικές απειλές περί καταστροφής των σημείων εκτόξευσης δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστες, τόσο επειδή η Μόσχα δεν έχει τη στρατιωτική δυνατότητα (κυρίως όσον αφορά στα αμερικανικά υποβρύχια), όσο και κυρίως γιατί αυτό θα σήμαινε έναν ρωσο-αμερικανικό πόλεμο. "Αστοχίες ωστόσο και ατυχήματα μπορούν πάντοτε να συμβούν σε ένα πολύπλοκο και φορτωμένο περιβάλλον μάχης , ενώ και το πολιτικό κλίμα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας είναι αρνητικά φορτισμένο μετά την υπόθεση Σκριπάλ", προσθέτει με νόημα o κ. Ντόκος. Σε αυτό σενάριο, μιας μη ηθελημένης κλιμάκωσης, "άγνωστο Χ", θα αποτελέσει η στάση της Τουρκίας, η οποία βλέπει τον εαυτό της ως μια μεγάλη δύναμη που δεν χρειάζεται να ανήκει σε μόνιμη βάση σε κάποια συμμαχία ή συνασπισμό κρατών, αλλά κινείται κατά περίπτωση ανάλογα με τα συμφέροντά της.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Όλοι εκτιμούσαν ότι αργά ή γρήγορα η ένταση στα ελληνοτουρκικά, θα έφερνε ένα ατύχημα. Τελικά το ατύχημα έγινε, αν και όχι κατά τη διάρκεια εμπλοκής με τουρκικά μαχητικά. Πως να το εκλάβουμε το χθεσινό περιστατικό;

Δυστυχώς δεν είναι το πρώτο περιστατικό αυτού του είδους, καθώς οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, και ιδιαίτερα η Πολεμική Αεροπορία, έχουν πληρώσει φόρο αίματος για την προάσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και ενδεχομένως αυτή να μην είναι η τελευταία θυσία Ελληνα στρατιωτικού.

Αυτή η υψηλής έντασης, ρίσκου και κόστους καθημερινή διαχείριση αεροπορικών επεισοδίων και των τουρκικών παραβάσεων και παραβιάσεων έχει καταστεί μονόδρομος για τη χώρα μας και ασφαλώς δεν μπορεί να αλλάξει μονομερώς. Επειδή όμως το κόστος σε ζωές, υλική φθορά αεροσκαφών, καύσιμα δεν είναι αμελητέο, αλλά κυρίως επειδή όλα αυτά τα χρόνια προσφέρουμε δωρεάν εκπαίδευση υψηλού επιπέδου στους Τούρκους χειριστές, ίσως θα έπρεπε να είχαμε εκμεταλλευτεί ευκαιρίες που είχαν παρουσιαστεί κυρίως στη δεκαετία του 1990 για διαχείριση του προβλήματος μέσω νατοϊκών διαύλων. Δεν διαφαίνεται πιθανότητα κάποιας αλλαγής επί του θέματος μέσω διπλωματικών διεργασιών στο ορατό μέλλον, αλλά ας κρατήσουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο. Μέχρι τότε, οι αναχαιτίσεις θα συνεχιστούν, με το όποιο κόστος, και θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να διαχειριστούμε έκτακτα περιστατικά.

- Όταν πέφτει ένα αεροσκάφος, είτε μετά από εικονική αερομαχία είτε από λάθος, και χάνεται ένας πιλότος, ο πόνος είναι πάντα ίδιος. Ο φόβος όμως είναι ότι κάποια στιγμή το ατύχημα θα προέλθει από όξυνση της έντασης. Πόσο μακριά είμαστε από αυτό;

Ο κίνδυνος κλιμάκωσης λόγω ανεπιτυχούς διαχείρισης ενός ατυχήματος ήταν πάντοτε παρών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μέχρι στιγμής η κατάσταση δεν είχε ξεφύγει από τον έλεγχο. Τον τελευταίο καιρό η ανησυχία έχει οξυνθεί αφενός λόγω της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης στην Τουρκία και του "πατριωτικού ανταγωνισμού" κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, αφετέρου λόγω της υιοθέτησης πιο επιθετικής στάσης από την Τουρκία σε όλο το φάσμα θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των ελληνοτουρκικών σχέσεων και των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου.

Έχει επίσης οξυνθεί λόγω της διμερούς έντασης που προκάλεσε η ατυχής ιστορία των οκτώ Τούρκων αξιωματικών, εξαιτίας της σχετικής έλλειψης εμπειρίας στις τάξεις της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας και Πολεμικού Ναυτικού λόγω των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων στελεχών μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, καθώς και λόγω της περιορισμένης επιρροής επί της Άγκυρας των συνηθισμένων "πυροσβεστών" (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις). Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στην αύξηση της ανησυχίας για μη επιτυχημένη διαχείριση ενός ατυχήματος.

- Πως κρίνετε γενικότερα τους χειρισμούς της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά , από την επίσκεψη Ερντογάν έως και σήμερα, με αποκορύφωμα, την ατυχή κατά κοινή παραδοχή, ανακοίνωση Καμμένου, μέσω twitter, του τραγικού περιστατικού, δίχως νωρίτερα να βγει επίσημη ανακοίνωση, και πριν ενημερωθεί η οικογένεια;

Δυστυχώς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι αρμόδιοι αξιωματούχοι στο χώρο της εθνικής ασφάλειας έχουν επιδείξει περιορισμένη ικανότητα διαχείρισης της εξελισσόμενης ελληνοτουρκικής κρίσης. Βεβαίως, η απουσία κεντρικού συντονισμού σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και η προβληματική συνεργασία μεταξύ συναρμόδιων υπηρεσιών για τη διαχείριση των αναφυομένων κρίσεων αποτελούν μακροχρόνιες παθογένειες.

Στη συγκεκριμένη συγκυρία όμως τα προβλήματα έχουν οξυνθεί επικίνδυνα, καθώς η ελληνική πολιτική ηγεσία καταφεύγει συχνά σε φλύαρες και ανούσιες επαναλήψεις, ενώ ιδιαίτερα ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας αρέσκεται στο να "ρίχνει λάδι στη φωτιά"–προφανώς για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους ή απλώς επειδή δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες- και να αναλώνεται σε σκληρές δηλώσεις και αντιπαραθέσεις με την ιδιαίτερα εθνικιστική τουρκική κυβέρνηση και αντιπολίτευση.

Αγνοεί προφανώς τη λαϊκή ρήση ότι "φοβάται κανείς περισσότερο το σκύλο που δεν γαβγίζει". Συνολικά χρειαζόμαστε ισχυρότερη αίσθηση ευθύνης, περισσότερα έργα και (πολύ) λιγότερα λόγια.

-Τα πάντα δείχνουν ότι η επίθεση στη Συρία είναι προ των πυλών. Το βασικό πλέον ερώτημα αφορά στους στόχους, την ένταση και το εύρος της επίθεσης των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, καθώς και την απάντηση που θα επιλέξει να δώσει η Ρωσία. Τι πιστεύετε ; Έχει άραγε ο Πούτιν κάποιο άσσο στο μανίκι;

Το πιθανότερο σενάριο –σε μια επανάληψη του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος- είναι ένα περιορισμένο πλήγμα με πυραύλους Κρουζ, που δεν θα προκαλέσει ρωσικές απώλειες και δεν θα "υποχρεώσει" τη Μόσχα να αντιδράσει στρατιωτικά (είναι, βέβαια, πιθανό να αντιδράσει με "υβριδικό" τρόπο).

Με τον πρόεδρο Τραμπ, ωστόσο, κάθε προσπάθεια πρόβλεψης αποκτά μια σουρεαλιστική διάσταση. Η Ουάσιγκτον –διά tweet Τραμπ- τη μια εβδομάδα απελαύνει Ρώσους διπλωμάτες για την υπόθεση Σκριπαλ, την επόμενη εβδομάδα ανακοινώνει ότι θέλει να αποσυρθεί από τη Συρία και ότι θα επιθυμούσε μια συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, και λίγες ημέρες μετά ότι πρόκειται να καταφέρει ισχυρό πλήγμα στο καθεστώς Ασαντ για την υποτιθέμενη χρήση χημικών παραγόντων.

Και αφού περιγράψει τους αμερικανικούς πυραύλους που θα πλήξουν τη Συρία ως "όμορφους, νέους και έξυπνους", κάνει μετά μια ακόμη πιρουέτα λέγοντας ότι μπορεί "να χτυπήσουμε τώρα, μπορεί και πολύ αργότερα". Η αμερικανική αμφισημία, με την πρόσφατη αλλαγή υπουργού Εξωτερικών και Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας και με το State Department ακόμη υποστελεχωμένο, προκαλεί έντονη ανησυχία σε συμμάχους και αντιπάλους. Με δεδομένο ότι ο Ντοναλντ Τραμπ είναι ο ηγέτης της ισχυρότερης χώρας στον κόσμο, αναρωτιέται κανείς αν ισχύει η ρήση "Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι".

- Όσο όμως αποφασισμένος είναι ο Τραμπ να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στον Πούτιν, χτυπώντας τον αδύναμο κρίκο που είναι ο Ασαντ, άλλο τόσο αποφασισμένος είναι και ο Πούτιν, να μην κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια. Επομένως;

Η Ρωσία οφείλει να αντιδράσει φραστικά στις απειλές Τραμπ, λιγότερο για λόγους αποτροπής μιας επίθεσης και περισσότερο για λόγους γοήτρου. Η απειλή περί καταστροφής των σημείων εκτόξευσης δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη, τόσο επειδή η Ρωσία δεν έχει τη στρατιωτική δυνατότητα (κυρίως όσον αφορά στα αμερικανικά υποβρύχια), όσο και κυρίως γιατί αυτό θα σήμαινε έναν ρωσο-αμερικανικό πόλεμο. Αυτού του είδους οι μεγαλόστομες διακηρύξεις ταιριάζουν σε ένα βαθμό με το "ύφος" της ρωσικής ηγεσίας, ενώ το γεγονός ότι η δήλωση έγινε από έναν αξιωματούχο εκτός Κρεμλίνου και Μόσχας, δίδει τη δυνατότητα στον πρόεδρο Πούτιν να κρατήσει τις σχετικές αποστάσεις σχετικά με την υλοποίηση των απειλών χωρίς σημαντική απώλεια γοήτρου.

- Αν και οι περισσότεροι συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί μια γενικευμένη στρατιωτική σύγκρουση, έχοντας συνείδηση των κινδύνων που αυτή ενέχει, εντούτοις, ποιος μπορεί να αποκλείσει ένα ατύχημα ή κάποια "προβοκάτσια";

Η αμερικανο-ρωσική αντιπαράθεση στη Συρία δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι δύο πλευρές (όπως και η Ρωσία με το Ισραήλ) έχουν συμφωνήσει σε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς των ενόπλων δυνάμεών τους για να αποφευχθούν "ατυχήματα".

Αν, όπως αναμένεται, το δυτικό στρατιωτικό πλήγμα είναι αντίστοιχο των προηγούμενων (δηλαδή με πυραύλους Κρουζ εναντίον στόχων του καθεστώτος Ασαντ, χωρίς ρωσικές απώλειες), η διαχείριση των συνεπειών δεν θα είναι δύσκολη υπόθεση.

Ωστόσο, υπάρχει πάντα η –κατά Κλαούζεβιτς- "ομίχλη του πολέμου" αστοχίες και ατυχήματα μπορούν πάντοτε να συμβούν σε ένα πολύπλοκο και "φορτωμένο" περιβάλλον μάχης , ενώ και το πολιτικό κλίμα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας είναι αρνητικά φορτισμένο μετά την υπόθεση Σκριπάλ. Με άλλα λόγια μια αθέλητη κλιμάκωση δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά δεν αποτελεί το πιθανότερο σενάριο.

- Πως αλλιώς να διαβάσουμε το τηλεφώνημα Τραμπ στον Ερντογάν, παρά ως ένα μήνυμα της Ουάσινγκτον προς την Άγκυρα, ότι σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, κρατάμε τη γέφυρα επικοινωνίας, ανοικτή; Η' για να το πούμε διαφορετικά, "σας θεωρούμε πάντα συμμάχους μας, σταματήστε τη προσέγγιση με τον Πούτιν";

Παρά τις σημαντικές δυσκολίες εσχάτως στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, η Τουρκία παραμένει μια πολύ σημαντική χώρα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πολύ περισσότερο δε, στο πλαίσιο της συριακής σύγκρουσης. Είναι λοιπόν απολύτως φυσιολογικό για τον πρόεδρο των ΗΠΑ να επικοινωνεί με τον Τούρκο ηγέτη για να τον ενημερώσει για τις προθέσεις του, να του δείξει ότι τον υπολογίζει ακόμη ως ένα σημαντικό σύμμαχο και να προσπαθήσει να εξασφαλίσει έναν ελάχιστο συντονισμό σε περίπτωση που αποφασίσει να προχωρήσει σε ένα στρατιωτικό πλήγμα εναντίον του καθεστώτος Ασαντ. Δεν μπορεί, επίσης, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ζητήθηκε από τον κ. Ερντογάν να μεταφέρει ένα αμερικανικό μήνυμα (σε μια ύστατη προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης) προς τον κ. Πούτιν, με τον οποίο και συνομίλησε χθες.

- Επιχειρεί επομένως ο Ερντογάν να εμφανιστεί σε ρόλο μεσολαβητή μεταξύ ΗΠΑ - Ρωσίας;

Αυτή η στάση είναι σύμφωνη και με τη στρατηγική θεωρία του Νταβούτογλου, που έχει υιοθετηθεί από το ΑΚΡ, περί της θέσης της Τουρκίας ως "κεντρικής δύναμης". Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη που δεν χρειάζεται να ανήκει σε μόνιμη βάση σε κάποια συμμαχία ή συνασπισμό κρατών, αλλά θα κινείται κατά περίπτωση ανάλογα με τα συμφέροντά της.

Στη συγκεκριμένη συγκυρία, δεν έχει κανένα λόγο να επιλέξει στρατόπεδο, καθώς το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια εντυπωσιακή σύγκλιση συμφερόντων με τη Μόσχα σε πλειάδα θεμάτων, αλλά ο κ. Ερντογάν δεν θα ήθελε να διαρρήξει πλήρως τους δεσμούς του με τους παραδοσιακούς Δυτικούς συμμάχους της χώρας του (με λογική ουδετερότητας κινήθηκε άλλωστε και στο ζήτημα της Ουκρανίας, όπου δεν εφάρμοσε τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας). Επιπλέον δε, στο ζήτημα της στήριξης του καθεστώτος Ασαντ, η Τουρκία διαφωνεί πλήρως με τη Ρωσία και δεν θα στενοχωρηθεί ιδιαίτερα αν οι δυτικές χώρες εξαπολύσουν ένα περιορισμένο πλήγμα εναντίον των δυνάμεων του Ασαντ.

- Αυτές οι καταιγιστικές εξελίξεις, και τα "σύννεφα πολέμου" που δεν απέχουν πλέον πολύ από εμάς, τι σημαίνουν για την Ελλάδα; Τι στάση πρέπει να τηρήσουμε, και τι αλλαγές μπορεί να επιφέρουν οι εξελίξεις στη Συρία ως προς το ρόλο μας και τα εθνικά μας θέματα;

Η Συρία είναι αρκετά κοντά στη χώρα μας και ασφαλώς δεν μπορούμε να αδιαφορήσουμε για τις πιθανές συνέπειες ενός ακόμη επεισοδίου σε αυτή την τραγική υπόθεση. Ωστόσο, οι συνέπειες ενός περιορισμένου δυτικού πλήγματος που δεν θα προκαλέσει ρωσικές απώλειες, αναμένεται να είναι διαχειρίσιμες.

Εξάλλου, σε αυτό το σενάριο η όποια ελληνική εμπλοκή θα είναι έμμεση (χρήση Σούδας ή άλλης εγκατάστασης για λόγους υποστήριξης, καθώς η αμερικανική επίθεση –αν τελικά γίνει- αναμένεται να είναι με πυραύλους Κρουζ που θα εκτοξευθούν από πλοία επιφανείας και υποβρύχια).

Η δε χρονική διάρκεια θα είναι αρκετά περιορισμένη. Αν, ωστόσο, τα πράγματα εξελιχθούν (σενάριο αθέλητης κλιμάκωσης), τότε μια ανάφλεξη μεταξύ Ρωσίας και δυτικών χωρών θα εμπλέξει επίσης Ισραήλ και Ιράν. Σε αυτό το σενάριο –ομολογουμένως αρκετά χαμηλής πιθανότητας- "άγνωστο Χ" θα αποτελέσει η στάση της Τουρκίας, ενώ οι συνέπειες για ολόκληρη την περιοχή θα είναι δραματικές.

Ο Θάνος Ντόκος είναι γενικός διευθυντής ΕΛΙΑΜΕΠ

Φωτογραφία: Intimenews