Του Γιάννη Ανδρουλάκη*
«Έτσι λοιπόν και σήμερα, οκτώ χρόνια από τη μέρα που ο ελληνικός λαός άκουγε τα κακά μαντάτα των μνημονίων, φτάνουμε στις μέρες που πλέον αφήνουμε τα δύσκολα πίσω μας, βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για την οριστική και αμετάκλητη έξοδο, καθαρή όπως ο καθαρός ουρανός του Καστελορίζου, από την εποχή της επιθετικής λιτότητας και της ασφυκτικής επιτροπείας που κόστισε πολύ» (Αλέξης Τσίπρας, Καστελόριζο, 17 Απριλίου).
Πρωθυπουργοί υπήρξαν στο παρελθόν καλοί, λιγότερο καλοί και ανεπαρκείς. Οραματιστές ή πραγματιστές, διορατικοί ή κοντόφθαλμοι, εργατικοί ή οκνηροί. Όλοι τους όμως κατείχαν τα στοιχειώδη της δουλειάς. Τελούσαν σε επίγνωση του γεγονότος, ότι από τις αποφάσεις, τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους εξαρτάται η πορεία των κοινών υποθέσεων αλλά και η διεθνής θέση της χώρας. Αντιλαμβάνονταν, ότι υπάρχει περίπτωση οι πολίτες να παίρνουν χαμπάρι τα ελαττώματα, τις ανεπάρκειες και τις αστοχίες τους και ότι αυτό κοστίζει πολιτικά. Όπως επίσης, ότι πολιτικά κοστίζει η κοροϊδία των ανθρώπων, η δραματική επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου και η αναίρεση κάθε ελπίδας να ανακάμψουν και να προκόψουν στο μέλλον.
Ο Αλέξης Τσίπρας όμως δεν είναι ένας τέτοιος πρωθυπουργός. Αντισταθμίζει την ανεπάρκεια του στα αναγκαία για την θέση του εφόδια, όπως είναι η τεχνοκρατική και θεσμική παιδεία, η εργατικότητα και η συνείδηση του καθήκοντος του ύπατου διατάκτη της πολιτείας με τακτικισμούς και διχαστικά τεχνάσματα.
Μόνο, που οι τακτικισμοί αυτοί «ακουμπάνε» σε πολύ σοβαρά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και υπονομεύουν την εθνική οικονομία. Με την άκαιρη ανακίνηση του ζητήματος των διαφορών μας με την FYROM, μόνο και μόνο για να προκαλέσει εσωκομματικό πονοκέφαλο στην αξιωματική αντιπολίτευση, έφερε την χώρα αντιμέτωπη με μία αχρείαστη διπλωματική πίεση για μία, σε βάρος των επιδιώξεών της, επίλυση του προβλήματος αποδυναμώνοντας την διαπραγματευτική της θέση και καθιστώντας ταυτόχρονα δυσχερή την αποδοχή της στο εσωτερικό.
Επιδιώκοντας δηλαδή αλλότριους σκοπούς, έθεσε σε διακινδύνευση σοβαρό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής, σαν να μην είναι αυτός που θα πιστωθεί την όποια επιτυχία ή θα χρεωθεί αντίστοιχα την όποια αποτυχία. Ταυτόχρονα, διατηρεί στην θέση του τον υπουργό Άμυνας, παρά τις διαπιστωμένες μεταξύ τους εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις ως προς τον χειρισμό των ελληνοτουρκικών διαφορών, μόνο και μόνο για να μην απωλέσει την δεδηλωμένη και αναγκασθεί να δώσει λύση στο πολιτικό πρόβλημα του τόπου, αφού αυτή η λύση δεν θα τον περιλαμβάνει. Και τέλος, αντιπολιτευόμενος τον εαυτό του και την κυβέρνησή του, προκειμένου να καλοπιάσει συλλογικότητες και συντεχνίες του παλιού καλού καιρού, οδηγεί την χώρα σε δραματική αποεπένδυση και την ιδιωτική οικονομία σε αφανισμό.
Η μόνη λοιπόν «καθαρή» έξοδος της χώρας, παραφράζοντας το λυρικό μήνυμα που εξέπεμψε από το Καστελόριζο, είναι αυτή από τον σκληρό πυρήνα του προοδευμένου κόσμου και οφείλεται αποκλειστικά στην πολιτική του. Μοιάζει οριστική και το στοίχημα είναι να μην καταστεί και αμετάκλητη.
* Ο κ. Γιάννης Ανδρουλάκης είναι δικηγόρος και γεν. γραμματέας Κ.Ε. της Δράσης.