Οι εννεάμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών έφτασαν αισίως στο τέλος τους. Χρειάσθηκαν αλλεπάλληλες προσωπικές, τηλεφωνικές και διά ζώσης, επαφές μεταξύ των ηγετών των δύο πλευρών για να καταλήξουν τα δύο μέρη σε συμφωνία στις 24 Δεκεμβρίου. Μία συμφωνία που μπορεί να αποκληθεί στο μέλλον ως «Συμφωνία της Παραμονής Χριστουγέννων (Christmas Eve’s Agreement). Η συμφωνία έχει κυρίως οικονομικό περιεχόμενο και αφορά διάφορους οικονομικούς τομείς, το κέντρο βάρους της πέφτει όμως στην διακίνηση των εμπορευμάτων. Πέραν όμως από το κύριο οικονομικό αντικείμενό της, και η πολιτική της σημασία δεν είναι αμελητέα. Αυτή θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο.
Καταρχάς, πρέπει να διευκρινίσουμε, κάτι το οποίο δυστυχώς αποτελεί αντικείμενο σύγχυσης στα ΜΜΕ της χώρας μας, όπως και πολλά θέματα, όπου η νομική και πολιτική ακριβολογία πέφτει συχνά θύμα της επικοινωνίας, ότι το ΗΒ δεν αποχωρεί από την ΕΕ την 1 Ιανουαρίου 2021, ούτε η συμφωνία της 24 Δεκεμβρίου 2020 αποτελεί την Συμφωνία Αποχώρησης από την ΕΕ. Η Συμφωνία αυτή η οποία συμφωνήθηκε τον Νοέμβριο του 2019 και υπογράφηκε, κυρώθηκε και επικυρώθηκε τον Ιανουάριο του 2020 σύμφωνα με το άρθρο 50 Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου για το Δίκαιο των Συνθηκών, ισχύει από 1 Φεβρουαρίου 2020 και βάσει αυτής το ΗΒ έπαψε να είναι επίσημα κράτος μέλος της ΕΕ και θεωρείται τρίτο κράτος για την Ένωση (Brexit I).
Η Συμφωνία αυτή προέβλεψε βέβαια μεταβατική περίοδο συμμετοχής του ΗΒ, ως τρίτου κράτους όμως, στους βασικούς οικονομικούς θεσμούς της ΕΕ, Τελωνειακή Ένωση και Ενιαία Αγορά, όπως και την ισχύ του συνόλου σχεδόν του δευτερογενούς δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη του ΗΒ. Το ΗΒ έπαψε όμως, να συμμετέχει στα όργανα της ΕΕ και στην λήψη των αποφάσεων. Η μεταβατική περίοδος λήγει την 31 Δεκεμβρίου 2020, οπότε μέχρι τότε σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συμφωνίας Αποχώρησης θα έπρεπε ή να υπογραφεί νέα (οριστική) συμφωνία που να ρυθμίζει τις σχέσεις των δύο μερών ή οι σχέσεις τους να μην διέπονται από καμία συμφωνία οπότε στην τελευταία περίπτωση θα ίσχυαν οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου ή διμερείς συμφωνίες του ΗΒ με τα κράτη μέλη της ΕΕ. Προς αποφυγήν του τελευταίου ενδεχομένου, το οποίο θεωρείτο (και δικαίως) καταστροφικό για τις σχέσεις των δύο μερών, επικράτησε η λογική και τα μέρη κατέφυγαν στο πρώτο ενδεχόμενο που προέβλεπε άλλωστε και η Συμφωνία Αποχώρησης (Brexit II).
Όπως και όλες οι συμφωνίες τέτοιου είδους, η τελευταία συμφωνία μεταξύ των δύο μερών περιέχει επώδυνους συμβιβασμούς για τα δύο μέρη. Η πολιτική της σημασία είναι καταρχήν η ίδια η ύπαρξή της. Ένα οριστικό no deal Brexit θα είχε έστω και για κάποιο διάστημα καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στις κοινωνίες και τις πολιτικές σχέσεις των δύο μερών. Η συμφωνία έχει έναν καταρχήν ισορροπημένο χαρακτήρα, όμως, στο ισοζύγιο μάλλον οι Βρετανοί είναι αυτοί που χάνουν.
Από τις δηλώσεις και τις αντιδράσεις του Βρετανού Πρωθυπουργού καταφαίνεται ότι το μείζον για τους Βρετανούς, τουλάχιστον τους οπαδούς του Brexit, είναι το take back control (να πάρουν πίσω οι Βρετανοί την κυριαρχία τους έναντι της ΕΕ), το κεντρικό σύνθημα των Brexiteers στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια των διαπραγματεύσεων έκτοτε, δηλ. της απαγκίστρωσης του ΗΒ από τα «δεσμά» του Ενωσιακού Δικαίου και των ενωσιακών πολιτικών, ούτως ώστε να νομοθετούν χωρίς να συμπράττουν με τα υπόλοιπα κράτη μέλη και να μην υπόκειται η εσωτερική νομοθεσία τους στον έλεγχο του «μισητού» Δικαστηρίου της ΕΕ.
Υπό αυτή την έννοια και σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό το πέτυχαν. Μοντέλα Συμφωνιών τύπου ΕΕ-Ελβετίας, ΕΕ-Νορβηγίας, Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας, που θα σήμαιναν ισχυρές δεσμεύσεις του ΗΒ έναντι της ΕΕ και των κρατών μελών της έμειναν στο συρτάρι των διαπραγματεύσεων. Οι βασικοί θεσμοί της ΕΕ, Τελωνειακή Ένωση και Ενιαία Αγορά, που έφεραν τους ευρωπαϊκούς λαούς περισσότερο από ποτέ στην ιστορία πιο κοντά μεταξύ τους, είναι για τους Βρετανούς πλέον παρελθόν. Αυτό είναι κατά την γνώμη μου το βασικότερο πολιτικό μήνυμα που περνά η συμφωνία μέσα από το οικονομικό περιεχόμενό της, ότι τελικά το οριστικό Brexit μπορεί να μην είναι hard όπως θα ήταν το no deal Brexit, δεν θα είναι, όμως, και τόσο soft όσο θα επιθυμούσαν οι Ευρωπαίοι και οι αντίπαλοι του Brexit (Remainers) στο ΗΒ.
Πολιτικά τα δύο μέρη, κι εδώ οι διαβεβαιώσεις του Βρετανού Πρωθυπουργού είναι κατηγορηματικές, θα παραμείνουν φίλοι και σύμμαχοι. Άλλωστε το ΗΒ και τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ είναι κράτη μέλη του ΝΑΤΟ. Οι αμυντικές και οι σχέσεις ασφαλείας τους θα ετεροκαθορίζονται, όμως, εν πολλοίς από το ΝΑΤΟ. Βέβαια, υπάρχουν προβλέψεις στην συμφωνία για συνεργασία σε θέματα ασφαλείας και ανταλλαγής πληροφοριών, αλλά το ΗΒ δεν θα συμμετέχει στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας, η συμμετοχή στην οποία κατά καιρούς δημιουργούσε πονοκεφάλους στους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους του.
Πολιτικές ενδέχεται να είναι και οι συνέπειες στο εσωτερικό του ΗΒ. Καταρχάς, αναμένεται η νέα συμφωνία να εξάψει τις κεντρόφυγες δυνάμεις σε Σκωτία και Βόρεια Ιρλανδία, αν και το ενδεχόμενο ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας και της Ένωσης της Βορείου Ιρλανδίας με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας δεν είναι προς το παρόν ισχυρό. Για μεν την Βόρεια Ιρλανδία προβλέφθηκε η παραμονή σε ισχύ του Πρωτοκόλλου της Βορείου Ιρλανδίας που συνοδεύει την Συμφωνία Αποχώρησης (Brexit I) και αποτρέπει την δημιουργία σκληρού συνόρου μεταξύ Βορείου Ιρλανδίας ως Αποκεντρωμένης Επαρχίας του ΗΒ και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας ως κράτους μέλους της ΕΕ, διασφαλίζοντας την διατήρηση σε ισχύ της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 και την ειρήνη στην πολύπαθη αυτή περιοχή.
Η δε Σκωτία, αν και υπάρχει εκεί ένα ισχυρό αυτονομιστικό κίνημα στο εσωτερικό της, που εκπροσωπείται από το Εθνικό Κόμμα Σκωτίας της Πρωθυπουργού της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζον, έχει εξαιρετικές αδυναμίες όχι μόνο να ενταχθεί ως πλήρες κράτος μέλος στην ΕΕ, σε περίπτωση ανεξαρτητοποίησής της από το ΗΒ, αλλά και ως δυνάμει ανεξάρτητο κράτος.
Επίσης, ενδεχόμενη ανεξαρτητοποίηση προϋποθέτει την διενέργεια δημοψηφίσματος στην Σκωτία, η οποία περνά σύμφωνα με το Βρετανικό Συνταγματικό Δίκαιο μέσα από το Westminster στο Λονδίνο και κάτι τέτοιο αποκλείει όχι μόνο η Συντηρητική Κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον αλλά και το εν γένει Βρετανικό πολιτικό κατεστημένο. Βέβαια οι Σκωτσέζοι αυτονομιστές περιμένουν τις τοπικές εκλογές στην Σκωτία την ερχόμενη άνοιξη ως crash test για τις διαθέσεις του Σκωτσέζικου πληθυσμού στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος για την ανεξαρτητοποίηση. Η αύξηση της δύναμης του ΕΚΣ και της Νίκολα Στέρτζον θα ενισχύσει αναμφίβολα αυτές τις κεντρόφυγες δυνάμεις και τάσεις.
Τέλος, απρόβλεπτες είναι οι συνέπειες της συμφωνίας στο εσωτερικό πολιτικό-κομματικό σκηνικό στο ΗΒ. Αυτή την στιγμή στο θέμα του Brexit ο Μπόρις Τζόνσον είναι κυρίαρχος. Βέβαια έχει υποστεί πολιτική φθορά λόγω των χειρισμών του στην πανδημία Covid-19 αλλά αυτό δεν έχει άμεση σχέση με το Brexit. Ενδεχόμενη, έστω προσωρινή σύνδεση των δύο αυτών θεμάτων, απετράπη με την σύναψη της συμφωνίας. Οι δυνάμεις των Remainers παραμένουν ακόμα διαιρεμένες, βασικός λόγος της επικράτησης του Τζόνσον στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2019, χωρίς το κίνημα του Brexit να καταστεί κοινοβουλευτικά πλειοψηφικό σε απόλυτους αριθμούς.
Το κόμμα των Εργατικών υπό την νέα ηγεσία του Κιρ Στάρνερ αναζητά την περπατησιά του προς το Κέντρο και την Κεντροαριστερά μετά την καταστροφική ριζοσπαστική Αριστερή φυσιογνωμία που του προσέδωσε ο προκάτοχός του Τζέρεμυ Κόρμπιν, που το οδήγησε στο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα μετά το 1934.
Όπως και το Συντηρητικό κόμμα έτσι και το Εργατικό και πολύ περισσότερο ήταν διχασμένο στο θέμα του Brexit. Μένει να φανεί, εάν το Εργατικό κόμμα υπό την ηγεσία του Στάρνερ θα αποτελέσει τον πόλο έλξης των δυσαρεστημένων με το Brexit ψηφοφόρων, στην περίπτωση που θα διαφανούν οι αρνητικές του συνέπειες και δικαιωθεί ο Πρόεδρος της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής και πρώην Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ότι σε πέντε χρόνια μετά την αποχώρησή τους από την ΕΕ, οι Βρετανοί θα παρακαλούν για την επανένταξή τους σε αυτήν.
*Ο Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου