Του Γιώργου Γεραπετρίτη*
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, από το επίσημο βήμα της γενικής συνέλευσης της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος κατήγγειλε «ωμή παρέμβαση στη Δικαιοσύνη», απαντώντας στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος από το ίδιο βήμα είχε χαρακτηρίσει «πρόβλημα» το γεγονός ότι εκδόθηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο απόφαση που «ακυρώνει τον έλεγχο των δηλώσεων του πόθεν έσχες» των δικαστικών λειτουργών. Η λεκτική αυτή διελκυστίνδα έρχεται σε συνέχεια δήλωσης του αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, για το ίδιο θέμα, κατά τον οποίο «κάποιοι κάτι θέλουν να κρύψουν και συνεχίζουν να εκτίθενται και έρχονται σε πλήρη δυσαρμονία με το αίσθημα δικαίου του ελληνικού λαού και της πλειοψηφίας των Ελλήνων δικαστών» και του Προέδρου της Βουλής που εξέφρασε «αρνητική έκπληξη». Κοινός ιστός των δηλώσεων φαίνεται να είναι η αίσθηση της κρατούσας πολιτικής τάξης, όπως εκφράστηκε δια στόματος του Πρωθυπουργού, σε απάντηση ανακοίνωσης της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών για άλλο νομικό ζήτημα, σύμφωνα με την οποία «καταφέρνουμε και ξεπερνάμε πολλές φορές, ακόμα και θεσμικά εμπόδια, αυτών που μας στήνουν τέτοια εμπόδια».
Το θέμα που έχει ανακύψει είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Η μικρή εικόνα συνδέεται με την πλημμελή γνώση που φαίνεται να έχουν τα μέλη της Κυβέρνησης για τις δικαστικές αποφάσεις κατά των οποίων ασκούν αμετροεπή κριτική και την προφανή στόχευση να εκθέσουν τους δικαστές ως φτηνούς υπερασπιστές μικροσυντεχνιακών επιδιώξεων. Για το ζήτημα του ελέγχου του πόθεν έσχες, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν αντιτάχθηκε επί της αρχής στον έλεγχο αλλά, στην τελευταία του κρίση, διέγνωσε επιμέρους προβλήματα και εξέδωσε την 20ή Οκτωβρίου 2017 προσωρινή διαταγή -όχι οριστική απόφαση- για την υπόθεση, για την οποία ακόμη δεν έχει υπάρξει συζήτηση. Το περίεργο είναι 2 ημέρες πριν είχε εκδοθεί για το ίδιο θέμα η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2649/2017, η οποία διέγνωσε συγκεκριμένες συστημικές πλημμέλειες (όργανο μη αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από δικαστές, διπλός έλεγχος συζύγου, μη διασφάλιση προσωπικών δεδομένων και ιδιωτικού βίου, ασφάλεια ηλεκτρονικού συστήματος, απεριόριστη διατήρηση αρχείου). Εντούτοις, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αντί να προβεί σε μια ουσιαστική αναδιάρθρωση του συστήματος υποβολής των δηλώσεων πόθεν έσχες θεραπεύοντας, σύμφωνα με το διατακτικό της, τις παθολογίες που εντοπίστηκαν, εξέδωσε την επόμενη μόλις ημέρα νέα πράξη με σχεδόν το ίδιο περιεχόμενο, γνωρίζοντας προφανώς ότι δεν θα μπορούσε παρά να έχει την ίδια κατάληξη.
Η μεγάλη εικόνα είναι, όμως, η πιο δυσοίωνη για το πολίτευμα. Το επιχείρημα που παγίως θέτουν οι κυβερνώντες για να ασκήσουν κριτική σε δικαστικές αποφάσεις είναι ότι όλοι οι θεσμοί κρίνονται, άρα και οι δικαστές, οι οποίοι μάλιστα (πάντοτε τίθεται για τη δημιουργία των σχετικών εντυπώσεων) δεν έχουν άμεση νομιμοποίηση από τον λαό. Σύμφωνα με τον Υπουργό Δικαιοσύνης «οι αποφάσεις δεν μπορούν να κρύβονται πίσω από το ανέλεγκτο της δικαστικής κρίσης». Το επιχείρημα, όπως τίθεται, είναι απολύτως αντιθεσμικό. Η νομιμοποίηση κάθε δικαστή είναι τυπική και πηγάζει από το Σύνταγμα, το οποίο τον εξοπλίζει με λειτουργική και οργανική ανεξαρτησία και του απονέμει την αρμοδιότητα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων και νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Το γεγονός, συνεπώς, ότι ο δικαστής δεν εκλέγεται άμεσα από τον λαό δεν καθιστά τη δικαστική λειτουργία υποκείμενη στην πολιτική· αντιθέτως, η στεγανότητα αυτή διαμορφώνει ένα λειτουργικό ισοζύγιο στο πολίτευμα. Η δε ρητορική περί λαϊκού αισθήματος, την αποκλειστικότητα εκφοράς του οποίου διατείνονται ότι έχουν οι αιρετοί και όχι οι δικαστές, είναι απολύτως εσφαλμένη. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο δικαστής εφαρμόζει το δίκαιο, χωρίς να επιτρέπεται να παρεισφρέουν στην κρίση του εξωνομικά στοιχεία, όπως είναι η άποψη της πλειοψηφίας για ένα νομικό ζήτημα. Οι μεγάλες νομολογιακές στιγμές στην πολιτική ιστορία έγιναν όταν οι δικαστές, αξιοποιώντας το συνταγματικό τους οπλοστάσιο, στάθηκαν υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα των ολίγων έναντι της βούλησης των πολλών. Αυτή είναι η επιτομή του κράτους δικαίου: οι δικαστές οφείλουν, ως εκ της θέσεώς τους, να προβάλλουν ανασχέσεις όταν πλήττονται δικαιώματα· δεν είναι επιλογή αλλά υποχρέωσή τους να συνιστούν τα θεσμικά εμπόδια της πολιτικής εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά, οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται όχι από το αποτέλεσμα που παράγουν, όπως κατά κανόνα συμβαίνει με τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά από την πληρότητα της νομικής τους αιτιολογίας, η οποία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση της δικαστικής λειτουργίας. Συνεπώς, οι φορείς της πολιτικής εξουσίας, στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων του πολιτεύματος, δεν επιτρέπεται να επιτίθενται στη δικαιοσύνη επειδή οι αποφάσεις της δεν συνάδουν με την ακολουθούμενη πολιτική. Πολύ περισσότερο δεν υποβάλλεται σε πολιτική κριτική ο δικαστής ως πρόσωπο ή οι δικαστές ως συλλογικό υποκείμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, αφενός διαταράσσεται το θεσμικό ισοζύγιο μεταξύ της πολιτικής και της δικαστικής λειτουργίας, που στηρίζεται στη διάκριση των λειτουργιών και στην ανεξαρτησία των δικαστών, και, αφετέρου, υποβαθμίζεται η παράσταση και το κύρος του δικαστικού σώματος, στοιχεία αναγκαία για να παραμένει εδραιωμένη στους πολίτες η πεποίθηση της ασφάλειας και της συνέχειας του δικαίου. Για την τήρηση της συνταγματικής τάξης θα πρέπει όλα τα υπόλοιπα όργανα του κράτους, ιδίως δε τα μέλη της Κυβέρνησης, να αποδέχονται και να συμβάλλουν στην κοινή αντίληψη ότι οι δικαστές δεν χειραγωγούνται, δεν είναι εκφραστές της πλειοψηφίας του λαού, δεν είναι συνομιλητές της πολιτικής εξουσίας. Αυτό απαιτεί αυτοσυγκράτηση και κατανόηση του θεσμικού ρόλου κάθε επιμέρους λειτουργίας του κράτους. Η δημοκρατία έχει κανόνες και όρια, που πρώτα από όλους η ίδια η πολιτική εξουσία πρέπει να σέβεται.
* Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.