Αυτό είναι θεωρητικά το παιχνίδι του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην πράξη, όμως, τα πάντα αφορούν τους διαμορφωμένους συσχετισμούς δυνάμεων. Πολλές φορές μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία έχει ξεπεραστεί από τα γεγονότα που αμφισβητούν, σε πολιτικό επίπεδο, την ικανότητα της να κυβερνήσει. Με απλά λόγια, σε αυτές τις περιπτώσεις, η δεδηλωμένη είναι ανίσχυρη μπροστά στην πραγματικότητα.
Αυτές οι σκέψεις μού ήρθαν στο μυαλό παρατηρώντας τις υστερικές αντιδράσεις των κομμάτων της Αριστεράς στην απόπειρα της κυβέρνησης να βάλει ένα τέλος στην κατάσταση ανομίας που επικρατεί στα πανεπιστήμια.
Ως παλιότερος γύρισα πίσω στο 1979. Τότε, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με υπουργό Παιδείας τον Ι. Βαρβιτσιώτη, ψήφισε τον νόμο 815 που πέραν όλων των άλλων, μείωνε τις εξεταστικές περιόδους από τρείς σε δύο, καταργούσε την δυνατότητα μεταφοράς μεταφερομένου και έθετε ανώτατο όριο σπουδών για να εξαλειφθεί το φαινόμενο των «αιώνιων φοιτητών», που όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης υπήρχε από τότε.
Το 1979 υπήρχε και λειτουργούσε η ΕΦΕΕ που εθεωρείτο από όλους μια από τις βασικές κατακτήσεις του φοιτητικού κινήματος. Την ήλεγχαν τότε οι δύο μεγάλες παρατάξεις, η ΠΑΣΠ και η Πανσπουδαστική, που εναντιώθηκαν στον συγκεκριμένο νόμο, αλλά μετριοπαθώς. Τότε μπήκαν μπροστά οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που με σύνθημα «τέρμα πια στις εκτονώσεις — εμπρός για καταλήψεις και για διαδηλώσεις», έδωσαν δυναμική διάσταση στον αγώνα τους, ξεπερνώντας σε μαχητικότητα τις νεολαίες του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Έτσι πρωτοεμφανίσθηκε, σε γενικευμένη μορφή, το όπλο των καταλήψεων, καθώς καταλήφθηκαν σχολές σε όλη την Ελλάδα. Αυτά γίνονται τον Δεκέμβριο του 1979. Η κυβέρνηση Καραμανλή, στις αρχές Ιανουαρίου 1980, έκανε πίσω. Απέσυρε τον νόμο, καθώς δεν ήθελε να πυροδοτήσει πρόσθετες εντάσεις, με δεδομένο πως το 1980 ήταν έτος εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Αυτή η νίκη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς σημάδεψε την μετέπειτα πορεία του φοιτητικού κινήματος, αφού σε λίγα χρόνια εξαερώθηκε και αυτή η ίδια η ΕΦΕΕ, ενώ οι παρατάξεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς έδιναν τον τόνο στις κινητοποιήσεις, που είχαν έντονα τα στοιχεία της παραβατικότητας.
Σήμερα η κυβέρνηση δεν έχει κανένα λόγο να κάνει πίσω. Έχει μαζί της την κοινή γνώμη σε ποσοστό 64%, δηλαδή αισθητά επάνω από το ποσοστό της εκλογικής νίκης της Νέας Δημοκρατίας. Και αυτό, γιατί υπάρχει εντός των κομμάτων της Αριστεράς μια ισχυρή μειοψηφία που επικροτεί το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Συγκεκριμένα το 39% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και το 27% των ψηφοφόρων του ΚΚΕ εγκρίνουν τα μέτρα της κυβέρνησης.
Συγχρόνως, εδώ και πολύ καιρό, αυτό που αποκαλείται φοιτητικό κίνημα έχει πάψει να υπάρχει. Χωρίς κεντρική έκφραση, άγεται και φέρεται από τις δυναμικές μειοψηφίες του 3%, που ως αποκλειστικό όπλο έχουν την βία.
Η κυβέρνηση αυτή την στιγμή έχει όλα τα ατού στα χέρια της, με κυριότερο την πλατιά κοινωνική αποδοχή του προτεινόμενου νομοσχεδίου. Οι συσχετισμοί δυνάμεων, σε όλα τα επίπεδα, είναι υπέρ αυτής. Να μην κάνει πίσω, και ας αφήσει την συμμαχία πρυτάνεων και μπαχαλάκηδων να βυσσοδομεί. Έχουν ξεπεραστεί από τις απαιτήσεις της κοινωνίας.