Τα οικονομικά θέματα και οι αριθμοί ουδέποτε ήταν «δυνατά χαρτιά» του ΣΥΡΙΖΑ. Εν μέσω μιας πανδημίας, όμως, που έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, την οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να αναχαιτίσει με κάθε δυνατό μέτρο και εξαντλώντας τα όρια των αντοχών του κρατικού προϋπολογισμού, το μείγμα οικονομικού αναλφαβητισμού και ψηφοθηρικής αντιπολίτευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ γίνεται πολιτικά τοξικό.
Ο Αλέξης Τσίπρας, όπως διαβάζουμε στην κομματική εφημερίδα «Αυγή», είναι έτοιμος να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας με το γενικό τίτλο «Μένουμε_Όρθιοι». Το «ολιστικό και κοστολογημένο σχέδιο» του ΣΥΡΙΖΑ, όπως μας πληροφορεί η κομματική εφημερίδα, θα έχει κόστος που αγγίζει τα 30 δισ. ευρώ, ή 15% του ΑΕΠ.
Αν δεν βλέπαμε στο ημερολόγιο ότι βρισκόμαστε στο έτος 2020, θα είχαμε την εντύπωση ότι έχουμε γυρίσει πίσω στον Σεπτέμβριο 2014 και στο πολυσυζητημένο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης». Τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγοντας αριστοτεχνικά κάθε επαφή με την πραγματικότητα, υποσχόταν να μοιράσει στους πάντες τα πάντα από ένα χρεοκοπημένο προϋπολογισμό.
Τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς τελώντας σε απελπισία λόγω των πρωτοφανώς υψηλών ποσοστών αποδοχής της κυβέρνησης και των χειρισμών της αυτές τις δύσκολες ώρες από την κοινωνία, επανέρχεται σε λογική «Προγράμματος Θεσσαλονίκης», παίζοντας από την ασφάλεια που του δίνει η θέση του στην αντιπολίτευση με εξωπραγματικούς αριθμούς, που καθένας μπορεί να καταλάβει ότι βρίσκονται πολύ μακριά από την πραγματικότητα του κρατικού προϋπολογισμού και των δυνατοτήτων χρηματοδότησης της χώρας.
Όπως και αν έχει κατανείμει το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ τα μέτρα και το κόστος αυτού του πακέτου, είναι προφανές και για ένα μαθητή Λυκείου ότι άλλη μια φορά ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται εκτός πραγματικότητας, στη σφαίρα κάποιας νέας αυταπάτης. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι αυτό το 15% του ΑΕΠ αφορά μόνο κατά 5% άμεσο δημοσιονομικό κόστος και το υπόλοιπο 10% αποτελεί κρατικές εγγυήσεις για δάνεια σε επιχειρήσεις, τα ποσά αυτά οδηγούν σε βαθιά ελλειμματική διαχείριση και δημιουργούν μεγάλο πρόσθετο αφανές χρέος (εγγυήσεις).
Αν υποθέταμε ότι αύριο το πρωί, με ένα μαγικό τρόπο, τέτοιες εξαγγελίες γίνονταν επίσημη κυβερνητική πολιτική στην Ελλάδα, θα έπρεπε να βρεθεί και ένας τρόπος να χρηματοδοτηθούν. Στην αγορά ομολόγων είναι βέβαιο ότι δεν θα βρίσκαμε πρόθυμους επενδυτές να χρηματοδοτήσουν αυτά τα ογκώδη ελλείμματα, που θα δημιουργούσαν άμεσο κίνδυνο εκτροχιασμού της βιωσιμότητας του χρέους. Τι θα έμενε; Μόνο μια προσφυγή στους Ευρωπαίους εταίρους για ένα ακόμη δάνειο διάσωσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον η διαπραγμάτευση για αυτό το δάνειο, όταν προηγουμένως η ελληνική κυβέρνηση θα είχε τινάξει στον αέρα κάθε υπολογισμό για τη βιωσιμότητα του χρέους και, ακολούθως, θα ζητούσε από τους Ευρωπαίους να το χρηματοδοτήσουν. Αλλά σε τέτοιες διαπραγματεύσεις, όπως ξέρουμε όλοι από το καλοκαίρι του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας είναι αξεπέραστος.
Στην αγωνία τους να κάνουν αντιπολίτευση σε μια κυβέρνηση με πρωτοφανή ποσοστά αποδοχής οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πάρει οριστικό διαζύγιο από τη σοβαρότητα. Κατηγορούν την κυβέρνηση ότι κάνει πολύ λίγα για να στηρίξει την οικονομία. Και για να δώσουν δύναμη -έτσι φαντάζονται- στα επιχειρήματά τους, κάνουν συγκρίσεις που προκαλούν γέλιο σε όσους αντιλαμβάνονται στοιχειωδώς την οικονομική πραγματικότητα. «Η Γερμανία», λένε, «στηρίζει την οικονομία της με μέτρα που κοστίζουν 50% του ΑΕΠ».
Ποια είναι η πραγματικότητα; Ναι, η γερμανική κυβέρνηση προσφέρει τεράστια στήριξη στην οικονομία της. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Bruegel, οι άμεσες δαπάνες του γερμανικού προγράμματος στήριξης αντιστοιχούν σε 4,4% του ΑΕΠ, οι αναβολές πληρωμών (φόρων – εισφορών) σε 14,6% του ΑΕΠ και οι παροχές ρευστότητας και εγγυήσεων σε 32,2% του ΑΕΠ. Αν όλα αυτά αθροισθούν (κακώς, γιατί αποτελούν πολύ διαφορετικά μέτρα, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση) φθάνουμε, πράγματι, σε ένα ποσοστό 51,2% του ΑΕΠ.
Τι είναι, όμως, αυτό που (κάνει ότι) δεν βλέπει ο ΣΥΡΙΖΑ; Αυτό το τεράστιο, όντως, πακέτο μέτρων προέρχεται από ένα κράτος που για χρόνια είχε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, έχει πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος, κορυφαία πιστοληπτική αξιολόγηση και δανείζεται με αρνητικά επιτόκια για πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους. Και, βέβαια, όλα αυτά στο πλαίσιο μιας οικονομίας που αποτελεί την «ατμομηχανή» της Ευρώπης. Αυτά τα, μοναδικά στην Ευρώπη, πλεονεκτήματα όντως επιτρέπουν στη Γερμανία να προσφέρει μέτρα στήριξης που δεν είναι σημαντικότερα μόνο από τα αντίστοιχα ελληνικά, αλλά ξεπερνούν κατά πολύ ακόμη και τα μέτρα της Γαλλίας: άμεσες δαπάνες 1.2%, αναβολές πληρωμών 9.4% και παροχές ρευστότητας 12.5% του ΑΕΠ, επίσης σύμφωνα με το Bruegel. Αν παρακολουθούσε τη συλλογιστική του ΣΥΡΙΖΑ, και ο πρόεδρος Μακρόν ίσως θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί.
Αν ξεφεύγαμε από τέτοιους κουτοπόνηρους ισχυρισμούς θα μπορούσαμε να δούμε τι πραγματικά κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη στήριξη της οικονομίας και θα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι άξια επαίνων για τους μέχρι στιγμής χειρισμούς της:
- Τα μέτρα που έχει ήδη λάβει για τη στήριξη της δημόσιας υγείας, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων φθάνουν τα 6,8 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 3,5% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολογίζουμε σε αυτά τα μέτρα τα 2 δισ. ευρώ (μέχρι στιγμής) που θα κατευθυνθούν από κοινοτικά κονδύλια για την παροχή εγγυήσεων δανεισμού σε επιχειρήσεις.
- Όταν, κατά μέσο όρο και σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν τα δημοσιονομικά μέτρα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αντιστοιχούν ως τώρα σε 2% του ΑΕΠ, το γεγονός ότι η πρόσφατα χρεοκοπημένη και επιτηρούμενη Ελλάδα καταφέρνει να διαθέσει το 3,5% του ΑΕΠ για τη στήριξη της οικονομίας σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, είναι από μόνο του ένα μικρό κατόρθωμα. Η Ισπανία, που βρίσκεται σε πολύ καλύτερη δημοσιονομική θέση και είναι από τις βαρύτερα πληττόμενες χώρες από την πανδημία, λαμβάνει μέτρα που, στο δημοσιονομικό τους σκέλος (χωρίς να υπολογίζονται οι ενισχύσεις ρευστότητας) φθάνουν το 2,7% του ΑΕΠ.
- Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε αντίθεση με τους «γαλαντόμους» πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ, διαχειρίζεται την αναγκαία παροχή στήριξης στην οικονομία με σύνεση, όχι με ανευθυνότητα που θα μας οδηγούσε και πάλι σε περιπέτειες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα μέτρα αντιστοιχούν στο 3,5% του ΑΕΠ, δηλαδή ακριβώς στο ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα ήμαστε υποχρεωμένοι να εμφανίσουμε φέτος, αν δεν είχαν ανασταλεί οι σχετικοί κανόνες. Η κυβέρνηση εξαντλεί το πλεόνασμα του 2020 για να στηρίξει την οικονομία, αποφεύγει όμως να μπει σε ελλειμματική διαχείριση, γιατί γνωρίζει ότι δεν μπορεί, στην παρούσα φάση, αυτά τα ελλείμματα να τα χρηματοδοτήσει με εκδόσεις ομολόγων (η αγορά ομολόγων έχει κλείσει προσωρινά για την Ελλάδα). Και γιατί γνωρίζει ότι, αν χρησιμοποιούσε από τώρα το «μαξιλάρι» ρευστότητας για να χρηματοδοτήσει την πολιτική της, θα έστελνε ένα πολύ κακό μήνυμα στην αγορά ομολόγων.
Πώς σκοπεύει η κυβέρνηση να εξασφαλίσει χρηματοδότηση χωρίς περαιτέρω επιπλοκές; Ως «παίκτης» που γνωρίζει πολύ καλά την ευρωπαϊκή σκακιέρα και δεν πηγαίνει σε δήθεν ηρωικές διαπραγματεύσεις που οδηγούν σε αδιέξοδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιμένει την έκβαση της διαπραγμάτευσης στο Eurogroup, στην οποία είχε ενεργό ρόλο, υποστηρίζοντας εξαρχής την πρωτοβουλία για τα ευρωομόλογα ειδικού σκοπού (corona bonds), και από την οποία η Ελλάδα θα βγει ωφελημένη και δεν θα χρειασθεί να ξεχωρίσει αρνητικά, ως μια χώρα που βρίσκεται σε δυσχέρειες και ξοδεύει το «μαξιλάρι».
Τα μέτρα του Eurogroup είναι τριών ειδών: χρηματοδοτήσεις χωρίς μνημόνια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για υποστήριξη κρατών, παροχή εγγυήσεων δανεισμού επιχειρήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και παροχή φθηνών δανείων για προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας, όπως η ειδική επιδότηση με τα 800 ευρώ. Από αυτά τα τρία προγράμματα θα λυθεί το χρηματοδοτικό πρόβλημα της Ελλάδας, καθώς θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει άμεσα τις εγγυήσεις της ΕΤΕπ και το φθηνό δάνειο για το επίδομα των 800 ευρώ, ενώ θα έχει μια εύκολη λύση (χωρίς δυσμενείς όρους) για να χρηματοδοτηθεί από τον ΕΜΣ, εάν υπάρξει ανάγκη.
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά της υπεύθυνης πολιτικής Μητσοτάκη από τις ανεύθυνες φαντασιώσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης: εξαντλεί κάθε όριο δυνατοτήτων στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, φροντίζοντας όμως να τηρεί δημοσιονομικές ισορροπίες, να μην διαταράσσει τις σχέσεις με τους εταίρους μας και να καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας με κοινά ευρωπαϊκά εργαλεία, χωρίς να διατρέχουμε τον κίνδυνο να ξεχωρίσουμε και πάλι ως η αδύναμη χώρα της ευρωζώνης, που θα γινόταν και εύκολη λεία της αγοράς ομολόγων και θα έμπαινε πάλι σε περιπέτειες.
Δυστυχώς για την ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι οι Έλληνες έχουν περάσει πολλά, έχουν ωριμάσει και δεν περιμένουν να σωθούν με «προγράμματα Θεσσαλονίκης», που θα κατέληγαν, άλλη μια φορά, σε ένα «συγγνώμη, είχαμε αυταπάτες». Ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει τα 30 δισ., 50 δισ. ή 150 δισ., πάλι οι Έλληνες θα επιλέξουν τα 6,8 δισ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, γιατί ξέρουν πολύ καλά πια να ξεχωρίζουν τον καπετάνιο που οδηγεί το πλοίο σε ασφαλές λιμάνι, από αυτόν που το οδηγεί κατευθείαν στην ξέρα.