Αξέχαστες μας έχουν μείνει οι επιθέσεις και οι λοιδορίες που είχαμε δεχτεί το 2010 όταν ψελλίζαμε ότι η δημοσιονομική κρίση ήταν μια τεράστια ευκαιρία για εθνική ανασυγκρότηση. Κάθε κρίση είναι μια ευκαιρία κι αυτή η ιδέα δεν είναι κάποια σοφία. Οι κρίσεις παράγουν πολύ μεγάλο όγκο γνώσης και εμπειρίας σε τομείς και πεδία που μπορούν να στοιχηθούν σε μακρές, ατελείωτες, σχεδόν, λίστες.
Η Ελλάδα θα διδαχθεί σε ελάχιστους μήνες όσα δεν κατάφερε να μάθει μέσα σε δέκα ολόκληρα χρόνια. Τώρα που κανείς δεν διαφωνεί στον ορισμό του προβλήματος (δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «εχθρός» ακόμα κι αν πρόκειται για ένα φονικό ιό) οι Έλληνες έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε εμπειρικά πολλά πράγματα.
Σήμερα και σε καθημερινή βάση, βλέπουμε:
Πόσο σημαντικό είναι η κάθε κυβέρνηση να στελεχώνεται από ανθρώπους αρκετά μορφωμένους ώστε να γνωρίζουν και οι ίδιοι τη σημασία της επιστημονικής και εξειδικευμένης γνώσης στην έκβαση κάθε κρίσης, ειδικά της δημόσιας υγείας.
Πόσο σημαντικό είναι σε περιόδους κρίσης η παραγωγή και η επικοινωνία των μηνυμάτων να γίνεται κεντρικά και από επιστήμονες.
Πόσο σημαντική είναι η αυτοπειθαρχία, η αυτοδέσμευση, η τήρηση των νόμων.
Πόσο σημαντικό είναι να εφαρμόζονται οι νόμοι και να τιμωρούνται όσοι παρανομούν.
Πόσο σημαντικό είναι οι πολίτες να έχουν πειστεί ότι η έκβαση μιας εθνικής μάχης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αναγνώριση και την ανάληψη της ατομικής τους ευθύνης.
Μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες οι Έλληνες βλέπουμε την Ελλάδα να λειτουργεί ως σύγχρονο, δυτικό κράτος και διαπιστώνουμε πως ο διαφορετικός τρόπος βελτιώνει τη ζωή μας και μάλιστα απόλυτα μετρήσιμα.
Όμως, είναι ευκαιρία και για τον κρατικό μηχανισμό να διδαχτεί από την κρίση αυτή. Μιλώντας προχθές στις εντατικολόγους των κορυφαίων νοσοκομείων ο πρωθυπουργός είπε ότι «σκοπός είναι να αφήσουμε πίσω μας μια παρακαταθήκη».
Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την υγεία αλλά για όλους τους τομείς του κοινωνικού κράτους: από την Παιδεία -και αναφερόμαστε τώρα στα σχολικά γεύματα από τα οποία, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι εξαρτώνται πολλές ελληνικές οικογένειες και τώρα τα στερούνται- μέχρι τους αστέγους για τους οποίους οι υπηρεσίες του κράτους δυσκολεύτηκαν να εφαρμόσουν τα μέτρα της ΠΝΠ για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ακριβώς γιατί με αυτή την ομάδα έρχονται σε επαφή οι ΜΚΟ και όχι κρατικές υπηρεσίες, Ήρθε η ώρα αυτό να αλλάξει.
Η ενίσχυση των Ρομά, μέσω των Δήμων, για την οποία γράφαμε προ ημερών έγινε εφικτή επειδή η προηγούμενη κυβέρνηση είχε καταγράψει τους καταυλισμούς. Σήμερα, η παρούσα κυβέρνηση πρέπει να πάει ένα βήμα παραπέρα, να προχωρήσει σ’ένα ριζικό επανασχεδιασμό της λειτουργίας των καταυλισμών αυτών σε συνεργασία με τις κοινότητες των Ρομά ενώ ίσως και να μην χρειαζόταν η παρέμβαση του υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη για τους ελέγχους της αστυνομίας στο πλαίσιο της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων στους διεμφυλικούς συμπολίτες μας, αν η διαδικασία για την αλλαγή των στοιχείων στις αστυνομικές ταυτότητες γινόταν ευκολότερα, με μια διοικητική πράξη και δεν απαιτούσε δικαστική απόφαση.
Τα ίδια και για την προστασία των θυμάτων της οικογενειακής βίας. Η Γενική Γραμματεία Ισότητας κατάφερε να κινηθεί γρήγορα και κυρίως προληπτικά γιατί υπήρχε ένα οργανωμένο δίκτυο το οποίο τώρα πρέπει να επεκτείνει και να εμπλουτίσει.
Η κινητοποίηση του κράτους με ένα πρωτοφανή, για τα ελληνικά δεδομένα, συντονισμό κι ένα οργανωμένο σχέδιο αποκάλυψε τα κενά. Όταν όλα αυτά τελειώσουν πρέπει όλα να αξιολογηθούν, σχέδια να συμπληρωθούν ή να καταρτιστούν από την αρχή. Έχουμε τη βεβαιότητα ότι ο πρωθυπουργός σκέφτεται έτσι ακριβώς. Ευκαιρία ν' αρχίσουμε να σκεφτόμαστε έτσι κι όλοι οι πολίτες, όπου κι αν ανήκουμε ιδεολογικά, ό,τι κι αν ψηφίζουμε.
Γιατί αν μάθαμε κάτι τις τελευταίες εβδομάδες είναι ότι σε μια δημοκρατία που έτσι κι αλλιώς η έκφραση και η συζήτηση και η πολιτικοποίηση στη βάση της ιδεολογίας είναι ελεύθερη, η ψήφος πρέπει να αφορά και την ευημερία μας, ενίοτε και την ίδια μας τη ζωή. Ας αρχίσουμε λοιπόν κι εμείς να απαιτούμε από τα κόμματα τους ικανότερους ώστε με αυτούς να υπογράφουμε κάθε φορά το κοινωνικό συμβόλαιο, αυτούς να ψηφίζουμε. Είναι πλέον θέμα ζωής και θανάτου.