Του Σάκη Μουμτζή
Οι προτάσεις που ακούστηκαν για τη Μέση Εκπαίδευση διακρίνονται για τη μείωση των ωρών διδασκαλίας, την κατάργηση της αριθμητικής βαθμολογίας και την αντικατάσταση της από την περιγραφική. Βέβαια αυτά δεν αποτελούν τη μετάβαση στην αντιαυταρχική Εκπαίδευση, όμως, όπως επισημάνθηκε, χαρακτηρίζονται από την καθιέρωση της ελάχιστης προσπάθειας.
Τις προτάσεις αυτές δεν μπορούμε να τις δούμε ξεκομμένα από την κατάργηση της αριστείας, καθώς η επιβράβευση -γιατί αυτό είναι σε τελική ανάλυση η αριστεία- απαιτεί σκληρή δουλειά, οργανωμένη μελέτη ώστε να ξεχωρίσουν μέσα από τον ανταγωνισμό οι άριστοι, που θα αποτελέσουν και το πρότυπο για τους υπόλοιπους.
Και βέβαια ένα εκπαιδευτικό σύστημα που οικοδομείται πάνω στην αντίληψη του ανταγωνισμού και της αριστείας χρειάζεται και εκπαιδευτικούς οι οποίοι να έχουν τις ικανότητες που απαιτούνται για να διδάξουν στους μαθητές τους όχι μόνον τη διδακτέα ύλη, αλλά κυρίως τον τρόπο μελέτης και οργάνωσης της δουλειάς τους.
Το σχολείο αναμφίβολα αντικατοπτρίζει και την κοσμοθεώρηση που έχει η πολιτική εξουσία για την κοινωνία, γιατί η δομή του και η λειτουργία του άμεσα ή έμμεσα έχουν κοινωνικές ορίζουσες. Το μοντέλο μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας απαιτεί και ένα σχολείο που λειτουργεί σε συνθήκες ανταγωνισμού, που επιβραβεύει ή απορρίπτει. Που διδάσκει στον μαθητή πως και η αποτυχία είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής και τον καλεί από μικρή ηλικία να μάθει να την διαχειρίζεται. Μέσα από το ανοικτό - ανταγωνιστικό σχολείο εκατοντάδες χιλιάδες φτωχά ελληνόπουλα μπόρεσαν και διακρίθηκαν επιστημονικά και ανήλθαν κοινωνικά, δημιουργώντας το θαύμα της κοινωνικής διαπερατότητας. Της κοινωνικής κινητικότητας.
Όταν όμως η πολιτική εξουσία, εκ της ιδεολογίας του φορέα της, δεν πιστεύει στον ανταγωνισμό, δεν επιζητεί την επιβράβευση και κυρίως δεν επιθυμεί την κοινωνική ανέλιξη των πολιτών, αλλά την κοινωνική στασιμότητα ή και την καθίζηση τους ακόμα, είναι λογικό αυτήν την κοσμοαντίληψη να προσπαθήσει να την επιβάλλει και στην Εκπαίδευση. Άμεση συνέπεια είναι οι απόφοιτοι, με πλημμελή μόρφωση, να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν στον παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό, ο οποίος λειτουργεί βέβαια ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εγχώριων κυβερνητών.
Έτσι, μοιραία θα παρατηρηθεί το φαινόμενο της αποκοπής της χώρας μας από τα μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου, της απομόνωσης της από τις εξελίξεις στο τομέα της επιστημονικής έρευνας και συνακόλουθα στη δημιουργία ενός περίκλειστου εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος μέσα σε ένα σύστημα παγκοσμιοποιημένης Παιδείας.
Μήπως όμως αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι κυβερνώντες; Άλλωστε δεν είμαστε αποκομμένοι από την ελεύθερη νομισματική κυκλοφορία με τα capital controls; Δεν είμαστε ουσιαστικά εκτός Συνθήκης Σένγκεν; Μήπως δεν απορρίψαμε τη συνθήκη της Μπολόνια για τα ΑΕΙ; Τελικά, μήπως η «θεωρία του σαλαμιού» της εθνικολαϊκιστικής κυβέρνησης, που βρίσκεται σε αλληλόσχεση με τον μιθριδατισμό της ελληνικής κοινωνίας, σταδιακά απομονώνει τη χώρα από τις διεθνείς συλλογικότητες;
Αυτό που δεν έχουν κατανοήσει οι αστοί πολιτικοί και οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι είναι πως οι μαρξιστές έχουν έναν πολύ σαφή τελικό σκοπό, που καθορίζεται από την κοσμοθεωρία τους. Αν δεν τα καταφέρνουν καλά στα ενδιάμεσα στάδια, αυτό δεν πρέπει να μας αποκοιμίζει ούτε να μας καθησυχάζει. Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας πάντα υπάρχει ως κατάληξη της πορείας τους και η Παιδεία είναι ένας από τους σημαντικούς μοχλούς προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι ένας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους που πρέπει να αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία. Τι δεν καταλαβαίνουμε;